Ο μεταμοντερνισμός δεν είναι μια εγγενώς αριστερή ιδεολογία

Ο μεταμοντερνισμός δεν είναι μια εγγενώς αριστερή ιδεολογία

Του  Scott Sumner

Ο Gordon Hanson με κατεύθυνε σε ένα εξαιρετικό δοκίμιο του Richard Rorty από το 1992, στο οποίο καταρρίπτει τον ισχυρισμό ότι η μεταμοντέρνα φιλοσοφία είναι μια εγγενώς αριστερή έννοια. Ο Ρόρτυ περιγράφει “δύο πολιτισμικούς πολέμους” - έναν σημαντικό μεταξύ της αριστεράς και της δεξιάς, και έναν ασήμαντο εντός της αριστεράς:

“Ο δεύτερος πολιτισμικός πόλεμος είναι… ανάμεσα σε όσους βλέπουν τη σύγχρονη φιλελεύθερη κοινωνία ως ζωτικώς ελαττωματική (τους ανθρώπους που βολικά ονομάζονται “μεταμοντέρνους”) και τους συνήθεις αριστερούς Δημοκρατικούς καθηγητές όπως εμένα, τους ανθρώπους δηλαδή που βλέπουν ότι στην κοινωνία μας η τεχνολογία και οι δημοκρατικοί θεσμοί μας επιτρέπουν, με λίγη τύχη, να συνεργαστούμε για να αυξήσουμε την ισότητα και να μειώσουμε τον πόνο. Αυτός ο πόλεμος δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Παρά τους συντηρητικούς σχολιαστές που υποκρίνονται ότι διακρίνουν μια ανησυχητική, τεράστια συνωμοσία (που συμπεριλαμβάνει τόσο τους μεταμοντέρνους, όσο και τους πραγματιστές) με στόχο την πολιτικοποίηση των ανθρωπιστικών σπουδών και τη διαφθορά των νέων, ο πόλεμος αυτός είναι απλώς μια μικροσκοπική διαμάχη στο πλαίσιο του, σύμφωνα με τον Hunter, “προοδευτικού” στρατοπέδου.

Όσοι βρίσκονται στη μεταμοντέρνα πλευρά αυτής της διαμάχης, συνήθως υιοθετούν την οπτική του Νόαμ Τσόμσκι για τις Ηνωμένες Πολιτείες ως μια χώρα που κυβερνιέται από μια διεφθαρμένη ελίτ, η οποία έχει ως στόχο να πλουτίσει η ίδια εξαθλιώνοντας τον Τρίτο Κόσμο. Υπό την οπτική αυτή, η χώρα μας δεν κινδυνεύει τόσο να ολισθήσει στον φασισμό, όσο είναι μια χώρα που πάντα ήταν σχεδόν φασιστική. Αυτοί οι άνθρωποι συνήθως πιστεύουν ότι τίποτα δεν θα αλλάξει αν δεν απαλλαγούμε από τον “ανθρωπισμό”, τον “φιλελεύθερο ατομισμό” και τον “τεχνολογισμό”. Οι άνθρωποι σαν και μένα δεν βρίσκουν τίποτα το κακό σε όλους τους τους -ισμούς, ούτε με την πολιτική και ηθική παρακαταθήκη του Διαφωτισμού - τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή του Μιλλ και του Μαρξ, του Τρότσκι και του Γουίτμαν, του Γουίλιαμ Τζέημς και του Βάσλαβ Χάβελ. Συνήθως, εμείς οι οπαδοί του Dewey χαρακτηριζόμαστε από έναν συναισθηματικού τύπου πατριωτισμό για την Αμερική - πρόθυμα παραδεχόμαστε ότι μπορεί να ολισθήσει στον φασισμό ανά πάσα στιγμή, αλλά είμαστε περήφανοι για το παρελθόν της και συγκρατημένα ελπιδοφόροι για το μέλλον της.

Οι περισσότεροι άνθρωποι στη δική μου πλευρά αυτού του δεύτερου, μικροσκοπικού πολιτισμικού πολέμου πολυτελείας, ενόψει της ιστορίας των κρατικοποιημένων εταιριών και του κεντρικού σχεδιασμού στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη έχουμε εγκαταλείψει τον σοσιαλισμό. Είμαστε πρόθυμοι να δεχθούμε ότι ο καπιταλισμός του κράτους πρόνοιας είναι το καλύτερο που μπορούμε να ελπίζουμε. Οι περισσότεροι από όσους μεγαλώσαμε ως Τροτσκιστές, αισθανόμαστε σήμερα υποχρεωμένοι να παραδεχθούμε ότι ο Λένιν και ο Τρότσκι έκαναν περισσότερο κακό παρά καλό, και ότι ο Κερένσκι συκοφαντήθηκε άδικα τα τελευταία 70 χρόνια. Αλλά βλέπουμε τους εαυτούς μας να παραμένουν πιστοί σε όλα τα θετικά του σοσιαλιστικού κινήματος. Όσοι όμως βρίσκονται στην άλλη πλευρά, επιμένουν ακόμη ότι τίποτα δεν θα αλλάξει αν δεν γίνει μια κάποια ολική επανάσταση...

Αντιμετωπίζομαι με δυσπιστία τόσο από την “ορθόδοξη” πλευρά του σημαντικού πολέμου, όσο και από τη “μεταμοντέρνα” πλευρά του ασήμαντου, γιατί πιστεύω ότι οι “μεταμοντέρνοι” είναι φιλοσοφικώς ορθοί μολονότι πολιτικώς αστείοι, και ότι οι “ορθόδοξοι” είναι φιλοσοφικώς λάθος και πολιτικώς επικίνδυνοι. Σε αντίθεση τόσο με τους ορθοδόξους όσο και με τους μεταμοντέρνους, δεν πιστεύω ότι μπορεί κανείς να διατυπώσει ιδιαίτερους ισχυρισμούς για την αξία των απόψεων ενός φιλοσόφου επί θεμάτων όπως η αλήθεια, η αντικειμενικότητα και η πιθανότητα ενός ενιαίου οράματος ανακαλύπτοντας τις πολιτικές του απόψεις, ή την αδιαφορία του προς την πολιτική.

Τόσο οι ορθόδοξοι, όσο και οι μεταμοντέρνοι συνεχίζουν να επιθυμούν έναν ισχυρό σύνδεσμο μεταξύ των πολιτικών απόψεων των ανθρώπων και των απόψεών σε μεγάλα θεωρητικά ζητήματα (θεολογικά, μεταφυσικά, επιστημολογικά, μεταφιλοσοφικά). Κάποιοι μεταμοντέρνοι που αρχικά ερμήνευσαν τον ενθουσιασμό μου για τον Ντεριντά ως ένδειξη ότι πρέπει να είμαι στη δική τους πολιτική πλευρά αποφάσισαν, αφού αποκάλυψαν ότι οι πολιτικές μου θέσεις είναι μάλλον κοντά σε εκείνες του Hubert Humphrey, ότι έχω ξεπουληθεί. Οι ορθόδοξοι συνήθως σκέφονται ότι άνθρωποι που, όπως οι μεταμοντέρνοι και εγώ, δεν πιστεύουν ούτε στον Θεό ούτε σε κάποιο κατάλληλο υποκατάστατο, θα πρέπει να πιστεύουν ότι όλα επιτρέπονται, ότι ο καθένας μπορεί να κάνει ό,τι του αρέσει. Έτσι, μας λένε πως είμαστε είτε ασυνεπείς, είτε αυταπατώμενοι στη διατύπωση των ηθικών ή πολιτικών μας απόψεων.

Αναφέρω αυτή την σχεδόν ομοφωνία μεταξύ των επικριτών μου για να δείξω ότι οι περισσότεροι άνθρωποι - ακόμη και πολλοί δήθεν χειραφετημένοι μεταμοντέρνοι - ακόμη οραματίζονται κάτι που εγώ ήθελα όταν ήμουν δεκαπέντε χρονών: έναν τρόπο να συνδυάζεται η πραγματικότητα και η δικαιοσύνη σε ένα ενιαίο όραμα. Πιο συγκεκριμένα, θέλουν να ενώσουν την αίσθηση της ηθικής και πολιτικής τους υπευθυνότητα με μια κατανόηση των τελικών προσδιοριστικών παραγόντων της μοίρας μας. Θέλουν να δουν την αγάπη, την εξουσία και τη δικαιοσύνη να συνδυάζονται βαθιά στη φύση των πραγμάτων, ή στην ανθρώπινη ψυχή, ή στη δομή της γλώσσας, ή κάπου τέλος πάντων. Θέλουν κάποια εγγύηση ότι η διανοητική τους οξύνοια και αυτές οι εξαιρετικές στιγμές έκστασης που αυτή η οξύνοια κάποιες φορές προσφέρει, σχετίζονται κάπως με της ηθικές τους πεποιθήσεις. Συνεχίζουν να πιστεύουν ότι η αρετή και η γνώση με κάποιον τρόπο συνδέονται - ότι το να έχει κάποιος δίκιο στα φιλοσοφικά ζητήματα είναι κάτι το σημαντικό σε ό,τι αφορά την ανάληψη της ορθής δράσης. Εγώ πιστεύω ότι αυτό είναι σημαντικό μόνο περιστασιακά και τυχαία”.

Αυτή είναι και η δική μου άποψη - οι μεταμοντέρνοι έχουν φιλοσοφικώς δίκιο ως προς την αλήθεια και άδικο ως προς την πολιτική. Όταν ανακάλυψα τον Ρόρτυ σταμάτησα να σπαταλώ χρόνο αναζητώντας μια μεγάλη ενοποιητική φιλοσοφική θεωρία:

“Αυτό σημαίνει ότι το γεγονός ότι έχουμε υποχρεώσεις προς τους άλλους ανθρώπους (να μην τους εκφοβίζουμε, να συστρατευόμαστε μαζί τους για να ανατρέψουμε τυράννους, να τους προσφέρουμε τροφή όταν πεινούν) δεν συναπάγεται ότι τα κοινά μας στοιχεία με τους άλλους ανθρώπους είναι σημαντικότερα από οτιδήποτε άλλο. Τα κοινά μας στοιχεία, όταν αναγνωρίζουμε συνειδητά αυτές τις ηθικές υποχρεώσεις, δεν είναι, όπως υποστήριξα στο Contingency η “ορθολογικότητα” ή η “ανθρώπινη φύση” ή η “πατρότητα του Θεού” ή “η γνώση του Ηθικού Νόμου” ή οτιδήποτε άλλο πέρα από την ικανότητα να συναισθανόμαστε τον πόνο των άλλων. Δεν υπάρχει κανένας ειδικός λόγος να περιμένουμε ότι η ευαισθησία μας απέναντι σ’ αυτόν τον πόνο και οι ιδιοσυγκρασιακές μας αγάπες θα συνταιριάξουν σε μια μεγάλη συνολική αφήγηση του πώς όλα συνδέονται μεταξύ τους. Με λίγα λόγια, δεν υπάρχουν πολλοί λόγοι να ελπίζουμε σε εκείνο το ενιαίο όραμα που ήθελα όταν πήγαινα πανεπιστήμιο”.

Ο Ρόρτυ λέει ότι οι φιλόσοφοι έχουν ενδιαφέροντα πράγματα να πουν, αλλά:

“Δεν είμαστε οι κατάλληλοι άνθρωποι να έρθει κάποιος σε μας ζητώντας την επιβεβαίωση πως τα πράγματα που αγαπά με όλη του την ψυχή κατέχουν κεντρική θέση στη δομή του σύμπαντος, ή ότι η αίσθηση της ηθικής του υπευθυνότητας είναι “ορθολογική και αντικειμενική” αντί για “απλώς” ένα αποτέλεσμα του πώς μεγάλωσε.

Συνεχίζουν βεβαίως να υπάρχουν, κατά τη διατύπωση του C.S. Peirce “φιλοσοφικά καταστήματα λιανικής σε κάθε γωνία” που παρέχουν αυτή τη διαβεβαίωση. Το κάνουν όμως έναντι τιμήματος. Το τίμημα είναι ότι θα πρέπει κανείς να γυρίσει την πλάτη του στην ιστορία του πνεύματος και σ’ αυτό που ο Μίλαν Κούντερα αποκαλεί “το συναρπαστικό φαντασιακό βασίλειο όπου κανείς δεν κατέχει την αλήθεια και όλοι έχουν το δικαίωμα να γίνουν κατανοητοί… τη σοφία του μυθιστορήματος”. Κινδυνεύει κανείς να χάσει την αίσθηση της περατότητας και της ανεκτικότητας που πηγάζει από τη συνειδητοποίηση του πολύ μεγάλου αριθμού των συνοπτικών οραμάτων που έχουν διατυπωθεί και του πόσο λίγο μπορεί να βοηθήσει η επιχειρηματολογία στο να επιλέξει κανείς κάποιο ανάμεσά τους. Παρά την σχετικά πρώιμη απομάγευσή μου με τον πλατωνισμό, είμαι πολύ χαρούμενος που πέρασα όλα αυτά τα χρόνια διαβάζοντας φιλοσοφικά βιβλία. Κι αυτό γιατί έμαθα κάτι που ακόμη φαίνεται πολύ σημαντικό: να δυσπιστώ έναντι της διανοητικής οίησης που αρχικά με οδήγησε να τα διαβάσω. Αν δεν είχα διαβάσει όλα αυτά τα βιβλία, μπορεί ποτέ να μην μπορούσα να σταματήσω να ψάχνω αυτό που ο Ντεριντά ονομάζει “μια πλήρη παρουσία πέραν της εμβέλειας του παιχνιδιού”, ένα φωτεινό και αυταπόδεικτο και αυτάρκες συνοπτικό όραμα”.

Το πλήρες κείμενο του δοκιμίου είναι μια καλογραμμένη υπεράσπιση του φιλοσοφικού πραγματισμού.

--

Ο Scott Sumner είναι οικονομολόγος, διευθυντής του Προγράμματος Νομισματικής Πολιτικής του Mercatus Center στο Πανεπιστήμιο George Mason, ερευνητής στο Independent Institute και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Bentley της Μασσαχουσέττης.