Η Ευρώπη που γερνά

Η Ευρώπη που γερνά

Του Alessio Mitra

Μολονότι η γήρανση του ευρωπαϊκού πληθυσμού δεν είναι νέο φαινόμενο, οι πιθανές συνέπειές της στα ευρωπαϊκά συστήματα πρόνοιας συχνά υποεκτιμάται. Σύμφωνα με την φετινή έκθεση για τη δημογραφική γήρανση (2018 Ageing Report) της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών και Χρηματοπιστωτικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο συνολικός πληθυσμός της ΕΕ προβλέπεται να αυξηθεί από τα 511 εκατομμύρια (2016) στα 520 εκατομμύρια (2070), αλλά ο πληθυσμός των ατόμων σε ηλικία εργασίας (15-64 έτη) εκτιμάται πως θα μειωθεί από τα 333 εκατομμύρια (2016) στα 292 εκατομμύρια (2070).

Αυτό σημαίνει ότι η αναλογία των ανθρώπων ηλικίας άνω των 65 ετών προς τον πληθυσμό των ατόμων σε ηλικία εργασίας θα αυξηθεί από 29,6% το 2016 στο 51,2% το 2070. Το 2070 θα υπάρχουν μόλις δύο άνθρωποι σε ηλικία εργασίας για κάθε άνθρωπο ηλικίας άνω των 65 ετών. Αυτή η δημογραφική τάση συνεπάγεται σοβαρά ζητήματα που αφορούν την φροντίδα υγείας των συνταξιούχων.

Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα πρέπει να αντιλαμβάνονται τις πολιτικές και τον θεσμικό ανασχηματισμό που θα χρειαστεί η αντιμετώπιση τέτοιων ευρέων φαινομένων. Σκοπός αυτού του άρθρου είναι να ιχνηλατήσει τη λειτουργία των βασικών συνταξιοδοτικών συστημάτων και να παρουσιάσει μια σειρά προτάσεων πολιτικής που μπορούν να ενισχύσουν την επάρκεια και βιωσιμότητα των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων.

Από μια θεωρητική σκοπιά, η υποχρεωτική φύση των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων επιβάλλεται λόγω της λεγόμενης “υπερβολικής” θεώρησης. Τα άτομα σταθμίζουν διαφορετικά τη σημερινή ωφέλειά τους από την αντίστοιχη αυριανή. Ακόμη, τα άτομα συχνά είναι χρονικώς ασυνεπή: οι επιλογές και προτιμήσεις τους δεν είναι σταθερές μέσα στον χρόνο. Για τον λόγο αυτό, τα άτομα μπορεί να μην κάνουν εύλογες προβλέψεις και υπεύθυνες επιλογές για το μέλλον τους, αποταμιεύοντας υπερβολικά λίγο και χρονοτριβώντας ως προς την αποταμίευσή τους. Αυτά τα συνταξιοδοτικά συστήματα μπορούν να είναι δημόσια ή ιδιωτικά, διανεμητικά ή πλήρως χρηματοτοδούμενα προγράμματα, προγράμματα ορισμένου οφέλους ή ορισμένης συνεισφοράς (για μια εις βάθος εξήγηση των συστημάτων αυτών ανατρέξτε στην έρευνα του LSE (The economics of pension).

Παρά το γεγονός ότι τα συνταξιοδοτικά συστήματα διαφέρουν μεταξύ των κρατών-μελών, όλα τους έχουν σημαντική συμμετοχή του δημόσιου τομέα. Στις περισσότερες χώρες, η βασική διαφορά είναι το πόσος χώρος μένει στην ιδιωτική και ατομική πρωτοβουλία των ανθρώπων και των εταιρειών. Εν συντομία στα διανεμητικά συστήματα, χρησιμοποιείται η φορολογία και οι συνταξιοδοτικές εισφορές για την καταβολή των τρεχουσών συντάξεων και δεν συλλέγονται πόροι για να επενδυθούν για για την ατομική σύνταξη.

Στα προγράμματα ορισμένου οφέλους, η πληρωμή της σύνταξης προσδιορίζεται ως ποσοστό του εισοδήματος (του τελευταίου μισθού ή του μισθού που ελήφθη από μια ηλικία και μετά κατά τη διάρκεια της εργασιακής ιστορίας) και την εργασιακή σταδιοδρομία. Ο εργαζόμενος δεν επωμίζεται το ρίσκο της μακροζωίας και το ρίσκο της επένδυσης. Από την άλλη πλευρά, οι πληρωμένες του συστήματος ορισμένης συνεισφοράς εξαρτώνται από το επίπεδο των ορισμένων συνταξιοδοτικών εισφορών, την σταδιοδρομία και τις αποδόσεις επενδύσεων. Με άλλα λόγια, οι εισφορές των εργαζομένων επενδύονται και ο εργαζόμενος επωμίζεται το ρίσκο της μακροζωίας και το ρίσκο της επένδυσης.

Κάθε μία από αυτές τις δομές παρουσιάζει διαφορετικές αδυναμίες. Ιδιαίτερα το διανεμητικό σύστημα πάσχει από το ζήτημα της πληθυσμιακής γήρανσης. Πράγματι, αν ο εργαζόμενος πληθυσμός πληρώνει τις συντάξεις των συνταξιούχων, αν η τάση είναι προς τη γήρανση, οι μέλλουσες γενεές θα δυσκολευτούν να αποκτήσουν τις υποσχεμένες τους συντάξεις. Γι' αυτό τον λόγο, πολλές χώρες μετακινούνται προς την κατεύθυνση των μικτών και πιο ισορροπημένων μοντέλων. Ο φάκελος Jobs Act. The labor market two years later (από το Neos Magazine, το Luigi Einaudi Centre and το CEST), υποστηρίζει πως όταν οι συνταξιοδοτικές δαπάνες καθίστανται μια απλή μορφή κοινωνικής προστασίας, αυτό αντί για τον σχεδιασμό της συνταξιοδότησης οδηγεί σε διαγενεακή αδικία.

Συγκεκριμένα, η ερευνα του ΙΖΑ με τίτλο Pension Systems in the EU – Contingent Liabilities and Assets in the Public and Private Sector (για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, 2011) παραθέτει μια σειρά προτάσεων πολιτικής:

1. Αύξηση των ποσοστών συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό στην ΕΕ. Εργασιακές πολιτικές που επιτρέπουν μια δυναμική και ευέλικτη αγορά εργασίας μπορούν να μειώσουν την ανεργία και να επιτρέψουν τον σχεδιασμό της συνταξιοδότησης.

2. Επέκταση της εργασιακής ζωής. Τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα θα πρέπει να προσαρμόζονται στις δημογραφικές αλλαγές.

3. Ένα μικτό, δημόσιο-ιδιωτικό σύστημα για τη διασφάλιση μιας βιώσιμης χρηματοπιστωτικής βάσης για το επίπεδο διαβίωσης και ταυτόχρονα της μείωσης της πίεσης στον δημόσιο προϋπολογισμό.

4. Η κομβικότητα της βιωσιμότητας θα πρέπει να γίνεται σαφής από την αρχή του προγραμματισμού για την συνταξιοδότηση. Οι υπολογισμοί και οι προβλέψεις θα πρέπει να παρουσιάζουν το επίπεδο του ρίσκου και την πιθανότητα της επίτευξης των σχεδίων και των προσδοκώμενων αποδόσεων.

Άλλες έρευνες έχουν επίσης επισημάνει τη σημασία της κουλτούρας και της οικονομικής εγγραμματοσύνης. Στη μελέτη Financial literacy around the world: an overview των Annamaria Lusardi και Olivia S. Mitchell, καταδεικνύεται εμπειρικώς μια ισχυρή σύνδεση μεταξύ της οικονομικής εγγραματοσύνης και του σχεδιασμού για την συνταξιοδότηση καθώς και της συσσώρευσης πλούτου. Οι δύο οικονομολόγοι, χρησιμοποιώντας δεδομένα από οκτώ διαφορετικές χώρες μέσω της μεθόδου Εργαλειακής Μεταβλητής (Instrumental Variable method), καταδεικνύουν το πώς τα οικονομικώς εγγράμματα άτομα είναι πιθανότερο να σχεδιάσουν για την συνταξιοδότησή τους.

Συνοψίζοντας, οι πολιτικές που μπορούν να ενισχύσουν την ατομική υπευθυνότητα, την ατομική γνώση και την οικονομική εγγραμματοσύνη είναι χρήσιμα εργαλεία για την συνταξιοδοτική ασφάλεια του μέλλοντος.

--

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 2 Οκτωβρίου 2018 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Epicenter Network και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.