Η αναθεώρηση των κανόνων δημοσιονομικής πειθαρχίας δεν θα πρέπει να γίνει βιαστικά

Η αναθεώρηση των κανόνων δημοσιονομικής πειθαρχίας δεν θα πρέπει να γίνει βιαστικά

Του Heikki Koskenkylä

Ο νέος Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς επισκέφθηκε τον Γάλλο Πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν στις 14 Δεκεμβρίου για να συζητήσει μαζί του ζητήματα που αφορούν την ΕΕ. Ο Μακρόν προσπάθησε να πείσει τη Γερμανία να αναθεωρήσει τους δημοσιονομικούς κανόνες της Ένωσης. Η μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης ήταν ένα κεντρικό ζήτημα. Ο Μακρόν θέλει οι κανόνες να γίνουν πιο ευέλικτοι, να αυξηθεί το μέγεθος του κοινού χρέους και να δημιουργηθούν νέα κοινά κεφάλαια. Ακόμη, εδώ και χρόνια προτείνει έναν κοινό προϋπολογισμό για την Ευρωζώνη, που θα συνυπάρχει με τον προϋπολογισμό της ΕΕ.

Οι δημοσιονομικοί κανόνες της ΕΕ πάγωσαν προσωρινά με την έναρξη της πανδημίας. Σύμφωνα με τους κανόνες, το χρέος πρέπει να μην ξεπερνά το 60% και το έλλειμμα του προϋπολογισμού το 3% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Πολλές χώρες της ΕΕ υπερβαίνουν σημαντικά αυτά τα όρια σήμερα. Το ποσοστό χρέους προς ΑΕΠ αρκετών κρατών - μελών ήδη υπερβαίνει κατά πολύ το 100% και το χρέος φαίνεται να συνεχίζει να αυξάνεται.

Ιδίως η Ιταλία, η Γαλλία και οι χώρες-μέλη της Ανατολικής Ευρώπης θέλουν μια γρήγορη μεταρρύθμιση του χρέους και των κανόνων για το έλλειμμα. Ακόμη, επιμένουν στην αύξηση του κοινού χρέους, το οποίο πρακτικά σημαίνει την έκδοση περισσότερων ευρωομολόγων. Στην περίπτωση αυτή θα απαλλαγούν από την υποχρέωση να επωμίζονται το χρέος τους, καθώς αυτό θα το αναλάβει η Επιτροπή. Στο τέλος, το κοινό χρέος αφορά από κοινού τα κράτη μέλη. Κάποιοι οικονομολόγοι έχουν υποστηρίξει τη χρήση ευρωομολόγων και στη Φινλανδία, καθώς τα βλέπουν ως ένα χρήσιμο χωρίς ρίσκο ομόλογο για κεφαλαιακές αγορές.

Οι κίνδυνοι της μεταρρύθμισης

Πολλά ερευνητικά ινστιτούτα ωστόσο προειδοποιούν εναντίον της υπερβολικά βιαστικής εφαρμογής μεταρρυθμίσεων. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται το Bruegel Institute, το Center for European Policy Studies (CEPS) και αρκετά γερμανικά ερευνητικά ινστιτούτα (βλέπε το Der Spiegel). Κάποια ινστιτούτα έχουν αρχίσει να προειδοποιούν έναντι της υπερβολικής ευελιξίας ιδιαίτερα της χρηματοπιστωτικής πολιτικής και της πολιτικής χρέους. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει άμεσα σε μια ανεξέλεγκτη δημοσιονομική πολιτική και τη συσσώρευση υπερβολικού χρέους στις χώρες μέλη. Ο στόχος θα πρέπει να είναι η ελεγχόμενη μείωση των επιπέδων χρέους.

Ακόμη, κάποια ερευνητικά ινστιτούτα προειδοποιούν σχετικά με την αβεβαιότητα της οικονομικής ανάπτυξης. Σήμερα υπάρχει ένα υψηλό ρίσκο οικονομικής υποχώρησης, ακόμη και την ώρα που ο πληθωρισμός παραμένει υψηλός. Αυτό οδηγεί στην επικίνδυνη πιθανότητα ενός κύκλου στασιμοπληθωρισμού, που χαρακτηρίζεται από χαμηλή ανάπτυξη και υψηλό πληθωρισμό, όπως συνέβη κατά τη δεκαετία του 1970.

Ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη ήδη ξεπερνά το 4% και φτάνει το 5% στη Γερμανία. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) μπορεί να χρειαστεί να αυξήσει τα επιτόκια, εξέλιξη που μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλα προβλήματα στις υπερβολικά χρεωμένες χώρες. Η μοίρα τους μπορεί να εξαρτηθεί από την αναδιάρθρωση του χρέους, που μπορεί με τη σειρά της να οδηγήσει σε πανικό τις κεφαλαιακές αγορές.

Φέτος ξεκίνησε η Γαλλική Προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μπορούμε να περιμένουμε σκληρές διαπραγματεύσεις για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Τα κράτη μέλη από τον βορρά και τον νότο βρίσκονται σε αντιπαράθεση σε σχέση με αυτό το ζήτημα. Η φινλανδική κυβέρνηση δεν έχει ακόμη καν αρχίσει τη συζήτηση γι’ αυτές τις μεταρρυθμίσεις. Αντιθέτως, επιμένει με εντελώς μη ρεαλιστικό τρόπο πως το πακέτο ενίσχυσης ήταν μια εφάπαξ επιλογή. Μήπως έχουμε γίνει ξανά το έρμαιο μεταρρυθμίσεων στην ΕΕ αποδεχόμενοι χωρίς αντίδραση την αύξηση της από κοινού ευθύνης που σχεδιάζει η Επιτροπή και αρκετές από τις χώρες-μέλη; Υπό τις συνθήκες αυτές, το μόνο αποτέλεσμα για τη Φινλανδία θα είναι να ενισχυθεί ο ρόλος της ως καθαρού συνεισφορέα.

Να μην αυξηθεί η κοινή ευθύνη υπό τη σημερινή νομισματική πολιτική

Μια μεγάλη απειλή που αντιμετωπίζει η ΕΕ και η Ευρωζώνη είναι η πλήρης αναποτελεσματικότητα της πειθαρχίας των αγορών. Χωρίς αυτή, τα κράτη μέλη μπορούν να αυξάνουν υπερβολικά το χρέος τους σχεδόν χωρίς ρίσκο. Η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ και ιδίως η ποσοτική χαλάρωση (QE) έχει υπονομεύσει την αποτελεσματικότητα της πειθαρχίας των αγορών.

Η ΕΚΤ έχει αγοράσει ένα τεράστιο ποσό ομολόγων από κράτη μέλη και εταιρίες. Αυτή η πολιτική κρατά χαμηλά τα επιτόκια σε χώρες με υπερβολικό χρέος. Τα επιτόκια της Ιταλίας, της Ελλάδας και αρκετών άλλων χωρών βρίσκονται για μεγάλο διάστημα κάτω από το 1%. Αν λάβουμε υπόψη τα υψηλά ποσοστά χρέους αυτών των χωρών, τα επιτόκιά τους θα έπρεπε να βρίσκονται κάπου μεταξύ του 5% και του 10%. Αυτό θα τις οδηγούσε αναπόφευκτα σε αναδιάρθρωση του χρέους ή και σε χρεοκοπία.

Αν η ΕΚΤ κανονικοποιήσει τη νομισματική της πολιτική και μπορέσει να σταματήσει να αγοράζει ομόλογα, θα μπορούσαμε να εξετάσουμε την ανάληψη κάποιων περισσότερων κοινών ευθυνών, αλλά ακόμη και τότε μόνο μετά από εξαντλητική σκέψη. Στο πλαίσιο όμως της σημερινής νομισματικής πολιτικής, μια μεγάλη αύξηση των κοινών ευθυνών θα οδηγούσε σε επιδείνωση την πολιτική κρίση στην ΕΕ και την ευρωζώνη και σε διαστρέβλωση της κατανομής των πόρων. Γι’ αυτό και πρέπει να την απορρίψουμε.

--

Ο Heikki Koskenkylä είναι πρώην διευθυντής του τμήματος χρηματοπιστωτικών αγορών της Τράπεζας της Φινλανδίας και προηγουμένως επικεφαλής του τμήματος ερευνών της.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 13 Ιανουαρίου 2022 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του δικτύου Epicenter και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.