Το στοίχημα της διεθνοποίησης της ανώτατης εκπαίδευσης αποτελεί εδώ και χρόνια κεντρικό ζητούμενο για πολλά πανεπιστήμια ανά τον κόσμο. Η εικόνα του ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου αλλάζει ριζικά και με την πρόκληση να ανταγωνιστεί μεγάλα εκπαιδευτικά συστήματα, εισέρχεται δυναμικά σε αυτή τη συζήτηση μέσα από τη δημιουργία ξενόγλωσσων προγραμμάτων σπουδών στα δημόσια πανεπιστήμιά της.
Αυτά αναλύουν σε συνέντευξή τους στο Liberal.gr, η Φοίβη Κουντούρη, Καθηγήτρια στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο University of Cambridge, Co-Chair του United Nations Global Sustainable Development Report και επικεφαλής του ερευνητικού δικτύου AE4RIA και ο Δημήτρης Πλάντζος, Καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο ΕΚΠΑ και Διευθυντής του προγράμματος BA in the Archaeology, History and Literature of Ancient Greece.
Τα πρώτα παραδείγματα έχουν ήδη τραβήξει το ενδιαφέρον. Το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας παρουσίασε το πρώτο αποκλειστικά αγγλόφωνο προπτυχιακό πρόγραμμα στη χώρα, το BSc in Accounting and Finance, το οποίο αξιολογήθηκε με βαθμό «άριστα» από την ΕΘΑΑΕ.
Στο ίδιο πνεύμα, το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών εισήγαγε ένα αγγλόφωνο πρόγραμμα στη Φαρμακευτική, αποκλειστικά για ξένους φοιτητές. Με αποτέλεσμα έπειτα το ΕΚΠΑ να ενσωματώσει και άλλα αντίστοιχα τμήματα, όπως το BA in the Archaeology, History and Literature of Ancient Greece.
Ηχηρό όμως ήταν και το βήμα της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, η οποία προσφέρει από το 2020 το πρώτο αγγλόφωνο προπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών στην Ιατρική. Το Medical Degree in Medicine, διάρκειας έξι ετών, απευθύνεται αποκλειστικά σε ξένους φοιτητές και ήδη έχει συγκεντρώσει ενδιαφέρον από χώρες της Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής αλλά και της Ασίας. Η κλινική εκπαίδευση πραγματοποιείται σε 16 πανεπιστημιακά νοσοκομεία της Αττικής.
Συνέντευξη στη Σόφη Λιάτη
Ποιος είναι ο ευρύτερος στρατηγικός στόχος πίσω από τη δημιουργία ξενόγλωσσων τμημάτων στα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια;
Η Φοίβη Κουντούρη υπογραμμίζει τη σημασία της διεπιστημονικότητας, σημειώνοντας ότι «τα παγκόσμια προβλήματα, όπως η κλιματική αλλαγή και η ανισότητα, δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν αν τα πανεπιστημιακά τμήματα λειτουργούν σε απομόνωση». Τα ξενόγλωσσα προγράμματα, προσθέτει, «ανεβάζουν τον πήχη ποιότητας στη διδασκαλία και ενισχύουν τη διεθνή ορατότητα της ελληνικής έρευνας».
Στο ίδιο ερώτημα, ο Δημήτρης Πλάντζος, επισημαίνει ότι ο στόχος είναι διπλός. «Από τη μια να αναδείξουμε την ακαδημαϊκή ποιότητα και τη διεθνή ανταγωνιστικότητα των ελληνικών πανεπιστημίων, και από την άλλη να επανατοποθετήσουμε την Ελλάδα στον διεθνή χάρτη της ανώτατης εκπαίδευσης. Τα ξενόγλωσσα τμήματα όπως το δικό μας, ειδικότερα, δίνουν τη δυνατότητα σε ξένους φοιτητές να σπουδάσουν “στην πηγή” την ιστορία και τον πολιτισμό της Ελλάδας, ενώ ταυτόχρονα ενισχύουν την εξωστρέφεια του δημόσιου πανεπιστημίου.
«Παράλληλα, η λειτουργία ξενόγλωσσων προγραμμάτων μάς επιτρέπει να αναβαθμίσουμε τα εργαλεία και τις μεθόδους διδασκαλίας, να ενσωματώσουμε πιο βιωματικές προσεγγίσεις, ενώ βεβαίως συμβάλλει και στη χρηματοδότηση των ίδιων των πανεπιστημίων», αναφέρει.
Από ποιες χώρες έχουν έρθει οι πρώτοι φοιτητές και ποιο είναι το ακαδημαϊκό τους υπόβαθρο;
Η Φοίβη Κουντούρη σημειώνει ότι και στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών το ενδιαφέρον είναι έντονα διεθνές.
«Το πρώτο κύμα ενδιαφερομένων στα αγγλόφωνα προγράμματα είναι σαφώς πολυπολιτισμικό και καλύπτει ένα ευρύ φάσμα χωρών — από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά, μέχρι την Ευρώπη, την Ασία, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική. Στα προπτυχιακά πρόκειται για αποφοίτους δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης του εξωτερικού με πιστοποιημένη γνώση αγγλικής, ενώ στα μεταπτυχιακά προσελκύουμε κυρίως αποφοίτους οικονομικών, μηχανικών, νομικής και πληροφορικής».
Ο Δημήτρης Πλάντζος από την πλευρά του εξηγεί ότι ήδη από το 2020, το πρόγραμμα BAAG του ΕΚΠΑ έχει υποδεχθεί φοιτητές από περίπου 30 χώρες του κόσμου.
«Από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά, και πολλές ευρωπαϊκές χώρες όπως η Νορβηγία, η Ιταλία και η Μεγάλη Βρετανία, μέχρι την Κίνα, την Ινδία, το Καζακστάν, τη Μιανμάρ, την Αίγυπτο και την Τουρκία. Πρόκειται για αποφοίτους λυκείου με ενδιαφέρον για τις κλασικές σπουδές, την αρχαιοελληνική κληρονομιά, τη λογοτεχνία και την αρχαιολογία. Παράλληλα, δεχόμαστε και σημαντικό αριθμό επισκεπτών φοιτητών από Πανεπιστήμια της Κίνας, των ΗΠΑ και άλλων χωρών, με πιο εξειδικευμένα ενδιαφέροντα».
Ποιες είναι οι βασικές διαφορές ανάμεσα σε ένα ξενόγλωσσο και ένα ελληνόγλωσσο πρόγραμμα σπουδών;
«Οι διαφορές δεν αφορούν την ποιότητα – είναι κοινά διασφαλισμένη – αλλά κυρίως τη γλώσσα, το κοινό-στόχο και ορισμένες λειτουργικές ρυθμίσεις», σημειώνει η κ. Κουντούρη.
Τα ξενόγλωσσα προγράμματα, εξηγεί, «διδάσκονται εξ ολοκλήρου στα αγγλικά, με συμμετοχή επισκεπτών καθηγητών και προσκεκλημένων από διεθνείς οργανισμούς, ενώ τα ελληνόγλωσσα διατηρούν την ίδια ακαδημαϊκή ισοδυναμία, αλλά απευθύνονται κυρίως σε Έλληνες φοιτητές».
Επισημαίνει ακόμη ότι τα προγράμματα «ενσωματώνουν συστηματικά κινητικότητα, πρακτικές και συνεργασίες με διεθνείς φορείς, προσφέροντας στους φοιτητές μια πιο άμεση πρόσβαση σε διεθνείς εμπειρίες και ευκαιρίες».
Ο κ. Πλάντζος συμπληρώνει πως «το περιεχόμενο και η ακαδημαϊκή ποιότητα παραμένουν τα ίδια – η διαφορά είναι ότι διδάσκουμε στην αγγλική γλώσσα και διαμορφώνουμε ένα πρόγραμμα που ανταποκρίνεται στις διεθνείς προσδοκίες, με μεγαλύτερη έμφαση στην εξοικείωση με το ίδιο το ελληνικό περιβάλλον: την αρχαιολογία, τα μνημεία, την ιστορία επί τόπου».
Στο BAAG, επισημαίνει, «ακολουθούμε τη διεθνή πρακτική της εστίασης στις κλασικές σπουδές – γλώσσα, ιστορία, αρχαιολογία της Αρχαίας Ελλάδας και της Ρώμης – κάτι που μας καθιστά ισότιμους και ανταγωνιστικούς απέναντι σε αντίστοιχα διεθνή προγράμματα».
Πώς επιλέξατε τον συγκεκριμένο τομέα σπουδών για το διεθνές κοινό; Σε ποιους ακαδημαϊκούς τομείς θεωρείτε ότι η Ελλάδα μπορεί να προσφέρει ανταγωνιστικά ξενόγλωσσα προγράμματα;
Η Φοίβη Κουντούρη αναφέρει ότι η επιλογή των αγγλόφωνων προγραμμάτων στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών βασίστηκε στα πεδία της έρευνάς της και στις παγκόσμιες προκλήσεις της εποχής.
«Ως επικεφαλής του Εργαστηρίου ReSEES, η επιλογή του τμήματος για διεθνοποίηση έγινε με γνώμονα την έρευνά μου στα οικονομικά του περιβάλλοντος, των φυσικών πόρων και της βιώσιμης ανάπτυξης. Τα αγγλόφωνα προγράμματα που προωθούμε στο ΟΠΑ –όπως το MSc in International & European Economic Studies, το MSc in Business Analytics και το MSc in Law and Economics in Energy Markets– αντικατοπτρίζουν την ανάγκη να εκπαιδεύουμε φοιτητές σε τομείς αιχμής που συνδέουν την οικονομία με την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση».
Όπως υπογραμμίζει, «η Ελλάδα έχει συγκριτικά πλεονεκτήματα στη ναυτιλία, την ενέργεια, την κλιματική αλλαγή, τον τουρισμό, την πολιτιστική κληρονομιά και τη βιώσιμη ανάπτυξη – τομείς που συνδυάζουν διεθνές ακαδημαϊκό ενδιαφέρον με την ελληνική πραγματικότητα».
Αντίστοιχα, ο Δημήτρης Πλάντζος εξηγεί ότι για τη Φιλοσοφική Σχολή του ΕΚΠΑ, η επιλογή ήταν σχεδόν αυτονόητη, τονίζοντας ότι «η Ελλάδα έχει να προσφέρει κάτι μοναδικό στις κλασικές σπουδές, την αρχαιολογία και την ιστορία – τομείς στους οποίους η χώρα διαθέτει συγκριτικό πλεονέκτημα».
«Ωστόσο, δεν περιοριζόμαστε εκεί. Θεωρώ ότι και άλλοι τομείς –όπως οι επιστήμες υγείας, οι τεχνολογίες αιχμής ή οι περιβαλλοντικές σπουδές– μπορούν να αναπτυχθούν σε ξενόγλωσσα προγράμματα με διεθνή απήχηση.»
Τι δυσκολίες έχουν παρουσιαστεί μέχρι σήμερα στην υλοποίηση και λειτουργία αυτών των προγραμμάτων;
Η κα Κουντούρη σημειώνει ότι «οι κυριότερες δυσκολίες εμφανίζονται σε διοικητικό και λειτουργικό επίπεδο. Χρειάζεται ευθυγράμμιση με το θεσμικό πλαίσιο, νέες διαδικασίες διασφάλισης ποιότητας, αλλά και πρακτικές που αφορούν τη διαχείριση επισκεπτών καθηγητών, τη στέγαση, τις βίζες και την καθημερινή υποστήριξη διεθνών φοιτητών. Παράλληλα, απαιτείται ενίσχυση της γραμματειακής και ψηφιακής υποστήριξης, καθώς και βιώσιμη χρηματοδότηση για υποδομές και συνεργασίες».
«Μεγάλη πρόκληση αποτελούν τα ζητήματα που αφορούν διοικητικά/κανονιστικά θέματα. Επιπλέον, υπάρχει η ανάγκη για πλήρη ευθυγράμμιση με το θεσμικό πλαίσιο (Ν. 4957/2022) και τις διαδικασίες διασφάλισης ποιότητας της ΕΘΑΑΕ, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα ESG και ECTS.»
Και ο Δημήτρης Πλάντζος δηλώνει ότι οι βασικές δυσκολίες αφορούν «τη γραφειοκρατία και την προσαρμογή των πανεπιστημιακών δομών σε μια νέα πραγματικότητα». Όπως εξηγεί, «χρειάστηκε να ξεπεραστούν θεσμικά και οργανωτικά εμπόδια, να βρεθούν λύσεις για τη χρηματοδότηση και την υποστήριξη των φοιτητών. Όμως η εμπειρία δείχνει ότι με καλή συνεργασία και επιμονή, τα προβλήματα μπορούν να αντιμετωπιστούν».
Πώς ενσωματώνονται οι ξένοι φοιτητές στην πανεπιστημιακή ζωή και στην καθημερινότητα των ελληνικών πόλεων;
Η Φοίβη Κουντούρη περιγράφει μια σειρά δράσεων που υλοποιούνται στο ΟΠΑ για να στηριχθεί η ομαλή ένταξη των διεθνών φοιτητών. «Εφαρμόζουμε προγράμματα “buddy schemes” όπου Έλληνες φοιτητές αναλαμβάνουν ρόλο μέντορα, προσφέρουμε μαθήματα ελληνικών για αρχάριους, ενθαρρύνουμε τη συμμετοχή σε θεματικές κοινότητες και οργανώνουμε δράσεις με δήμους και ΜΚΟ. Παράλληλα, διοργανώνουμε πολιτιστικές και κοινωνικές εκδηλώσεις που φέρνουν σε επαφή τους φοιτητές με την ελληνική κουλτούρα και τον τρόπο ζωής».
Στο ίδιο πνεύμα, ο κ. Πλάντζος αναφέρει πως «το πρόγραμμά μας διαθέτει προσωπικό ειδικά επιφορτισμένο με τη φροντίδα των φοιτητών, και την αρωγή κάθε είδους σε θέματα υγείας, κατοικίας, κοινωνικής ενσωμάτωσης και γραφειοκρατίας. Οι ξένοι φοιτητές ζουν και σπουδάζουν μαζί με τους Έλληνες συναδέλφους τους, συμμετέχουν στις ίδιες δραστηριότητες, ανακαλύπτουν την πόλη, τις γειτονιές και τον πολιτισμό της. Με τον καιρό, γίνονται μέρος της πανεπιστημιακής κοινότητας και αποκτούν μια πολύ προσωπική σχέση με την Ελλάδα».
Με ποιους τρόπους μπορούν τα ξενόγλωσσα τμήματα να βελτιώσουν τη διεθνή εικόνα της ελληνικής ανώτατης εκπαίδευσης; Με ποιον μηχανισμό αξιολογούνται;
Η Φοίβη Κουντούρη εξηγεί ότι τα ξενόγλωσσα προγράμματα «λειτουργούν ως σημεία αναφοράς εξωστρέφειας και ως γέφυρες με τη διεθνή ακαδημαϊκή και ερευνητική κοινότητα».
Όπως αναφέρει, η αξιολόγηση γίνεται σε πολλαπλά επίπεδα, τόσο εξωτερικά και εσωτερικά, αλλά και διεθνώς, μέσα από δείκτες επιπτώσεων, διεθνείς χρηματοδοτήσεις και peer review panels.
Και ο Δημήτρης Πλάντζος τονίζει ότι τα ξενόγλωσσα τμήματα αποτελούν «την καλύτερη απόδειξη ότι το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο μπορεί να σταθεί ισάξιο στον διεθνή ανταγωνισμό».
Όπως εξηγεί, «ενισχύουν την εικόνα της χώρας ως τόπου ακαδημαϊκής και ερευνητικής αριστείας». Αναφορικά με την αξιολόγηση, επισημαίνει ότι «ισχύουν τα ίδια συστήματα που εφαρμόζονται σε όλα τα ελληνικά προγράμματα, μέσω της ΕΘΑΑΕ, αλλά και μέσα από διεθνείς συνεργασίες και ανατροφοδότηση των ίδιων των φοιτητών».
«Τα πολυάριθμα μνημόνια συνεργασίας που έχει υπογράψει το ΕΚΠΑ με ΑΕΙ της Κίνας, των ΗΠΑ και της Αυστραλίας, αποδεικνύουν στην πράξη την εμπιστοσύνη της διεθνούς ακαδημαϊκής κοινότητας.»
Στην Ελλάδα, όπου το brain drain παραμένει πρόβλημα, εκτιμάτε ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις να μείνουν και να εργαστούν εδώ οι απόφοιτοι των ξενόγλωσσων τμημάτων;
«Υπάρχουν προϋποθέσεις ώστε οι απόφοιτοι να μείνουν και να εργαστούν στην Ελλάδα, αρκεί να διασυνδέσουμε τη φοίτηση με ουσιαστικές επαγγελματικές και ερευνητικές προοπτικές», αναφέρει η κ. Κουντούρη.
Τονίζει χαρακτηριστικά ότι μέσω της ερευνητικής πρωτοβουλίας AE4RIA «υλοποιούνται ευρωπαϊκά και διεθνή έργα Erasmus και Horizon Europe που συνδέουν την ακαδημαϊκή γνώση με την αγορά εργασίας, προετοιμάζοντας τους φοιτητές για την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση».
«Η αλήθεια είναι ότι δεν είναι εύκολο, καθώς η ελληνική αγορά εργασίας έχει περιορισμούς. Παρ’ όλα αυτά, σε τομείς όπως ο τουρισμός, η πολιτιστική διαχείριση ή η έρευνα, δημιουργούνται ευκαιρίες. Ελπίζουμε ότι κάποιοι απόφοιτοι θα θελήσουν να μείνουν στην Ελλάδα, παρόλο που οι περισσότεροι και οι περισσότερες επιθυμούν, είτε να γυρίσουν στις χώρες τους είτε να συνεχίσουν τη σταδιοδρομία τους σε τρίτες χώρες», σημειώνει ο κ. Πλάντζος.
«Κάποιοι βέβαια μένουν στη χώρα μας για να συνεχίσουν τις σπουδές τους σε μεταπτυχιακό επίπεδο, στο ΕΚΠΑ ή αλλού. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν δεν μείνουν, η εμπειρία που αποκτούν εδώ είναι καθοριστική για την επαγγελματική τους πορεία», προσθέτει.
Ακόμα κι αν επιστρέψουν στις χώρες τους, θεωρείτε ότι θα γίνουν πρεσβευτές της Ελλάδας στο εξωτερικό;
Η Φοίβη Κουντούρη απαντά ότι οι απόφοιτοι των ξενόγλωσσων προγραμμάτων είναι «οι καλύτεροι πρεσβευτές της Ελλάδας στο εξωτερικό».
«Όταν η εμπειρία φοίτησης είναι υψηλής ποιότητας και ολοκληρωμένη, με ισχυρό ακαδημαϊκό υπόβαθρο, συμμετοχή σε ερευνητικά προγράμματα αιχμής, συνεργασίες με ελληνικούς φορείς, αλλά και πλούσια πολιτιστική και κοινωνική αλληλεπίδραση, οι δεσμοί που δημιουργούνται με τη χώρα είναι ισχυροί και διαρκείς», επισημαίνει.
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Δημήτρης Πλάντζος, δηλώνει πως αυτό είναι βέβαιο. «Οι ξένοι φοιτητές που ζουν και σπουδάζουν στην Ελλάδα αποκτούν δεσμούς ζωής με τη χώρα. Όταν επιστρέψουν στην πατρίδα τους, γίνονται φορείς μιας θετικής εικόνας για την Ελλάδα, της κουλτούρας της και του πανεπιστημιακού της έργου. Με αυτόν τον τρόπο, τα ξενόγλωσσα τμήματα λειτουργούν και ως γέφυρες πολιτιστικής διπλωματίας», καταλήγει.

