Οι κίνδυνοι που μπορεί να «φρενάρουν» την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας
Shutterstock
Shutterstock
J. Graffam (DBRS Morningstar)

Οι κίνδυνοι που μπορεί να «φρενάρουν» την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας

Στην αύξηση της εσωτερικής ζήτησης, στις επενδύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης, στις μεταρρυθμίσεις και στην αποκλιμάκωση της ανεργίας οφείλονται οι υψηλές πτήσεις της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, υπάρχουν κίνδυνοι κυρίως εξωγενείς, όπως η κατάσταση που διαμορφώνεται στη Γαλλία, ο εμπορικός πόλεμος και οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι. Ο Jason Graffam, SVP - Global Sovereign Ratings της DBRS Morningstar μιλάει στο Liberal.

Συνέντευξη στον Νίκο Ταμπακόπουλο

Πώς αξιολογείτε την ελληνική οικονομία και τις προοπτικές της;

Η ελληνική οικονομία έχει ξεπεράσει σε επιδόσεις πολλές από τις ομοειδείς οικονομίες και οι προοπτικές ανάπτυξης παραμένουν ισχυρές. Η οικονομία αναπτύχθηκε κατά 2,3% το 2024, επίδοση σημαντικά υψηλότερη από τον μέσο όρο ανάπτυξης της ευρωζώνης που ήταν 0,9%, ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει παρόμοια επέκταση για την ελληνική οικονομία και φέτος. Η Ελλάδα επωφελείται σαφώς από τις εξαγωγές του τομέα των υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένου του τουρισμού, όμως ο κινητήρας της οικονομικής ανάπτυξης βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην εγχώρια ζήτηση. Η ισχυρή απασχόληση και η διατηρήσιμη αύξηση των μισθών στηρίζουν την ιδιωτική κατανάλωση, ενώ τα ευρωπαϊκά κονδύλια ενισχύουν τις επενδύσεις.

Ποιοι είναι οι κίνδυνοι που βλέπετε για την ελληνική οικονομία;

Οι εμφανείς κίνδυνοι για την ελληνική οικονομία είναι εξωγενείς. Οποιαδήποτε επιδείνωση στο γεωπολιτικό ή εμπορικό περιβάλλον που αποδυναμώνει την εξωτερική ζήτηση, θα επηρεάσει αναπόφευκτα τις ελληνικές εξαγωγές και κατ’ επέκταση την οικονομία συνολικά. Όμως, η Ελλάδα έχει ασθενείς άμεσους και έμμεσους εμπορικούς δεσμούς με τις ΗΠΑ, κάτι που προστατεύει την οικονομία σε κάποιο βαθμό από την πολιτική δασμών των ΗΠΑ.

Παρακολουθούμε στενά τα στοιχεία του εξωτερικού τομέα. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών ανήλθε στο 6,4% του ΑΕΠ το 2024. Αυτό υποδηλώνει μεγάλη αποταμίευση - έλλειμμα της ελληνικής οικονομίας και υψηλή συγκέντρωση των επενδύσεων σε εισαγόμενα αγαθά. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει ότι το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών θα κυμανθεί κατά μέσο όρο στο 8,1% τα επόμενα δύο χρόνια. Το να παρουσιάζει η Ελλάδα διαρθρωτικά εξωτερικά ελλείμματα έχει νόημα εφόσον αυτό συμβάλλει στη μείωση του σημαντικού επενδυτικού κενού της χώρας, ωστόσο βλέπουμε με προσοχή τέτοιες μεγάλες εξωτερικές ανισορροπίες.

Ποιες είναι οι προβλέψεις σας για την ανάπτυξη, το χρέος και τον πληθωρισμό το 2025;

Οι τάσεις στην οικονομική ανάπτυξη και το δημόσιο χρέος είναι ενθαρρυντικές. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το πραγματικό ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί κατά 2,2-2,3% τα επόμενα δύο χρόνια. Η ισχυρή οικονομική ανάπτυξη και η σημαντική βελτίωση της δημοσιονομικής θέσης της κυβέρνησης (το πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης έφτασε το 4,8% το 2024) έχουν οδηγήσει σε μεγάλη μείωση του δημόσιου χρέους. Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ μειώθηκε στο 147% το πρώτο τρίμηνο του 2025, σύμφωνα με εκτιμήσεις του Οργανισμού Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους, από 164% το 2023.

Η τάση στον πληθωρισμό είναι λιγότερο ευνοϊκή. Οι εναρμονισμένοι δείκτες τιμών καταναλωτή στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 3,7% σε ετήσια βάση τον Ιούλιο του 2025. Ο πληθωρισμός βρίσκεται σε ανοδική πορεία τους τελευταίους μήνες, κυρίως λόγω αυξήσεων στο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας και υπηρεσιών. Αυτοί οι παράγοντες τιμών είναι πιθανό να επιμείνουν, και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένει ότι ο πληθωρισμός θα παραμείνει πάνω από τον στόχο του 2% στον ορίζοντα των προβλέψεών της.

Ποιες μεταρρυθμίσεις προτείνετε για να μειωθεί το επενδυτικό κενό με την ΕΕ και να γίνει η Ελλάδα πιο ανταγωνιστική;

Οι ελληνικές κυβερνήσεις τα τελευταία χρόνια έχουν εφαρμόσει πολλές βασικές μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Η άποψή μας είναι ότι η Ελλάδα μάλλον χρειάζεται περισσότερα από τα ίδια μέτρα. Η σταθερή προσήλωση της χώρας στην υλοποίηση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, συμπεριλαμβανομένης της ολοκλήρωσης κρίσιμων οροσήμων και της αποτελεσματικής κατανομής των κονδυλίων, θα βοηθήσει την Ελλάδα να συνεχίσει να βελτιώνει τις αναπτυξιακές της προοπτικές.

Ποιες είναι οι προοπτικές και οι προκλήσεις για το τραπεζικό σύστημα;

Ο ελληνικός τραπεζικός τομέας έχει ενισχυθεί τα τελευταία χρόνια. Η αυξημένη πιστωτική επέκταση και τα διαρθρωτικά υψηλότερα επιτόκια έχουν οδηγήσει σε υγιή κερδοφορία των τραπεζών. Το σύστημα είναι επίσης πιο ανθεκτικό. Οι πρόσφατοι κραδασμοί, όπως η ενεργειακή κρίση και η ταχεία αύξηση των επιτοκίων, δεν ανέτρεψαν τη συνεχιζόμενη βελτίωση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού. Οι πωλήσεις και τιτλοποιήσεις δανείων στο πλαίσιο του Σχεδίου Προστασίας Περιουσιακών Στοιχείων «Ηρακλής» βοήθησαν στη μείωση του μέσου ακαθάριστου δείκτη μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στο 2,9% για τις μεγαλύτερες ελληνικές τράπεζες έως τον Ιούνιο του 2025, από 32% το 2020. Οι τράπεζες προστατεύονται επιπλέον από το συστημικό κίνδυνο διατηρώντας ισχυρούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, κάτι που αποδεικνύεται από τα αποτελέσματα του πρόσφατου stress test της ΕΒΑ για το 2025. Η μείωση κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών στα βασικά και τα δυσμενή σενάρια της ΕΒΑ ήταν αισθητά μικρότερη σε σύγκριση με τον μέσο όρο των ευρωπαϊκών τραπεζών που συμμετείχαν.

Πόσο σημαντική είναι η πολιτική σταθερότητα για την ανάπτυξη και τις επενδύσεις στην Ελλάδα;

Η πολιτική σταθερότητα από μόνη της δεν εγγυάται καλύτερα αποτελέσματα πολιτικής, αλλά μπορεί να δημιουργήσει τις συνθήκες για αποτελεσματική χάραξη πολιτικής. Αυτό που έχει σημασία για εμάς από την πλευρά της βιωσιμότητας του χρέους είναι τα σταθερά δημόσια οικονομικά. Έχει υπάρξει μια σαφής και δραστική αλλαγή στο δημοσιονομικό καθεστώς της Ελλάδας. Η συνετής δημοσιονομική πολιτική και μια αξιόπιστη δημοσιονομική αγκύρωση είναι σημαντικά για τη μείωση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους και την ενίσχυση των επενδύσεων. Αυτό είναι εμφανές από το πόσο έχει μειωθεί η διαφορά απόδοσης μεταξύ των ελληνικών δεκαετών ομολόγων και των αντίστοιχων γερμανικών Bunds. Η διαφορά αυτή είναι περίπου 75 μονάδες βάσης. Συγκρίνετε αυτή την εμπιστοσύνη της αγοράς με τη διαφορά των άνω των 200 μονάδων βάσης το καλοκαίρι του 2022.

Τέλος, το ποσοστό ανεργίας βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 15 ετών. Πώς το σχολιάζετε;

Οι εξελίξεις στην αγορά εργασίας είναι θετικές. Η αύξηση της απασχόλησης παραμένει σταθερή και το ποσοστό ανεργίας έχει πλέον υποχωρήσει κάτω από το 8%, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος. Αν και αυτές οι συνθήκες στηρίζουν την εγχώρια ζήτηση και ενισχύουν τη συστημική ανθεκτικότητα, η στενότητα στην αγορά εργασίας συνοδεύεται και από ορισμένες προκλήσεις. Οι κυριότερες αφορούν την αύξηση του κόστους εργασίας και τον πιο αργό ρυθμό βελτίωσης της παραγωγικότητας της εργασίας.