Τα πεδία προβληματισμού για μία Τουρκία εντός, αλλά και εκτός, της υπό διαμόρφωση νέας ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφαλείας σε «καιρούς Τραμπ» παραθέτει ο καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Δημήτρης Τριανταφύλλου μιλώντας στο Liberal και την Ευαγγελία Μπίφη. Οι προκλήσεις για την Αθήνα στο νέο γεωπολιτικό περιβάλλον· η πρόσθετη βαρύτητα που αποκτά η σχέση με το Ισραήλ με φόντο και τη σημερινή τριμερή υπουργική σύνοδο, αλλά και τι ήλθαν να αποτυπώσουν οι συνομιλίες στην Τζέντα όσον αφορά την αμερικανική εξωτερική πολιτική καθώς η πίεση έχει πλέον στραφεί στη Μόσχα.
Κύριε Τριανταφύλλου, ποια δεδομένα έχουμε μπροστά μας στο Ουκρανικό μετά τις συνομιλίες στην Τζέντα και πώς «διαβάσατε» τη στάση της αμερικανικής διπλωματίας;
Μετά την επίσκεψη Ζελένσκι στον Λευκό Οίκο με τα γνωστά αποτελέσματα, που είχε στο επίκεντρο την υπογραφή της συμφωνίας για την εκμετάλλευση των ορυκτών, την οποία και προέβαλαν οι ΗΠΑ ως ένα είδος εγγύησης δεδομένης της παρουσίας αμερικανικών εταιρειών και εργαζομένων στην Ουκρανία, φθάσαμε σε διάστημα λίγων ημερών σε μία συμφωνία στη Σαουδική Αραβία για κατάπαυση του πυρός 30 ημερών ώστε να μπορέσουν να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, γεγονός που ζητούσαν και οι ευρωπαϊκές χώρες.
Στη Σαουδική Αραβία είδαμε από τους Μάρκο Ρούμπιο και Μάικ Γουόλτς την πιο λογική πλευρά της αμερικανικής διπλωματίας συγκριτικά με το πώς λειτουργεί ο Ντόναλντ Τραμπ και άλλα πρόσωπα που τον πλαισιώνουν και ακολουθούν τη γραμμή «ό,τι πει ο βασιλεύς».
Τα δεδομένα άλλαξαν και εκεί που λέγαμε ότι η Ουάσινγκτον πιέζει και εξευτελίζει τον Ζελένσκι μπροστά στα μάτια του υπόλοιπου κόσμου, τώρα η πίεση έχει κατευθυνθεί προς τη Μόσχα. Ρούμπιο και Γουόλτς φαίνεται πως πήραν το «πάνω χέρι», κάθισαν στο «τραπέζι» και εξασφάλισαν κάποια συμφωνία τουλάχιστον με τους Ουκρανούς για να πάμε στο επόμενο στάδιο που είναι το πώς θα ανταποκριθεί η Ρωσία για να βρεθεί μία λύση για το τέλος του πολέμου.
Επανήλθε η Αμερική με τη στρατιωτική βοήθεια και την ανταλλαγή πληροφοριών για να πιέσει τους Ρώσους και η προσοχή πλέον στρέφεται στο αν θα αποδεχθεί η Μόσχα την εκεχειρία και θα καθίσει στο «τραπέζι», γνωρίζοντας και ότι υπάρχει παραδοχή από την πλευρά των Ουκρανών ότι θα χάσουν εδάφη, ακόμη κι αν δεν το ομολογούν επισήμως. Αναγνωρίζουν την πραγματικότητα οι Ουκρανοί ότι με οποιαδήποτε συμφωνία και οποιεσδήποτε εγγυήσεις, θα χάσουν εδάφη και η Ουκρανία δεν θα είναι μία χώρα που θα υποστηρίζει για πάντα ότι όλα τα εδάφη της ανήκουν.
Ίσως σιγά-σιγά επικρατεί μία φωνή λογικής σε θέματα εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Θυμίζω πόσο γρήγορη και σχεδόν οικουμενική ήταν η αποδοχή του διορισμού του Μάρκο Ρούμπιο από τη Γερουσία. Θεωρείται ένας κεντρώος, μετριοπαθής Ρεπουμπλικανός στην εξωτερική πολιτική και αυτό αναγνωρίστηκε από τους συναδέλφους του στη Γερουσία. Όταν βλέπαμε τον αντιπρόεδρο Τζέι Ντι Βανς στη Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια να τρομάζει τους Ευρωπαίους, μετά διαβάζαμε στον Τύπο από έγκυρες πληροφορίες και σοβαρά μέσα ότι μακριά από τις κάμερες ο Μάρκο Ρούμπιο διαβεβαίωνε πως η κατάσταση θα ηρεμήσει. Αυτά έλεγε στους Ευρωπαίους και αυτός φαίνεται ότι είναι ο ρόλος του. Από την άλλη, έχει ξαφνιάσει και η στάση ενός Ρούμπιο που δεν μιλάει πολύ, αλλά μετά αναγκάζεται να βγει να πει ότι στηρίζει τους χειρισμούς του Τραμπ.
Αυτό που πιέζει παράλληλα την αμερικανική διοίκηση είναι και η προεκλογική υπόσχεση και η προσδοκία που είχε καλλιεργηθεί μετά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ ότι και στη Γάζα και στην Ουκρανία θα τερματιστούν οι πόλεμοι. Τώρα, αν θα γινόταν αυτό σε μία ημέρα, όπως υποσχόταν, ή εάν θα γίνει σε δύο μήνες, θα είναι σε κάθε περίπτωση μία σχετική επιτυχία γι’ αυτόν να καταφέρει κατά κάποιον τρόπο να σταματήσει, όσο προσωρινά μπορεί, τους κύκλους βίας και στις δύο περιοχές. Και βλέπουμε ότι κάτι κινείται και στις δύο περιοχές με παρέμβαση της αμερικανικής κυβέρνησης.
Παραμένουμε όμως σε κάθε περίπτωση σε στάση αναμονής για την Ουκρανία, ενώ παρόλο που ο ίδιος ο Ρούμπιο φαίνεται λογικός όσον αφορά το Ουκρανικό ή τουλάχιστον αυτή η ομάδα των Ρούμπιο-Γουόλτς-Γουίτκοφ διαδραματίζει κάποιο ρόλο θετικό, δεν σημαίνει ότι δεν έχει γίνει ήδη ζημιά στην εξωτερική πολιτική. Όταν το Στέιτ Ντιπάρτμεντ πλέον επίσημα έχει μειώσει κατά 83% τα προγράμματα της βοήθειας που παρέχει σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο μέσω της Αμερικανικής Υπηρεσίας Αρωγής για τη Διεθνή Ανάπτυξη (USAID), τότε θα μπορούσαν μεν οι λογικοί να επικρατήσουν αλλά ήδη υπάρχουν συνέπειες γιατί το κενό που δημιουργείται με τις χρηματοδοτήσεις προς μη κυβερνητικές οργανώσεις, την κοινωνία των πολιτών και άλλους φορείς σε άλλες χώρες θα τρέξουν άλλοι να το καλύψουν και να τους επηρεάσουν.
Δηλαδή έχει γίνει ήδη μία ζημιά και βρισκόμαστε σε μία φάση όπως το 2013 επί προεδρίας του Μπους του νεότερου, όταν ο τότε υπουργός Άμυνας Ντόναλντ Ράμσφελντ έλεγε ‘είτε είστε μαζί, είτε εναντίον μας’ καθώς πίεζε τους Ευρωπαίους να στηρίξουν την εισβολή στο Ιράκ. Αποτυπώθηκε και στο Συμβούλιο Ασφαλείας πόσο διχασμένοι ήταν οι Ευρωπαίοι, με τη Βρετανία και τη Γαλλία να έχουν εντελώς διαφορετικές θέσεις και να υπάρχουν οι «πρόθυμοι» που στήριζαν τους Αμερικανούς -Βρετανία, Ιταλία, Πορτογαλία, Ισπανία και οι χώρες της ανατολικής Ευρώπης- και πολλές άλλες χώρες, περιλαμβανομένης της Ελλάδας, μαζί με τη Γαλλία που ήταν αντίθετες.
Από εκείνο το δίλημμα, που θεωρώ ήγειρε πολλά ερωτήματα στους Ευρωπαίους εάν ο φυσικός ηγέτης της Δύσης εξακολουθεί να είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες, χωρίς όμως να έχουν σπάσει οι δεσμοί, τώρα έχουμε φθάσει σε ένα σημείο που είναι σαν οι Ηνωμένες Πολιτείες να τους έχουν βάλει όλους απέναντι. Και πιο τρομακτικό είναι για χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης που μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου μπορούσαν πια να ανασαίνουν και να χτυπήσουν άμεσα την πόρτα του ΝΑΤΟ και της ΕΕ -και ήταν ανέκαθεν πιο ατλαντιστές παρά φιλοευρωπαϊκές χώρες- να βλέπουν τώρα το μεγάλο στήριγμα, το λαμπερό φως της Δύσης, την Αμερική, να τους γυρνά την πλάτη. Αυτό προκαλεί προβλήματα, διλήμματα και ερωτήματα και για τους ίδιους τους Αμερικανούς αναλυτές, τουλάχιστον για το πού το πάει η Αμερική και για τους Ευρωπαίους για τι θα πρέπει να κάνουν από εδώ και πέρα.
Σχολίαζε στους Financial Times ο Γκίντεον Ράχμαν ότι ο Τραμπ δεν θα κερδίσει ποτέ το Νόμπελ Ειρήνης, αλλά μπορεί να διεκδικήσει το Βραβείο Καρλομάγνου για τη συμβολή του στην ευρωπαϊκή ενότητα… Μπροστά στην πρόκληση μίας νέας αρχιτεκτονικής ασφαλείας, προβάλλει η λεγόμενη «συμμαχία των προθύμων». Πώς «μεταφράζεται» η γαλλο-βρετανική πρωτοβουλία και ποια η θέση της Τουρκίας σε αυτό το υπό διαμόρφωση σχήμα;
Συμφωνώ με αυτό που λέει ο Ράχμαν υπό την έννοια ότι δεν είναι μόνο οι Κιρ Στάρμερ και Εμανουέλ Μακρόν, μπορούν να προστεθούν και ο Φρίντριχ Μερτς, καθώς και ο Ντόναλντ Τουσκ σε μεγάλο βαθμό. Συλλογίζομαι εάν αυτοί οι τέσσερις, και μπορεί ενδεχομένως να υπάρξουν και άλλοι, και με ένα σημαντικό ρόλο από την πλευρά της Κομισιόν και της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν θα μπορούσαν να είναι οι νέοι Αντενάουερ και Σουμάν και όλοι εκείνοι οι ηγέτες που συνέβαλαν μεταπολεμικά στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Εάν πραγματικά θα μπορούσαν να είναι αυτοί που θα συμβάλλουν στη γέννηση της νέας Ευρώπης.
Το πρόβλημα ποιο είναι; Αυτή η νέα Ευρώπη δεν μπορεί να είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση από την άποψη ότι όταν έχεις εντός των «27» τους Όρμπαν και Φίτσο, που είναι απέναντι σε οποιεσδήποτε πρωτοβουλίες και παίζουν έναν ρόλο στήριξης της Ρωσίας, πώς μπορείς να προχωρήσεις; Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η Ένωση δεν έχει έναν πάρα πολύ σημαντικό ρόλο. Τίποτα δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς τη στήριξη της ΕΕ και των μηχανισμών της. Μόνο η ΕΕ μπορεί να διαθέσει το πακέτο των 800 δισ. ευρώ για την Άμυνα που πρότεινε η Φον ντερ Λάιεν και επιβεβαίωσαν πολιτικά οι ηγέτες στο πρόσφατο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και άλλωστε για οτιδήποτε γίνεται και συζητιέται εδώ και πάρα πολύ καιρό για την ευρωπαϊκή άμυνα -που δεν είναι μόνο προμήθειες εξοπλιστικών συστημάτων αλλά συνεργίες και συνεργασίες των αμυντικών βιομηχανιών- υπάρχουν θεσμοί της ΕΕ που ακόμη και πριν τη Συνθήκη της Λισαβώνας ασχολούνται με αυτά τα ζητήματα, όπως ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Άμυνας (EDA).
Από την άλλη η νέα Ευρώπη δεν μπορεί πια να βασίζεται αποκλειστικά στο ΝΑΤΟ γιατί δεν γνωρίζουμε εάν όντως θα ισχύει πλέον το Άρθρο 5 της συλλογικής Άμυνας από πλευράς Ηνωμένων Πολιτειών και αν οποιαδήποτε χώρα απειληθεί -μία χώρα πρώτης γραμμής, της Βαλτικής ή οποιαδήποτε χώρα απειληθεί από τη Ρωσία- θα προστρέξουν πράγματι οι Ηνωμένες Πολιτείες, μαζί με άλλα κράτη-μέλη, να την στηρίξουν. Εάν οι ΗΠΑ δεν στηρίξουν, τότε το ΝΑΤΟ έχει πρόβλημα. Γεγονός που σημαίνει ότι η νέα Ευρώπη μπορεί να χτιστεί πάνω στη λογική των συμμαχιών των προθύμων, όπου σημαντικό αν όχι τον πιο σημαντικό ρόλο τον έχει η Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά πέραν του Ηνωμένου Βασιλείου προστίθενται ακόμη ο Καναδάς, η Νορβηγία και η Τουρκία.
Και η Τουρκία είναι το μεγάλο ζήτημα. Αν θα πάμε σε μία συμμαχία των προθύμων -που η δημιουργία της σημαίνει διαμόρφωση της νέας Ευρώπης- θα πρέπει να βρεθεί η χρυσή φόρμουλα έτσι ώστε να προχωρήσουν οι σχεδιασμοί λαμβάνοντας υπόψη από εδώ και πέρα τα κολλήματα που δημιουργούνται μεταξύ χωρών και τις διαφορές.
Εδώ υπεισέρχεται το πώς χειρίζεται η Ελλάδα τη συμμετοχή της Τουρκίας, χωρίς να ξεχνάμε επίσης με αφορμή και το γεγονός ότι προ ημερών ήταν η πρώτη επέτειος από την ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, πόσο πολύ καθυστέρησε η διαδικασία εισδοχής τους καθώς η Τουρκία διαπραγματευόταν σειρά ζητημάτων και με τις δύο χώρες, ένα εκ των οποίων ήταν να στηρίζουν τις απαιτήσεις και τα αιτήματα της Τουρκίας για περισσότερη συμμετοχή σε ζητήματα που αφορούν την ευρωπαϊκή άμυνα. Βλέπουμε ότι και τότε υπήρχε ένα δίλημμα, αναγκάστηκαν κατά κάποιο τρόπο Φινλανδία και Σουηδία να δεχθούν αυτούς τους όρους για να εισέλθουν στο ΝΑΤΟ και ενδεχομένως αυτές οι χώρες, και όχι άλλες, να πιέζουν για έναν πιο ενεργό ρόλο της Τουρκίας.
Θεωρώ ότι εδώ είναι που η Ελλάδα η οποία δεν έχει λάβει ξεκάθαρη θέση, και καλώς πράττει, θα πρέπει να πιέσει για μία σειρά από εγγυήσεις που αφορούν στα δικά μας ζητήματα. Ένα πρώτο δείγμα γραφής εκ μέρους της Τουρκίας θα είναι η πενταμερής για το Κυπριακό στις 17-18 Μαρτίου που στο νέο περιβάλλον λαμβάνει και διάσταση που σχετίζεται με την ασφάλεια, εξ ου και η Τουρκία η ίδια διατηρεί πολύ ήπιους τόνους, ενώ διαφαίνεται ότι θα γίνει και η συνάντηση μεταξύ του Έλληνα πρωθυπουργού και του Τούρκου προέδρου. Μπορεί απλά να πρόκειται για τακτικισμούς από πλευράς Άγκυρας σε μία περίοδο που και η ίδια βρίσκεται στο ίδιο δίλημμα που βρισκόμαστε όλοι μας όσον αφορά τις συνέπειες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.
Δεν είναι μόνο ότι θέλει αλλά έχει και ανάγκη να συμμετάσχει η Τουρκία στη συμμαχία των προθύμων. Δεν θέλει να απομονωθεί. Και αυτό σημαίνει ότι δημιουργείται ένα περιβάλλον όπου θα υπάρχει ένα «πάρε-δώσε» και ενδεχομένως θα μπορούσε να βρεθεί μία χρυσή φόρμουλα, όπου σε μερικά ζητήματα η Ελλάδα και η Τουρκία θα έρχονταν σε κάποια συνεννόηση. Δεν ξέρω αν θα ήμασταν έτοιμοι να λύσουμε τη μεγάλη μας διαφορά, αλλά ίσως θα μπορούσε να βρεθεί μία φόρμουλα, αυτό θα συμβούλευα την ελληνική πλευρά, και στο θέμα του casus belli να γίνει μία αν όχι άρση, αλλά να δίνεται μία εγγύηση ότι δεν εφαρμοστεί. Έχει η Ελλάδα κάποιες ξεκάθαρες θέσεις, που στηρίζονται σε κάθε περίπτωση από ειλημμένες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ώστε να μπορέσει να «ζυγίσει» το ρόλο Ευρωπαϊκής Ένωσης σε αυτή τη συμμαχία των προθύμων που διαμορφώνεται από την ανάγκη γέννησης μίας νέας Ευρώπης, που θα αντιμετωπίζει η ίδια τα ζητήματα της άμυνας γιατί δεν εμπιστεύεται τους Αμερικανούς.
Αυτό το «πάρε δώσε» δεν θα είναι άλλωστε μόνο μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας, αλλά και μεταξύ άλλων χωρών. Τη δεκαετία του ‘50, όταν ξεκίνησαν οι συζητήσεις για τη διαμόρφωση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας υπήρχαν και τότε τεράστιες διαφορές μεταξύ των χωρών και βρήκαν έναν τρόπο να υπάρξει ένα πλαίσιο για να μπορεί να προχωρήσει η ιδέα της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Νομίζω ότι κάπου εδώ βρισκόμαστε, αλλά αυτό που ξεχνάμε πάντα από ελληνικής πλευράς είναι ότι το δίλημμα, τον προβληματισμό ή την αίσθηση της ανασφάλειας την έχει και η ίδια η Τουρκία γιατί αλλάζουν τα δεδομένα τόσο γρήγορα. Έχει και ένα επιπλέον επιχείρημα η Ελλάδα, που νομίζω είναι ένα επιχείρημα ή θέση που θα την έχουν και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, γιατί μέχρι στιγμής όλες οι χώρες για οποίες έχουμε μιλήσει, είτε εντός είτε εκτός ΕΕ, έχουν πάρει ξεκάθαρες θέσεις όσον αφορά τη Ρωσία. Η Τουρκία είναι η μόνη χώρα που σε αυτή την υπό διαμόρφωση συμμαχία των προθύμων έχει μία διαφορετική θέση, μεσοβέζικη. Ούτε συμμετέχει στις κυρώσεις, ούτε είναι ξεκάθαρη όσον αφορά τη Ρωσία. Και αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να «ζυγίσουν» οι Ευρωπαίοι. Εάν η Τουρκία είναι αξιόπιστη και με ποιους όρους θα μπορούσε να ενταχθεί η Τουρκία, την οποία και έχουμε ανάγκη αν κοιτάξουμε τη μεγάλη εικόνα.
Η μεγάλη εικόνα δείχνει όντως πως είναι η Τουρκία απαραίτητη και είναι σοφό να ενταχθεί στην κοινή ευρωπαϊκή άμυνα;
Θα πρέπει να βρεθεί η φόρμουλα που προανέφερα, και νομίζω, ναι, την έχουμε ανάγκη. Η Τουρκία μέχρι στιγμής έχει μία πολύ πιο αμφίρροπη θέση γενικότερα, ακολουθώντας τη δική της πορεία στρατηγικής αυτονομίας. Αν δεν την ενσωματώσουμε η ίδια θα βρει έναν τρόπο να ενσωματωθεί κάπου αλλού και αυτό μπορεί να δημιουργεί ακόμη περισσότερους κινδύνους για την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας που είναι υπό διαμόρφωση. Δεν θα μείνει μόνη της. Εάν είσαι ο Τούρκος πρόεδρος σκέφτεσαι τα συμφέροντα της χώρας σου και λες «εάν με αφήσουν εκτός τότε μήπως εγώ πρέπει να τα βρω με τους Ρώσους, μήπως πρέπει να τα βρω με κάποιον άλλον». Και αυτό δημιουργεί μία σειρά από άλλα προβλήματα.
Και να μη θέλει πραγματικά αυτή καθαυτή την ένταξη στην ΕΕ η Τουρκία, το μήνυμα που στέλνει βασίζεται και σε άλλα στοιχεία. Το γεγονός ότι το 50% της οικονομίας της στηρίζεται στην εμπορική συναλλαγή με την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι που την κάνει και εκείνη εν μέρει ισχυρή και αυτό δεν θέλει να το χάσει. Εάν πάλι απομακρυνθεί περισσότερο από εμάς τους Ευρωπαίους, αυτό θα προκαλέσει μία σειρά από άλλα ζητήματα και προβλήματα και θεωρώ ότι αυτό θα πρέπει να το λάβουμε υπόψη.
Είναι λογικό από πλευράς της η Τουρκία να διεκδικεί ρόλο και είναι λογικό να μην μπορούμε κατευθείαν να την αποκλείσουμε. Και μην ξεχνάμε αυτό που πάντα λέμε: Πάλι καλά λέμε, και όσον αφορά τα δικά μας τα ζητήματα, που έχει συμβάλει στην αποτροπή μεγαλύτερων κρίσεων και ενδεχομένως πολέμου, ότι ανήκουμε στην ίδια συμμαχία του ΝΑΤΟ. Αυτό λένε διαχρονικά οι πολιτικές ηγεσίες και οι αναλυτές: Πώς θα ήταν ο κόσμος και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις εάν δεν ήταν κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ η ίδια η Τουρκία.
Στο πλαίσιο της σημερινής ελληνοτουρκικής προσέγγισης -στον βαθμό που υφίσταται προσέγγιση με τη θετική ατζέντα, ενώ στην πολιτική ατζέντα δεν υπάρχει πρόοδος- υπάρχει το τρίτο σκέλος που είναι τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης. Και εκεί έχει παίξει και συνεχίζει να παίζει σημαντικό ρόλο η Συμμαχία. Εκτιμώ ότι η εκάστοτε κυβέρνηση, η σημερινή και η οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση, μπορεί να δεχόταν δημόσια κριτική αλλά είναι αναγκασμένη να προχωρήσει αργά και σταθερά, να δει και πώς διαμορφώνεται η άποψη για την Τουρκία στην κοινή ευρωπαϊκή άμυνα και να κάνει τις κατάλληλες παρεμβάσεις εκεί όπου μπορεί να τις κάνει. Οι προθέσεις της ελληνικής διπλωματίας, που πάντα λέω πως είναι διακομματικές, ήταν να έχουμε αποτύπωμα στις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή και να μην κυριαρχεί μόνο η Τουρκία. Η στροφή προς την Αμερική με την αμυντική συμφωνία ξεκίνησε επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, έχει προστεθεί και η αμυντική συμφωνία με τη Γαλλία και με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Ας σκεφτούμε ακόμη ότι εντός των «μεγάλων» της Ευρώπης, είναι η ίδια η Γαλλία που προσπαθεί να βρει ερείσματα με την Τουρκία, δεδομένου ότι οι διμερείς σχέσεις έχουν επιδεινωθεί σοβαρά επί Μακρόν. Αλλά δεν είναι μόνο το γεγονός ότι δεν τα βρίσκουν πολιτικά στην παρούσα φάση. Προβληματίζει τους Γάλλους ότι ως μεγάλη ευρωπαϊκή χώρα που κινεί τα νήματα, που αναγκάζεται να κινεί τα νήματα με άλλους εταίρους και συμμάχους, δεν έχει το ρόλο που θα ήθελε και όσον αφορά μεγαλύτερη πρόσβαση γαλλικών επιχειρήσεων στην τουρκική αγορά ή να παράγουν στην Τουρκία γιατί είναι πιο φθηνά και έχει ένα σταθερό πλαίσιο, ενώ υπάρχει και αυτός ο ανταγωνισμός που αφορά συστήματα αμυντικής βιομηχανίας. Υπάρχει λογική για τη Γαλλία να προσπαθήσει να ξαναφτιάξει τις σχέσεις της με την Τουρκία, όχι στο βαθμό που είναι πρόθυμες, βέβαια η Βρετανία και η Γερμανία, αλλά και αυτό είναι ένα σημείο που πρέπει να προσέξουμε και έχει να κάνει όπως προανέφερα και με το τρίγωνο Γαλλίας-Γερμανίας-Βρετανίας και την άσκηση επιρροής.
Πρέπει όμως να δούμε και τις παράλληλες εξελίξεις των τελευταίων ημερών στη Μέση Ανατολή που δεν ακούγονται τόσο πολύ, αλλά που σχετίζονται και με την Τουρκία, και θα πρέπει να τις λάβουμε υπόψη. Το γεγονός ότι οι συνομιλίες για το Ουκρανικό γίνονται στη Σαουδική Αραβία, παρά την εμμονή της Τουρκίας να είναι εκείνη που θα φιλοξενεί τις σημαντικές διαπραγματεύσεις, υποδεικνύει ότι υπάρχει και μία υπόγεια διαμάχη όσο αναδεικνύεται η Σαουδική Αραβία.
Σε όσα επίσης ακούμε για μία συμφωνία μεταξύ Ισραήλ και Λιβάνου, αν διαβάσει κανείς προσεκτικά βλέπει ότι αυτό έχει γίνει με αμερικανική και γαλλική διαμεσολάβηση. Κανένας λόγος για την Τουρκία. Το γεγονός επίσης ότι προέκυψαν αυτές οι δύο γρήγορες συμφωνίες μεταξύ των Κούρδων και Δρούζων και της κυβέρνησης της Συρίας, και εκεί απ’ ότι φαίνεται πιο ουσιαστικό ρόλο έχουν διαδραματίσει οι Αμερικανοί παρά οι Τούρκοι, γιατί στη συμφωνία που υπέγραψαν οι Κούρδοι με τον Αλ-Σάρα λένε για ενσωμάτωση κάποια στιγμή στο στρατό της χώρας, αλλά δεν μιλά κανείς για αφοπλισμό των Κούρδων, κάτι που το επιθυμούσε η ίδια η Τουρκία. Τα επισημαίνω αυτά γιατί και η ίδια η Τουρκία θα προβάλλει, θα προσπαθήσει να προβάλλει, έναν ρόλο για τον εαυτό της και έχει όντως ενδυναμωθεί -την «θέλουν» οι Ευρωπαίοι και την υπολογίζουν στην ευρύτερη Μέση Ανατολή- αλλά υπάρχουν και άλλοι παίκτες και παράγοντες. Η Σαουδική Αραβία στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Γαλλία που είχε παραδοσιακά ρόλο τουλάχιστον Λίβανο στη Μέση Ανατολή, το Ισραήλ που έχει τις δικές του θέσεις, μπορεί να επηρεάζει τις εξελίξεις και είναι ενισχυμένο από την άποψη ότι διαχρονικά και με οποιαδήποτε διοίκηση στην Ουάσινγκτον τη στήριξη της Αμερικής θα την έχει.
Ακούμε καθημερινά για νέες δηλώσεις από την τουρκική ηγεσία, αλλά και αυτή έχει να συνυπολογίσει την επιρροή των άλλων, γεγονός που την επηρεάζει στο σχεδιασμό της. Και αυτό θα ήθελα να θεωρήσω ότι ενδεχομένως μπορεί να την κάνει και πιο πρόθυμη για συμβιβαστικές λύσεις που να εξυπηρετούν και τους ιδίους και γειτονικές χώρες, όπως η Ελλάδα.
Στο ευρύ αυτό πλαίσιο, τι αναμένουμε από την σημερινή τριμερή συνάντηση Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ; Ποια διάσταση αποκτά η σχέση της Αθήνας με το Ισραήλ, εν μέσω ενός τόσο μεταβαλλόμενου περιβάλλοντος, και επίσης πώς «βλέπετε» το μέλλον του Οικονομικού Διαδρόμου Ινδίας-Μέσης Ανατολής-Ευρώπης (IMEC);
Αποκτά μεγάλη βαρύτητα η σχέση με το Ισραήλ. Πρώτα από όλα θα πρέπει να δούμε αν θα γίνει κάποια δήλωση από πλευράς Ισραηλινών όσον αφορά την ηλεκτρική διασύνδεση μεταξύ Ισραήλ, Κύπρου, Ελλάδας που ενδεχομένως λογικά θα τροφοδοτεί και την υπόλοιπη Ευρώπη. Το ίδιο το Ισραήλ ναι μεν στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην Αμερική, όμως επιθυμεί να έχει στενές σχέσεις με τις ευρωπαϊκές χώρες και να μειώσει το αποτύπωμα της Τουρκίας και άλλων χωρών στην περιοχή.
Ο διάδρομος IMEC είναι άλλη υπόθεση. Από τότε που ανακοινώθηκαν οι Συμφωνίες του Αβραάμ και παρόλο που όλα έχουν «παγώσει» λόγω του πολέμου στη Μέση Ανατολή, βλέπουμε ότι οι τόνοι από τις χώρες του Κόλπου, που θα διαδραματίσουν κάποιον ρόλο όπως τα Εμιράτα και η Σαουδική Αραβία, δεν είναι ανάλογοι με εκείνους των καταγγελιών από άλλες αραβικές ή μουσουλμανικές χώρες. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει το ενδεχόμενο να μπορούμε υπό ορισμένες συνθήκες να επανέλθουμε.
Αυτό όμως που προσωπικά με ανησυχεί όσον αφορά τον IMEC δεν είναι ότι δεν θα προχωρήσουν τα σχέδια -γιατί αυτό έχει να κάνει με τη μεγάλη εικόνα, τον εμπορικό ανταγωνισμό μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας. Είναι η Ιταλία, γιατί υπάρχει μία κίνηση εκ μέρους της. Οι Ιταλοί προωθούν το λιμάνι της Τεργέστης να είναι το σημείο κατάληξης του Διαδρόμου. Υπάρχει μία τάση, και από πάρα πολλούς συντηρητικούς Ρεπουμπλικανούς, που παίζουν παράλληλα και αυτοί ένα «παιχνίδι», για την Τεργέστη ως εναλλακτική λύση.
Όταν είχε υπογραφεί τον Σεπτέμβριο του 2023 το μνημόνιο κατανόησης για τον IMEC δεν υπήρχε αναφορά στην Ελλάδα. Στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ όμως πέρυσι τον Σεπτέμβριο, έγινε μία διμερής συνάντηση μεταξύ του Τζο Μπάιντεν και του προέδρου των Εμιράτων και στη συνέχεια ο Λευκός Οίκος είχε εκδόσει μία ανακοίνωση στην οποία υπήρχε ρητή αναφορά και στην Ελλαάδα για τον IMEC. Τώρα βλέπουμε πως δραστηριοποιείται η Ιταλία και πως είναι πιο κοντά στην Ουάσινγκτον η σημερινή ιταλική κυβέρνηση. Θα το δούμε πώς αυτό θα εξελιχθεί. Η Ελλάδα θα πρέπει να επιμένει, η Ελλάδα έχει και τη στήριξη της Ινδίας -οι σχέσεις έχουν αναπτυχθεί. Τα προβλήματα της Ελλάδας και η πίεση που θα δεχτεί έχουν να κάνουν με το λιμάνι του Πειραιά και την κινεζική επένδυση εκεί. Αναμένουμε. Είδαμε, από την άλλη, και την ανάρτηση Τραμπ στο Truth Social που αναπαρήγαγε ένα άρθρο με αναφορά στην Ελλάδα. Δεν είναι ακόμη ξεκάθαρο.
Θεωρώ ότι στην παρούσα φάση, τουλάχιστον σε επίπεδο τριμερούς, κινούμαστε υπέρ της Ελλάδας και με το ίδιο το Ισραήλ να θέλει να προχωρήσει το σχέδιο. Επειδή βρισκόμαστε σε μία γενικότερη φάση αβεβαιότητας μπορεί να εκδοθεί ένα κοινό ανακοινωθέν από την τριμερή συνάντηση Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ και μπορεί σε ένα μήνα κατά την συνάντηση των ηγετών στην Ιερουσαλήμ τα δεδομένα να έχουν αλλάξει και να προκύψει κάτι διαφορετικό. Γιατί όλα τρέχουν πάρα πολύ γρήγορα.
Εν κατακλείδι, η σχέση με το Ισραήλ είναι αυτή που πρέπει να διατηρηθεί και να ενισχυθεί
Μία από τις συνέπειες της νέας πολιτικής της Ουάσινγκτον είναι πως βάλλονται η πολυμέρεια και οι θεσμοί. Όταν έχουμε μία αμερικανική κυβέρνηση που λέει «εγώ φεύγω από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας», «εγώ φεύγω για δεύτερη φορά από τη συμφωνία για το Κλίμα» ή «εγώ αμφισβητώ τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου», αυτό δημιουργεί μία τεράστια κρίση, που σημαίνει ότι βέβαια πρέπει να επιμένουμε στις αρχές του ΟΗΕ και στους οργανισμούς όπου όντως οι χώρες λειτουργούν σε συλλογικό επίπεδο, αλλά αυτό από την άλλη ενισχύει την ανάγκη να κάνει κάθε χώρα μεμονωμένες κινήσεις για την ασφάλεια της. Δηλαδή η τριμερής γίνεται ακόμη πιο σημαντική. Γιατί αν το άλλο αποτύχει, χρειάζεσαι να έχεις εναλλακτικές λύσεις. Και όχι μόνο η τριμερής με το Ισραήλ, αλλά και η τριμερής με την Αίγυπτο και οποιεσδήποτε άλλες συμμαχίες ή συμφωνίες, για αυτό επιμένουμε εμείς και λέμε πόσο σημαντική είναι και η συνεργασία με τη Γαλλία και με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και ούτω καθεξής.
* Ο Δημήτρης Τριανταφύλλου είναι καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Από το 2010 έως το 2023 διετέλεσε καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και διευθυντής του Κέντρου Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Kadir Has της Κωνσταντινούπολης. Είναι επίσης Διευθυντής Προγραμμάτων του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ).