Η εύθραυστη σχέση Τραμπ - Ερντογάν, οι ευκαιρίες για την Αθήνα και το «σκάκι» στην Ανατ. Μεσόγειο
Shutterstock/AP
Shutterstock/AP
Μ. Ευθυμιόπουλος

Η εύθραυστη σχέση Τραμπ - Ερντογάν, οι ευκαιρίες για την Αθήνα και το «σκάκι» στην Ανατ. Μεσόγειο

Την ευκαιρία που έχουν Ελλάδα και Κύπρος να αναπτύξουν μια ισότιμη γεωστρατηγική σχέση με τις ΗΠΑ, με φόντο τους τακτικισμούς του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Ανατ. Μεσόγειο υπογραμμίζει ο Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνούς Στρατηγικής και Ασφάλειας, Μάριος Ευθυμιόπουλος, σε συνέντευξή του στο Liberal.

Ο κ. Ευθυμιόπουλος χαρακτηρίζει «όνειρα θερινής νυκτός» τις δηλώσεις του Τούρκου προέδρου από τα Κατεχόμενα, ενώ αναλύει τα νέα γεωπολιτικά δεδομένα που αναδύονται μέσα από τη συμφωνία ΗΠΑ - Ουκρανίας για τα ορυκτά.

Παράλληλα, διαφωνεί κάθετα με τη θεώρηση που διατυπώνεται σχετικά με το ότι ο Ερντογάν γίνεται πιο ισχυρός και επικίνδυνος με τις «πλάτες» του Τραμπ, επισημαίνοντας πως οι ΗΠΑ έχουν απολύτως ξεκάθαρες στρατηγικές σχέσεις απέναντι σε συγκεκριμένα ζητήματα, όπως για παράδειγμα το Μεσανατολικό.

Συνέντευξη στον Χρήστο Θ. Παναγόπουλο

Κύριε Ευθυμιόπουλε είχαμε το Σάββατο την επίσκεψη του Ταγίπ Ερντογάν στα Κατεχόμενα της Κύπρου και τα εγκαίνια του νέου «προεδρικού μεγάρου» του ψευδοκράτους που το χαρακτήρισε «σύμβολο αποφασιστικότητας». Ο ίδιος τόνισε «ότι θα σταθεί απέναντι σε οποιονδήποτε σπέρνει το μίσος αντί της ειρήνης και σε όποιον προωθεί την άδικη απομόνωση των Τουρκοκυπρίων». Θα ήθελα το σχόλιό σας…

Είναι όνειρα θερινής και μεσογειακής νυκτός και όνειρα της «Γαλάζιας Πατρίδας». Είναι προφανές ότι ο Ερντογάν προσπαθεί να προστατέψει τα τουρκικά συμφέροντα και να δικαιολογήσει την παράνομη κατοχή μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας εδώ και 51 χρόνια.

Το «προεδρικό μέγαρο» είναι ένα μεγάλο κτίσμα, διά του οποίου θέλει να δείξει ουσιαστικά ότι ως δώρο προς τα Κατεχόμενα, αυτό αναβαθμίζει τις υποδομές δημόσιας διοίκησης και άρα ότι υπάρχει αυξημένη ετοιμότητα της ψευδοκυβέρνησης, ώστε να αναγνωριστεί ως κράτος που είναι πλήρως αναπτυγμένο. Αν παρατηρήσετε, η Τουρκία επιχειρεί το τελευταίο διάστημα να θέσει στο ίδιο πλαίσιο τις δομές ηλεκτροδότησης και υδροδότησης, τα ΜΜΕ, την πολιτική για το Διάστημα, ενώ βοήθησε και στην κατασκευή τμήματος του τερματικού σταθμού στον αερολιμένα της κατεχόμενης Λευκωσίας.

Όλα τα παραπάνω έρχονται σε συνδυασμό και με διάφορα υποτιθέμενα ανοίγματα που έχει κάνει ο Ερντογάν και έχουν προβληθεί και από ελληνικά ΜΜΕ, ότι επιχειρεί να λύσει το Κυπριακό στη βάση των δύο κρατών.

Καταλαβαίνετε ότι όλο αυτό είναι ένα παραμύθι, το οποίο δεν ανταποκρίνεται στις συμφωνίες του ΟΗΕ, όπως αυτές ισχύουν μέχρι σήμερα και γι’ αυτό τον λόγο είναι πάρα πολύ εύκολο να του πει κάποιος ότι «όλα αυτά που λες, δεν περιλαμβάνονται στις συμφωνίες» και άρα να ανατρέψει τα λεγόμενά του.

Ταυτόχρονα, πρέπει κι εμείς κάποια στιγμή, να σταματήσουμε – κι αυτό είναι ένα σημείο - «κλειδί – να αναφερόμαστε, όχι στο ψευδοκράτος, αλλά σε μία κοινότητα, η οποία ελέγχεται από ολιγαρχικές τάσεις, όπου υπάρχουν Τούρκοι έποικοι και όχι από τους Τουρκοκύπριους, οι οποίοι θα πρέπει να ενωθούν με την υπόλοιπη Κυπριακή Δημοκρατία.   

Η επίσκεψη του Ταγίπ Ερντογάν στα Κατεχόμενα συμπίπτει σχεδόν χρονικά με τις πρώτες 100 ημέρες του Ντόναλντ Τραμπ στο «τιμόνι» των ΗΠΑ. Πώς επηρεάζουν τα γεγονότα αυτά την Ελλάδα και την Κύπρο και σας το ρωτώ αυτό διότι εκφράζεται πολλές φορές η άποψη ότι ο Τούρκος πρόεδρος καθίσταται δυνατός αλλά και επικίνδυνος με τις πλάτες του προέδρου των ΗΠΑ; Σας θυμίζω δε το παράδειγμα της τουρκικής διείσδυσης στη Συρία του Τζολάνι…

Θα πρέπει να πούμε, κύριε Παναγόπουλε, πως το ζήτημα εδώ είναι πολιτικό αλλά και επιστημονικό.

Θα ξεκινήσω με το επιστημονικό κομμάτι, με το οποίο θα δικαιολογήσω, ουσιαστικά, την πολιτική πραγματικότητα που υπάρχει αυτή τη στιγμή. Η Τουρκία από το 2012, από τη στιγμή που σοβούσε ο εμφύλιος πόλεμος εντός της Συρίας, «αγκάλιασε» οποιεσδήποτε δυνάμεις αντιστέκονταν στον Άσαντ. Ταυτόχρονα, είχε εμπλακεί σημαντικά με το Αφγανιστάν, αλλά και με άλλες χώρες όπως το Ιράκ και ο Λίβανος.

Ταυτόχρονα, η Άγκυρα υποστηρίζει τρομοκρατικές ομάδες όπως είναι η Χαμάς και η Χεζμπολάχ και φτιάχνει σχέσεις με το Ιράν και τη Ρωσία, αναλόγως των τοπικών συμφερόντων της, έτσι όπως αυτά εξελίσσονται από το 2012 και μετέπειτα.

Φτάσαμε, λοιπόν, στα σημερινά δεδομένα και ποια είναι αυτά; Η Τουρκία έχει εμπλακεί σε όλες σχεδόν τις πολεμικές πράξεις. Επιπλέον, έχει ψηφίσει από το 2016 και μετά νόμο με τον οποίο οι μυστικές υπηρεσίες της να μπορούν να εμπλέκονται σε διάφορες περιοχές, με αναβαθμισμένο ρόλο και εν συνεχεία, όπου είναι εφικτό, να εμπλέκονται και οι στρατιωτικές υπηρεσίες. Με άλλα λόγια, αυτό έδωσε έναυσμα σε αυτό που οι Τούρκοι αποκαλούν «Γαλάζια Πατρίδα», ήτοι να αναβαθμίζουν τον ρόλο τους γενικότερα. Και όλο αυτό με την παράλληλη δραστηριότητα της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας που οδηγεί τη γειτονική χώρα να διαδραματίζει πλέον στις μέρες έναν ρόλο περισσότερο περιφερειακό.

Στο σημείο αυτό, λοιπόν, έρχεται ο Τραμπ, ο οποίος, πριν καν ξεκινήσει τις δύο θητείες του στον Λευκό Οίκο, είχε ήδη επιχειρηματικά συμφέροντα στην Τουρκία. Από τη μια πλευρά ο Τραμπ προσπαθεί να διασφαλίσει τα επιχειρηματικά του συμφέροντα. Από την άλλη, είναι πλέον πρόεδρος των ΗΠΑ και βλέπει ότι η Τουρκία διακαώς θέλει να εμπλακεί στη Συρία. Ταυτόχρονα, οι ΗΠΑ, ήδη από την περίοδο Μπάιντεν το 2020, αρχίζει και αποτραβιέται με ένα στρατηγικό πλάνο, το οποίο κατά τη διάρκεια και της πρώτης αλλά και της δεύτερης θητείας του Τραμπ, τις οδηγεί σε στοχευμένες επιχειρήσεις, είτε διά θαλάσσης είτε μέσω διαφόρων στρατηγικών σημείων, όπου υπάρχει αμερικανική παρουσία (Περσικός Κόλπος, Μέση Ανατολή κλπ.). Ως παράδειγμα, αποτέλεσμα αυτού είναι η επαναστρατηγική προσέγγιση των ΗΠΑ με το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, όπου οι Αμερικανοί έχουν κάποιο λόγο να βρίσκονται εκεί, για να μπορέσουν να επιβάλουν το στρατηγικό τους πλάνο.

Συνεπώς, αυτό το κομμάτι δεν ανήκει απαραίτητα στον Τραμπ, αλλά είναι η πολιτική πραγματικότητα, η οποία δεν μπορεί να αλλάξει έτσι απλά. Και βεβαίως εκμεταλλεύτηκαν οι Τούρκοι το γεγονός της αποχώρησης των αμερικανικών δυνάμεων από τη Συρία. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν ακόμη και τώρα ειδικές επιχειρήσεις από πλευράς ΗΠΑ στη χώρα αυτή. Κι αυτό γιατί ο Τζολάνι είναι μεν υποστηριζόμενος από την Τουρκία, αλλά δεν απαραιτήτως αποδεκτός από τις ΗΠΑ. Η ΕΕ είναι εκείνη που προσπαθεί να τον αποδεχθεί, προκειμένου να έχει και συμφέροντα στην ανοικοδόμηση της περιοχής, αλλά κυρίως να περιστείλει την παράνομη μετανάστευση. Αυτό δεν φαίνεται να απασχολεί ως επί το πλείστον τον Τραμπ. Αντίθετα, αυτό που τον ενδιαφέρει περισσότερο είναι η γενικότερη ασφάλεια της Μέσης Ανατολής.

Δηλαδή, όταν θα έρθει η ώρα και η Τουρκία ξεκινήσει επιχειρήσεις – που ήδη το κάνει – είτε εναντίον των Κούρδων της Συρίας είτε εναντίον των Δρούζων, τότε οι ΗΠΑ θα είναι ξεκάθαρες ως προς αυτό και θα πάρουν το μέρος εκείνων που υπερασπίζονται τέτοιες κοινότητες, όπως είναι το Ισραήλ. Αυτό είναι απολύτως ξεκάθαρο, γιατί είναι η στρατηγική συμμαχία τέτοια ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ισραήλ.

Άρα ποια ευκαιρία θα μπορούσε να αναδυθεί εν προκειμένω για την Ελλάδα και την Κύπρο;

Προσέξτε κάτι που είναι πολύ σημαντικό: Κάθε φορά που ο Τραμπ λέει τη φράση «ο φίλος μου» και την επαναλαμβάνει με έντονο συναίσθημα, τότε συνήθως συμβαίνει το αντίθετο. Δεν μπορούμε να λέμε ότι ο Τραμπ είναι ανορθόδοξος πολιτικός ηγέτης στον τρόπο, με τον οποίο λύνει κάποια ζητήματα και ταυτόχρονα να θεωρούμε ότι έχει ξεκάθαρη σχέση με την Τουρκία.

Προσωπικά, ξεκάθαρες σχέσεις του Τραμπ θα μπορούσαν να υπάρχουν με την Ελλάδα. Ακόμη πιο ξεκάθαρες – δεδομένου του στρατηγικού διαλόγου της Κυπριακής Δημοκρατίας – είναι οι σχέσεις του Τραμπ με την Κύπρο. Προσοχή όμως: Αν και εφόσον το εκμεταλλευτεί η Κύπρος, όπως πρέπει. Στην προκειμένη περίπτωση το «όπως πρέπει» δεν συνεπάγεται «γη και ύδωρ», αλλά ότι φτιάχνω ουσιαστικά μία ισότιμη γεωστρατηγική σχέση, η οποία πρέπει να συμπεριλαμβάνει Ισραήλ, Κύπρο, Ελλάδα και Ηνωμένες Πολιτείες.

Για να το θέσω ίσως πιο γλαφυρά, η σχέση Τραμπ – Ερντογάν, δεν είναι ούτε αγάπη, ούτε έρωτας, είναι ένα είδος φλερτ το οποίο βασίζεται σε κάποιες ειδικές περιστάσεις και συνθήκες. Η Τουρκία, προσώρας, καθυστερεί με το θέμα των F-35 και ταυτόχρονα προσπαθεί να εξελίξει τη δική της αμυντική βιομηχανία και θέλει πελάτες. Δεν θα την αφήσουν εύκολα οι ΗΠΑ να αποκτήσει πελάτες, όταν η Άγκυρα σταματήσει να αγοράζει αμερικανικά όπλα. Και σίγουρα οι ΗΠΑ δεν θα την αφήσουν να εξελιχθεί σε πρότυπα ΝΑΤΟ. Αν και εφόσον, υπάρξει εμπλοκή αμερικανικής τεχνογνωσίας στην τουρκική αμυντική βιομηχανία, τότε και μόνον τότε αυτό το φλερτ μπορεί να γίνει μια ενισχυμένη, αλλά και πάλι παροδική, σχέση. Αλλά δεν πρόκειται ποτέ να φτάσει αυτή η σχέση στα πρότυπα τις αντίστοιχης που έχουν οι ΗΠΑ με το Ισραήλ κι αν πιστεύει κάτι τέτοιο η πλευρά Ερντογάν, τότε είναι βαθιά νυχτωμένη.

Να περάσουμε, τώρα, στις εξελίξεις που δρομολογεί η συμφωνία ΗΠΑ – Ουκρανίας για τα ορυκτά. Γιατί είναι τελικά τόσο σημαντικά τα ορυκτά για την Αμερική;

Εδώ υπάρχουν δυο πάρα πολλοί σοβαροί παράγοντες τους οποίους, προφανώς, πριν εξηγήσουμε σ’ αυτή την συγκεκριμένη ερώτηση πρέπει να γνωρίζουμε: Κατ’ αρχάς αντίστοιχη συμφωνία εμπορικού ισοζυγίου για εκμετάλλευση φυσικών πόρων , όπως το πετρέλαιο, το αέριο και φυσικές γαίες έχουν γίνει το 1950 με Σαουδική Αραβία. Αυτό το μοντέλο, το πρότυπο που οδήγησε αργότερα στη δημιουργία της American Saudi Aramco, δηλαδή τη συνεργασία Σαουδικής Αραβίας και ΗΠΑ είχε ως συμφωνία την εκμετάλλευση στο 50-50% και την εκμετάλλευση από όλες τις πλευρές με επιχειρηματικό, επενδυτικό και ταυτόχρονα χρηστικό τρόπο ούτως ώστε και να βγαίνουν τα χρήματα και να αναπτύσσονται τα χρήματα. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται - και αυτό είναι το αντίστοιχο που έχει γίνει και στην Ουκρανία - ότι τα αποτελέσματα αυτής της κερδοφορίας δεν θα φορολογούνται ούτε από την Ουκρανία ούτε από τις ΗΠΑ. 

Στην προκειμένη περίπτωση, λοιπόν, όπως και στη Σαουδική Αραβία γινόταν και ακριβώς το ίδιο και ακόμα γίνεται: Δεν φορολογούνται κάποια κέρδη. Άρα μιλάμε για μια συμφωνία η οποία έχει τρία βασικά χαρακτηριστικά:

Πρώτον, φέρνει σε ισοζύγιο τις σχέσεις ΗΠΑ - Ουκρανίας και στο βάθος η Ευρωπαϊκή Ένωση που μάλλον είναι ο μεγάλος χαμένος. 

Δεύτερον, φέρνει την Ουκρανία σε ένα επίπεδο που μπορεί να σταθεί στα πόδια της όσον αφορά την ανακατανομή του πλούτου της και την ανασύνταξη και την ανακατασκευή. Γιατί να πω εδώ ότι οποιαδήποτε αποτελέσματα, γράφει η συμφωνία, τα χρήματα θα μένουν και στην Ουκρανία. Άρα, λοιπόν, θα πηγαίνει για την ανακατασκευή, η οποία ανακατασκευή της χώρα θα έχει ως επί το πλείστον αμερικανικά funds και εταιρείες οι οποίες είναι είτε παροχής υπηρεσιών είτε καινοτομούν και παράγουν στην Ουκρανία. 

Τρίτο και πιο σημαντικό είναι ότι η Ουκρανία θα μπει στην ανακατασκευή και θα φτάσει, εάν τα μαθηματικά είναι σωστά, όπως τα λένε, θα φτάσει να είναι μια πολύ σοβαρή δύναμη σε σχέση με τις εισαγωγές και τις εξαγωγές από και προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. 

Είναι, επίσης, προφανές ότι μια τέτοιου είδους συμφωνία αγκαλιάζει επιχειρηματικά και όχι στρατιωτικά την Ουκρανία. Δηλαδή απομακρύνεται η περίπτωση της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και ενισχύεται η περίπτωση εμπορικού ισοζυγίου και μιας μεγάλης περιφερειακής δύναμης, η οποία είναι σίγουρο ότι θα αναζητήσει αντίστοιχο ρόλο και με την Ευρωπαϊκή Ένωση. 

Αυτά τα δεδομένα που υπάρχουν ως τώρα, αλλά με ένα μεγάλο «αγκάθι». Δεν γνωρίζουμε ο πόλεμος σε ποια γεωγραφικά μήκη και πλάτη της Ουκρανίας θα σταματήσει - και εάν σταματήσει. Δεδομένων όλων αυτών των πραγμάτων, καταλήγουμε στο ότι οι ΗΠΑ θα χρειαστεί να αμυνθούν και να υπεραμυνθούν των συμφερόντων τους. Άρα περνάει και ένα μήνυμα ότι από ένα σημείο και πέρα την ώρα που χτυπάς την Ουκρανία είναι σαν να χτυπάς τα συμφέροντα της Αμερικής. Άρα , λοιπόν, βάζει και από το παράθυρο την Αμερική στα επίπεδα συμφερόντων και δίνει μια πίεση στη Ρωσία να κάτσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων που νομίζω ότι και η Ρωσία το γνωρίζει αυτό, άρα θέλει το τραπέζι των διαπραγματεύσεων γιατί εφόσον μπήκε η Αμερική τόσο βαθιά πιθανώς η Ρωσία να πάρει κάποια πράγματα , τα οποία τα ζητάει εδώ και πάρα πολύ καιρό. 

Μεγάλο ερώτημα είναι τι θα κάνει η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία τα βλέπει τα πράγματα πάρα πολύ καθαρά στρατιωτικά, εμπορικά, στον τομέα έρευνας και τεχνολογίας, προφανώς για τη δική της την ασφάλεια πρώτα και μετά για τους υπολοίπους. Δεν το βλέπει χρηματοοικονομικά, για την ανάπτυξη και την ασφάλεια δια μέσου των επενδύσεων σε κοινωνικοπολιτικούς φορείς αλλά το βλέπει αμιγώς στο στρατιωτικό κομμάτι. 

Φαίνεται, λοιπόν, ότι όταν θα φτάσει η Ευρώπη το 2030 να έχει μια αμυντική επάρκεια που οφείλει να έχει ούτως ή άλλως. Πιθανώς αυτή η επάρκεια να μην είναι τόσο σημαντική πλέον γιατί το οικονομικό σκέλος της ανοικοδόμησης της περιοχής θα παίξει ρόλο, όπως θα παίξει ρόλο , βέβαια, αργότερα και η Μολδαβία και η περιοχή, γενικότερα της Μαύρης Θάλασσας.

Πού βασίζετε την άποψή σας ότι η ΕΕ, στο πλαίσιο αυτής της συμφωνίας είναι ο μεγάλος χαμένος;

Στο ότι δεν κάνει εμπορικές συμφωνίες, οι οποίες να προσφέρουν στην Ευρώπη, παρά μόνο η Ευρώπη έχει τάξει στην Ουκρανία πάρα πολλά δισεκατομμύρια για την ανοικοδόμηση. Νομίζω είναι 450 δισ. ευρώ. Άρα για την ανοικοδόμηση δεν πρέπει να πληρωθεί το ποσόν συν τις επενδύσεις; Ποιο είναι το εμπορικό ισοζύγιο και η επάρκεια για το 50-50, αυτό που κάνει η Αμερική;  Άρα , λοιπόν, η ΕΕ επιδιώκει να παίξει το ρόλο του μεγάλου, δηλαδή ότι μας χρειάζεται η Ουκρανία, άρα γι’ αυτό και μπαίνουμε, χρησιμοποιώντας επενδύσεις προς την Ουκρανία.

Θεωρούμε, δηλαδή, ότι η Ουκρανία, επειδή, ούτως ή άλλως, αυτό το investment fund που θα γίνει μεταξύ ΗΠΑ και Ουκρανίας δεν επηρεάζει την Ευρωπαϊκή Ένωση - και το έγραψαν αυτό. Ωστόσο, η ΕΕ τι έχει να κερδίσει από την Ουκρανία; Τη γη; Και όταν αυτή η γη είναι χρησιμοποιούμενη από άλλους, πόσο χρήσιμη θα είναι για τα ευρωπαϊκά συμφέροντα; Πόσο χρήσιμη θα είναι η Ουκρανία στην ευρωπαϊκή εξέλιξη των πραγμάτων, όχι για την ασφάλεια αλλά για την παροχή υπηρεσιών και για τις πρώτες ύλες; Αυτή τη στιγμή η Ευρωπαϊκή Ένωση επικεντρώνεται στην αμυντική θωράκισή της και καλά κάνει. Η αμυντική θωράκιση που βλέπει και την Ουκρανία, σαφώς. Άρα θα δώσει αμυντική θωράκιση. Τι θα πάρει πίσω; Αυτό είναι ένα ερώτημα που θα πρέπει να μας απασχολήσει.

Ποιοι έχουν ρόλο στο Ουκρανικό; Οι ΗΠΑ, η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Μεγάλη Βρετανία, η Ουκρανία, η Ρωσία και στο βάθος η Κίνα. Και βεβαίως υπάρχει και η Τουρκία με συγκεκριμένα συμφέροντα σε δύο επίπεδα.

Υπό το πρίσμα μιας τέτοιας συμφωνίας ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ουκρανία για τα ορυκτά και την ανοικοδόμηση αλλά και για τις επενδύσεις, η Τουρκία τι ρόλο διαδραματίζει και σε τι κλίμακα, κατά την άποψη σας; 

Η Τουρκία θέλει τα logistics. Θέλει να γίνονται όλες οι μεσολαβήσεις και όλες οι παροχές από εκεί. Αν ελέγχουν τα λιμάνια της νότιας Ουκρανίας που είναι στη Μαύρη Θάλασσα, περνάνε όλα από το Βόσπορο. Άρα θα κερδίσει χρήματα η Τουρκία.

Η Τουρκία θα εμπλακεί δια μέσω δευτερευόντων και τριτευόντων μερών ως contractor και subcontractor. Θα εμπλακεί γιατί «θα πουλήσει» ότι γνωρίζει την περιοχή. Και βεβαίως, θέλει βασικές εγκαταστάσεις οι οποίες να έχουν σχέση με τις τηλεπικοινωνίες, τις αερομεταφορές και τα cargos. Θα δείτε αργότερα στη σχεδίαση των νέων πόλεων που θα γίνουν στην Ουκρανία, όπως έχει γίνει το αντίστοιχο και στον Λίβανο και σε οποιοεσδήητε πόλεις ή λιμάνια είτε στη Μέση Ανατολή, είτε οπουδήποτε είναι, βλέπετε ότι η Τουρκία προσπαθεί να προβάλει κάποια πράγματα, το έχει κάνει. Αυτή την πολιτική την έχει αρχίσει έντονα με τις χώρες όπως η Σομαλία, με το Αφγανιστάν, όπου έχουν αεροδρόμια, λιμάνια, προσπαθεί να το κάνει στις χώρες του Σαχέλ, και προσπαθεί να το κάνει και στο Κατάρ, το οποίο  ελέγχει, αλλά αυτοί ελέγχουν τι μπαίνει, τι βγαίνει και την ασφάλεια. Είναι πάρα πολύ σημαντικό να το λέμε και για την ναυτική τους δύναμη στο Κατάρ. Οι Τούρκοι θέλουν να έχουν τα λεγόμενα «choke points». Τα «choke points» αυτά δημιουργούν ένα εμπορικό ισοζύγιο το οποίο κάνει την Τουρκία, αναγκαστικά, να μπαίνει στο παιχνίδι. 


* Ο Δρ. Μάριος Παναγιώτης Ευθυμιόπουλος, Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνούς Στρατηγικής και Ασφάλειας, Πρόεδρος Τμήματος Ιστορίας, Πολιτικής και Διεθνών Σπουδών Πανεπιστήμιο Νεάπολις Πάφος, Κύπρος, Πρόεδρος του Strategy International (SI) Ltd.