Τους λόγους που αντιδρά η Λευκωσία για το «πολύπαθο» έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας - Κύπρου, αναλύει σε συνέντευξή του στο Liberal o διεθνολόγος, Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος.
Όπως επισημαίνει, η κυρίαρχη εξήγηση που η Κύπρος φρενάρει το project είναι ο φόβος της χώρας απέναντι στην προβλέψιμη και επιθετική αντίδραση της Τουρκίας.
Παράλληλα, ιδιαίτερη αναφορά κάνει και στον ρόλο της γαλλικής Nexans, υπεύθυνη για την κατασκευή του καλωδίου, η οποία μετρά αντίστροφα για αποφάσεις ενώ συγκρίνει το μέλλον του καλωδίου με αυτό του αγωγού EastMed, τονίζοντας ότι το καλώδιο έχει τη στήριξη της ΕΕ και συνεπώς, ευρωπαϊκή υποχρέωση να υλοποιηθεί, ακριβώς για να αποτραπεί η λογική του τουρκικού «βέτο».
Συνέντευξη στη Μαργαρίτα Ασημακοπούλου
Κ. Δεσποτόπουλε, έχουμε ένα νέο «βραχυκύκλωμα» στο ζήτημα του καλωδίου Κρήτης-Κύπρου, μετά και την τελευταία στάση που κράτησε η Κύπρος με τον υπ. Οικονομικών Μ.Κεραυνού να δηλώνει ότι το έργο «δεν είναι βιώσιμο». Γιατί «φρενάρει» τελικά η Λευκωσία;
Η πρώτη και κυρίαρχη εξήγηση είναι ο φόβος της Κύπρου απέναντι στην προβλέψιμη και επιθετική αντίδραση της Τουρκίας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Λευκωσία έχει βιώσει κατ’ επανάληψιν παραβιάσεις της ΑΟΖ της, ακόμη και σε περιόδους που γαλλικά συμφέροντα —όπως της Total— είχαν εμπλακεί ενεργά στις θαλάσσιες έρευνες. Τότε η Ευρωπαϊκή Ένωση, παρά τις καταδικαστικές δηλώσεις, δεν μπόρεσε να μετατρέψει τη ρητορική σε αποτρεπτική ισχύ· ούτε η Γαλλία, μολονότι απευθείας ενδιαφερόμενη, προχώρησε πέρα από συμβολικές κινήσεις ναυτικής παρουσίας. Αυτή η μνήμη πολιτικής «χλιαρότητας» λειτουργεί σήμερα αποτρεπτικά για την κυπριακή κυβέρνηση, που ξέρει ότι αν βρεθεί σε νέα κρίση, δεν θα έχει άμεση και χειροπιαστή ευρωπαϊκή προστασία.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, οι επιφυλάξεις του Υπουργού Οικονομικών περί «μη βιωσιμότητας» του έργου αποτελούν τον τυπικό και θεσμικά «ασφαλή» λόγο για την παύση της χρηματοδοτικής δέσμευσης. Επικαλείται ανεξάρτητες μελέτες και τις βαρύτατες δημοσιονομικές υποχρεώσεις, αλλά πίσω από αυτή την επιχειρηματολογία υπάρχει ο βαθύτερος γεωπολιτικός προβληματισμός: ότι ένα έργο ευρωπαϊκής εμβέλειας, στο οποίο συμμετέχει μάλιστα και γαλλική εταιρεία όπως η Nexans, μπορεί να μετατραπεί σε πεδίο ελληνοτουρκικής σύγκρουσης με την Κύπρο εκτεθειμένη στην πρώτη γραμμή.
Από οικονομικής απόψεως, η κυπριακή κυβέρνηση βρίσκεται σε σύγκρουση δύο εξίσου βαρύνουσων παραμέτρων: την στρατηγική ανάγκη άρσης της ενεργειακής απομόνωσης και τον άμεσο δημοσιονομικό/τιμολογιακό κίνδυνο για τους Κύπριους καταναλωτές. Ο υπ. Οικονομικών κ. Κεραυνός επικαλέστηκε δύο ανεξάρτητες αξιολογήσεις που κρίνουν το έργο «μη βιώσιμο» υπό τις τρέχουσες προϋποθέσεις, γεγονός που τροφοδότησε δημόσια αμφιθυμία και ενδοκυβερνητικές τριβές με το Υπουργείο Ενέργειας. Προσθέστε ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία άνοιξε επίσημη έρευνα για ενδεχόμενες αξιόποινες πράξεις γύρω από το project. Η Αθήνα, πάντως, καλεί εύλογα τη Λευκωσία να ξεκαθαρίσει θέση, ακριβώς επειδή το έργο έχει χαρακτήρα PCI της ΕΕ και ευρύτερη γεωπολιτική σημασία.
Υπάρχουν ανησυχίες για νέες αντιδράσεις από την Άγκυρα; Έχει άλλωστε προσπαθήσει επανειλημμένα να σταματήσει το έργο, φτάνοντας μάλιστα τον Ιούλιο να στείλει ακόμη και πολεμικά πλοία για να ανακόψουν την πορεία των ερευνητικών σκαφών.
Αναμφίβολα ναι. Η Τουρκία έχει αποδείξει ότι αντιμετωπίζει την Ανατολική Μεσόγειο ως πεδίο προβολής ισχύος και μονομερούς διεκδίκησης. Δεν είναι τυχαίο ότι τον περασμένο Ιούλιο έφτασε να αποστείλει πολεμικά πλοία για να εμποδίσει ερευνητικά σκάφη που δραστηριοποιούνταν στο πλαίσιο του καλωδίου.
Αυτή η συμπεριφορά δεν είναι συγκυριακή· αποτελεί συνέχεια μιας σταθερής τακτικής: η Άγκυρα προσπαθεί να κατοχυρώσει de facto δικαιώματα εκεί όπου δεν έχει νομικά επιχειρήματα. Το είδαμε στις γεωτρήσεις εντός της κυπριακής ΑΟΖ, το είδαμε με τις συνεχείς NAVTEX στο Αιγαίο, το βλέπουμε με το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας».
Η ανησυχία της Λευκωσίας είναι ότι θα βρεθεί ξανά μόνη απέναντι σε αυτή την πολιτική κανονιοφόρων, με περιορισμένη ευρωπαϊκή στήριξη. Η ΕΕ και τα κράτη-μέλη της καταδικάζουν ρητά, αλλά δεν έχουν επιδείξει μέχρι στιγμής την αναγκαία αποτρεπτική ισχύ. Ακόμη και η Γαλλία, που έχει επενδυμένα συμφέροντα με την Total και σήμερα βλέπει την Nexans στο επίκεντρο του έργου, έμεινε τότε σε ημιτελείς κινήσεις συμβολικής παρουσίας. Η Λευκωσία, επομένως, αντιλαμβάνεται ότι το βάρος της προστασίας του έργου θα πέσει ουσιαστικά στους ώμους της Αθήνας και του ίδιου του κυπριακού κράτους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στρατιωτικά, πολιτικά και οικονομικά.
Από νομικής πλευράς, βεβαίως, το Δίκαιο της Θάλασσας είναι απολύτως σαφές: τα κράτη έχουν το δικαίωμα πόντισης καλωδίων στην υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ, υπό τον όρο να τηρούν την υποχρέωση δέουσας μέριμνας. Ωστόσο, το πρόβλημα δεν είναι το νομικό κείμενο αλλά η πρακτική ανατροπή που επιχειρεί η Τουρκία, μετατρέποντας τις «αμφισβητούμενες περιοχές» σε χώρο επιχειρησιακού εκβιασμού. Η Κύπρος το γνωρίζει καλά από τις εμπειρίες της στην ΑΟΖ και φοβάται ότι το ίδιο μοτίβο θα επαναληφθεί τώρα με το καλώδιο.
Γι’ αυτό και η μεγάλη πρόκληση είναι πώς θα συνδυαστεί η νομική ακρίβεια με την πολιτική βούληση και κυρίως με την επιχειρησιακή αποτροπή. Χωρίς παρουσία ευρωπαϊκών δυνάμεων —είτε ναυτικών είτε θεσμικών— η Άγκυρα θα θεωρήσει ότι έχει ελεύθερο πεδίο να παρενοχλεί, να καθυστερεί και εν τέλει να καθιστά κάθε τέτοιο έργο όμηρο των δικών της σχεδιασμών.
Πιστεύετε πως το έργο θα μπει οριστικά στον «πάγο», ακολουθώντας τη τύχη ενός άλλου μεγαλόπνου project, του αγωγού φυσικού αερίου EastMed; Είναι σαν να διαμορφώνεται ένα νέο καθεστώτος στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου έργα, ακόμη και εκείνα που δεν χρειάζονται άδεια από το παράκτιο κράτος στα διεθνή ύδατα εντός της οριοθετημένης ή και της δυνητικής ΑΟΖ της Ελλάδας και της Κύπρου, θα τίθενται ντε φάκτο υπό την έγκριση της Άγκυρας.
Εδώ χρειάζεται να κάνουμε μια διπλή διάκριση. Ο EastMed ήταν κατά πολλούς ένα έργο αγωγού φυσικού αερίου που, ανεξαρτήτως γεωπολιτικών προκλήσεων, ερχόταν σε αντίθεση με το νέο στρατηγικό αφήγημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί πράσινης μετάβασης και απανθρακοποίησης. Ένα σχέδιο εξαιρετικά δαπανηρό, τεχνικά περίπλοκο και, τελικά, δύσκολα συμβατό με τη μεγάλη ευρωπαϊκή επιλογή της απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα. Υπό αυτή την έννοια, ο EastMed «πάγωσε» όχι μόνον λόγω Τουρκίας αλλά και λόγω της συνολικής μεταβολής στο ευρωπαϊκό και διεθνές ενεργειακό μείγμα.
Το καλώδιο, αντιθέτως, ανήκει σε μια εντελώς διαφορετική κατηγορία. Πρόκειται για έργο που συνδέεται με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, με τη σταθερότητα και ασφάλεια της ηλεκτροδότησης, με την ενιαία αγορά ενέργειας της ΕΕ. Ενσωματώνεται στο πλαίσιο των Projects of Common Interest της Ένωσης και χρηματοδοτείται σε μεγάλο βαθμό από ευρωπαϊκούς πόρους. Συνεπώς, αποτελεί τμήμα της στρατηγικής επιλογής της Ευρώπης να μετατρέψει την Ανατολική Μεσόγειο σε ενεργειακή πύλη, όχι μέσω υδρογονανθράκων, αλλά μέσω της ηλεκτρικής διασύνδεσης.
Ωστόσο, εδώ συναντούμε τον δεύτερο παράγοντα: την επιθετική αμφισβήτηση της Τουρκίας. Αν επιτρέψουμε να διαμορφωθεί ένα προηγούμενο, κατά το οποίο ένα έργο τέτοιου χαρακτήρα, ακόμη και όταν εδράζεται σε διεθνή ύδατα ή σε ΑΟΖ κρατών-μελών της Ένωσης, χρειάζεται de facto την «έγκριση» της Άγκυρας για να προχωρήσει, τότε έχουμε αποδεχθεί την εγκαθίδρυση ενός παράλληλου, παρανόμου καθεστώτος στην περιοχή. Αυτό θα συνιστούσε τεράστια θεσμική και πολιτική οπισθοδρόμηση. Θα ήταν μια de facto αναγνώριση του τουρκικού δόγματος της «Γαλάζιας Πατρίδας», που επιδιώκει όχι απλώς να διεκδικήσει θαλάσσιες ζώνες αλλά να επιβάλει μια ευρύτερη επικυριαρχία σε κάθε τεχνικό έργο και επενδυτική πρωτοβουλία στην Ανατολική Μεσόγειο.
Το κρίσιμο ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι μόνο αν το έργο θα προχωρήσει ή θα παγώσει —γιατί αυτό εξαρτάται από πολιτικές αποφάσεις σε Λευκωσία, Αθήνα και Βρυξέλλες— αλλά αν η Ευρώπη θα επιτρέψει η γεωπολιτική πραγματικότητα να καθορίζεται από την Τουρκία μέσω στρατιωτικής ισχύος και απειλών. Αν η απάντηση είναι «ναι», τότε δεν θα μιλάμε πια για ενεργειακά projects, αλλά για μια πλήρη ανατροπή του status quo στην Ανατολική Μεσόγειο.
Κατά τη γνώμη μου, το καλώδιο δεν μπορεί να εξομοιωθεί με τον EastMed. Είναι ευρωπαϊκή υποχρέωση να υλοποιηθεί, ακριβώς για να αποτραπεί η λογική του τουρκικού «βέτο». Χρειάζεται, βεβαίως, καθαρή θέση από τη Λευκωσία, γιατί χωρίς τη δική της συναίνεση το έργο δεν μπορεί να ολοκληρωθεί. Χρειάζεται όμως και ουσιαστική δέσμευση από την Ένωση, όχι με δηλώσεις αλλά με πολιτική βαρύτητα και, ενδεχομένως, με παρουσία στο πεδίο. Μόνον έτσι η Ανατολική Μεσόγειος δεν θα μετατραπεί σε μια θαλάσσια ζώνη «υπό αίρεση» της Τουρκίας, αλλά σε χώρο εφαρμογής του διεθνούς δικαίου και του κοινοτικού κεκτημένου.
Από την πλευρά της, η γαλλική εταιρεία κατασκευής Nexans βλέπει ότι ο χρόνος για να πάρει τις αποφάσεις της κυλά αντίστροφα (είχε θέσει ως deadline τον Σεπτέμβριο). Είναι πιθανό να δούμε σύντομα και από αυτήν stop στην παραγωγή του καλωδίου; Πέραν των δαπανών που έχουν γίνει, σε περίπτωση που το έργο ματαιωθεί, ενδέχεται να προκύψουν και νέες απαιτήσεις από τη Nexans, η οποία έχει εξασφαλίσει τη σύμβαση για την κατασκευή του καλωδίου αξίας 1,4 δισ. ευρώ;
Η Nexans βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Πρόκειται για μια εταιρεία διεθνούς κύρους, με συμβόλαιο ύψους 1,4 δισ. ευρώ, η οποία έχει ήδη προχωρήσει σε κατασκευαστικές εργασίες και έχει αποπληρωθεί για το μέρος που ολοκλήρωσε. Όμως, για κάθε μεγάλη βιομηχανική εταιρεία, η διαχείριση του χρόνου παραγωγής είναι κεφαλαιώδους σημασίας: οι γραμμές παραγωγής δεν μπορούν να μένουν δεσμευμένες επ’ αόριστον, διότι υπάρχουν και άλλα έργα, σε άλλες αγορές, με αυστηρά χρονοδιαγράμματα.
Συνεπώς, αν συνεχιστεί η αβεβαιότητα από την πλευρά της Κύπρου, είναι ρεαλιστικό να δούμε μια «αναστολή» ή ακόμη και πλήρη παύση της παραγωγής για το συγκεκριμένο έργο. Η Nexans έχει ήδη αφήσει να διαφανεί ότι δεν θα επ’ άπειρον κρατά δεσμευμένες τις υποδομές της σε μια υπόθεση που δεν έχει πολιτική βεβαιότητα. Και αν το έργο τελικά ματαιωθεί, δεν αποκλείεται να εγερθούν νέες αξιώσεις, όχι τόσο για τα τμήματα που έχουν ήδη πληρωθεί, αλλά για το κόστος αδράνειας, αποθήκευσης ή και μεταστροφής παραγωγικών γραμμών σε άλλες παραγγελίες.
Εδώ υπάρχει και μια ευρύτερη διάσταση: η Nexans δεν είναι ένας ανώνυμος τεχνικός ανάδοχος. Είναι μια κορυφαία γαλλική εταιρεία και, άρα, η στάση της συνδέεται έμμεσα με τη στάση του γαλλικού κράτους. Αν η Γαλλία δει ότι μια δική της εταιρεία βρίσκεται εκτεθειμένη λόγω της τουρκικής πολιτικής στην Ανατολική Μεσόγειο, τότε το Παρίσι θα πρέπει να αναλάβει πιο ενεργό ρόλο, όχι μόνο για την προστασία οικονομικών συμφερόντων αλλά και για την προστασία του κύρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Με άλλα λόγια, η πιθανότητα ενός «stop» από την πλευρά της Nexans δεν είναι απλώς ένα τεχνικό ή επιχειρησιακό ενδεχόμενο. Είναι ένας μηχανισμός πίεσης που αναδεικνύει την ανάγκη πολιτικής απόφασης: θα επιτρέψουμε η Ανατολική Μεσόγειος να γίνει ζώνη επενδυτικής αβεβαιότητας, όπου η Τουρκία επιβάλλει τον ρυθμό, ή θα επιβεβαιώσουμε ότι τα έργα PCI υλοποιούνται ανεξαρτήτως εξωτερικών παρεμβάσεων;