Κλείνουν σήμερα 51 χρόνια από τότε που η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο. Στις 20 Ιουλίου 1974, 5.20 τα ξημερώματα ξεκίνησε η λεγόμενη «ειρηνευτική επιχείρηση», γνωστή και ως «Αττίλας Ι», με το σύνθημα «Η Αϊσέ πάει διακοπές». Τουρκικά μεταγωγικά αεροσκάφη μετέφεραν αλεξιπτωτιστές στην περιοχή του τουρκικού θύλακα Λευκωσίας - Αγίου Ιλαρίωνα. Τούρκοι αλεξιπτωτιστές πέφτουν μαζικά, ενώ ταυτόχρονα ξεκινά η απόβαση των τουρκικών στρατευμάτων στην παραλία Πέντε Μίλι, 8 χιλιόμετρα δυτικά της Κερύνειας. Ήταν η στιγμή που θα άλλαζε τα πάντα.
Μέσα σε μόλις τρεις ημέρες, τα τουρκικά στρατεύματα σκόρπισαν την απόλυτη καταστροφή: βάρβαρες εκτελέσεις, βιασμούς γυναικών, συλλήψεις αιχμαλώτων, λεηλασίες εκκλησιών. Κατέλαβαν το 3% του βόρειου τμήματος του νησιού. Δύο μέρες μετά, αφού ολοκληρώθηκε ο πρώτος γύρος της εισβολής, κηρύχθηκε εκεχειρία, στην διάρκεια της οποίας, οι Τούρκοι συνέχιζαν να ενισχύουν τον θύλακα της Κερύνειας και να πραγματοποιούν μικρής κλίμακας στρατιωτικές επιχειρήσεις.
Το τετραήμερο 22 - 26 Ιουλίου οι Τούρκοι παραβίασαν 55 φορές την εκεχειρία. Παράλληλα, στις διαβουλεύσεις της Γενεύης, η Τουρκία ζητούσε ομοσπονδιακή λύση, ανταλλαγή πληθυσμών και τον έλεγχο του 34% της Κύπρου από Τουρκοκυπρίους. Οι συνομιλίες κατέρρευσαν στις 14 Αυγούστου. Μόλις μία ώρα αργότερα, ξεκίνησε επίσημα ο «δεύτερος Αττίλας». Ξανά μέσα σε τρία εικοσιτετράωρα, οι Τούρκοι κατέλαβαν το 37% του νησιού. Η εισβολή ξερίζωσε από τα σπίτια τους σχεδόν 200.000 ανθρώπους. Χιλιάδες σκοτώθηκαν και 758 παραμένουν αγνοούμενοι μέχρι σήμερα.
Η ιστορία που ακολουθεί διαδραματίστηκε στις 24 Ιουλίου 1974, δύο μέρες μετά την κήρυξη της εκεχειρίας – η οποία, όπως αποδείχθηκε, ήταν μονάχα το τέλος της πρώτης φάσης της εισβολής.
Αφηγητής αυτής της ιστορίας είναι ο κ. Χριστάκης Παναγιώτου. Όταν τον γνώρισα, στα πλαίσια μιας άλλης συνέντευξης, ήταν κοινοτάρχης της Δένειας, ενός από τα χωριά της δυτικής Λευκωσίας, το οποίο βρίσκεται εντός της λεγόμενης «Νεκράς Ζώνης» - της γραμμής κατάπαυσης του πυρός που χωρίζει την ελεύθερη από την κατεχόμενη Κύπρο. Ήμασταν καθισμένοι δίπλα στο καινούριο αμφιθέατρο, στην άκρη του χωριού. Μπροστά του απλώνονταν οι πεδιάδες και οι λόφοι της Νεκράς Ζώνης. Σαν κάτι να μας ψιθύριζαν...
Ξαφνικά - δεν θυμάμαι πώς - η συνέντευξη «ξέφυγε» και το θέμα άλλαξε. Και εξίσου ξαφνικά, έγινα ακροατής μιας ιστορίας που ποτέ δεν είχε καταγραφεί.
Στην τωρινή του συνέντευξη στη Liberal.gr και τη Μαρία Κέντη Κρανιδιώτη, με αφορμή την ματωμένη επέτειο της τουρκικής εισβολής, ο κ. Χριστάκης διηγείται ξανά την ιστορία του.
«Το 1974, ήμουν 17 χρονών»
«Δεν είχα πάει στρατό ακόμη. Οι κατατάξεις είχαν σταματήσει λόγω του πραξικοπήματος και του πολέμου. Εκείνες τις μέρες το χωριό ήταν ανάστατο. Όταν ξεκίνησε στις 20 Ιουλίου η τουρκική εισβολή, το χωριό μας δεν απείχε πολύ από εκείνα τα μέρη όπου είχαν πέσει Τούρκοι αλεξιπτωτιστές. Κάποιοι απ' αυτούς είχαν χάσει τον προσανατολισμό τους και ενδεχομένως να είχαν χαθεί.
Καθόμουν με κάποιους συγχωριανούς στο καφενείο, όταν ήρθε τρέχοντας μια γυναίκα που βοσκούσε τα πρόβατά της, περίπου ένα χιλιόμετρο έξω απ’ το χωριό. Μας είπε ότι «κάτω από μια μοσφιλιά κάθεται ένας τούρκος στρατιώτης, οπλισμένος και ζητάει νερό». Το χωριό ήταν μεικτό και πολλοί μιλούσαν τουρκικά, οπότε η γυναίκα κατάφερε να συνεννοηθεί μαζί του.
Μόλις το ακούσαμε, ένας συγχωριανός, ο Νίκος, πήρε το τρακτέρ του και στο καρότσι ανέβηκαν τα δύο παιδιά του, 15 χρονών τότε, ο Σταύρος και ο Κώστας. Το σημείο απείχε μόλις δυο-τρία λεπτά. Εγώ μπήκα σε άλλο αυτοκίνητο και τους ακολούθησα. Ο Νίκος με τα παιδιά είχαν φτάσει ήδη, εγώ ήμουν περίπου 50 - 70 μέτρα πιο πίσω. Δεν πρόλαβα να πάω κοντά. Κρατούσα ένα κυνηγετικό, όπως κι ο Νίκος.
Θυμάμαι τον Νίκο να κατεβαίνει απ’ το τρακτέρ και να μιλάει τουρκικά στον στρατιώτη, που πλησίασε για να ανέβει στο καρότσι. Εκείνη τη στιγμή όμως, ο Νίκος τον πυροβόλησε. Αψυχολόγητα. Κι όμως, στα τέσσερα μέτρα απόσταση δεν κατάφερε να τον πετύχει. Ο Τούρκος τρομαγμένος άρχισε να τρέχει.
Δεν ξέρω αν ο σκοπός ήταν να τον σκοτώσει εξ αρχής ή αν πανικοβλήθηκε βλέποντάς τον οπλισμένο. Ο Τούρκος πήγε πέντε μέτρα πίσω και έριξε μια ριπή. Ο Νίκος πρόλαβε να καλυφθεί πίσω απ’ το τρακτέρ. Τα παιδιά του όμως, που ήταν πάνω, τραυματίστηκαν: τρεις σφαίρες πήραν τον Σταύρο στον γλουτό, και ο Κώστας γέμισε αίματα στα πόδια από θραύσματα του αυτοκινήτου.
Τα παιδιά κατέβηκαν και άρχισαν να τρέχουν προς το χωριό. Εγώ έτρεχα να τους συναντήσω. Όταν τους πλησίασα, ρώτησα τον Νίκο: «Μα τι έκανες; Γιατί δεν τον σκότωσες;». Πήρα μερικά απ’ τα δικά του σφαιρίδια και άρχισα να τον κυνηγώ. Ο Τούρκος έτρεχε προς βορρά, κοντά στον ποταμό Οβγό. Εγώ, με την αφέλεια της ηλικίας και την οργή που ένιωθα, του έριχνα από μακριά – στα 100 μέτρα και παραπάνω. Έβαζα ένα σφαιρίδιο και ξαναέριχνα.
Μαζεύτηκε κόσμος στο χωριό και κάποιοι έρχονταν προς το μέρος μας, αλλά ήταν ακόμη μακριά – δυο χιλιόμετρα ίσως. Για μερικά λεπτά, τρέχαμε στο ίδιο μονοπάτι: αυτός μπροστά, εγώ πίσω του. Σκέφτηκα να πάω από το πλάι, μήπως τον προλάβω και του στήσω ενέδρα.
Όταν βρεθήκαμε παράλληλα, με απόσταση περίπου 200 μέτρα ανάμεσά μας, άκουσα ένα «Ζιιινγκ! Ζιιινγκ!». Ήταν ο ήχος από σφαίρες. Τότε τον έμαθα.. Είδα το χώμα να σηκώνεται μπροστά μου. Υπέθεσα ότι με προειδοποιούσε. Γιατί αν ήθελε, με το FN που κρατούσε – ένα απ’ τα καλύτερα όπλα τότε – μπορούσε να με πετύχει. Εγώ όμως δεν καταλάβαινα τίποτα και συνέχισα.
Του έριξα κι εγώ πίσω. Κάποια στιγμή σταμάτησε και στάθηκε απέναντι, στη ραχοκοκαλιά ενός λόφου. Τον είδα να με σημαδεύει. Δεν κατάλαβα τίποτα, μέχρι που ένιωσα ένα κάψιμο στον σβέρκο. Έβαλα το χέρι και γέμισε αίματα. Πανικοβλήθηκα. Κατάλαβα ότι με πέτυχε ξυστά. Μου πήρε περίπου ένα εκατοστό. Εκεί κατάλαβα ότι ήθελε κι αυτός να με σκοτώσει.
Έτρεξα προς τα ανατολικά, αυτός πήγαινε δυτικά. Κατέρρευσα λίγο πιο κάτω, κοντά σε έναν δρόμο που ένωνε τη Δένεια με την Αγία Μαρίνα, ένα διπλανό χωριό. Δεν ήξερα πόσο βαθύ ήταν το τραύμα και φοβήθηκα.
Ύστερα από λίγα λεπτά, ήρθε ένα στρατιωτικό όχημα με δυο άτομα – ένας συγχωριανός μου και ένας απ’ την Κοκκινοτριμιθιά, ο Πέτρος. Είχαν Καλάσνικοφ. Τους είπα τι είχε γίνει. Μου τύλιξαν τον λαιμό με ένα ρούχο και μου είπαν να μείνω εκεί μέχρι να πάνε να τον πιάσουν.
Τους έδειξα πού είχε πάει. Όταν έφτασαν στα 100 μέτρα, ο Πέτρος είπε στον άλλον να τον καλύψει. Ο Πέτρος προχώρησε. Ο Τούρκος του άνοιξε ριπή και τον έκοψε στα δύο, από τη μέση. Έπεσε νεκρός. Μετά από λίγο, ο Τούρκος πέταξε το όπλο, σήκωσε τα χέρια και παραδόθηκε. Τον έβαλαν στο αυτοκίνητο μαζί με τον νεκρό Πέτρο και ήρθαν προς εμένα.
Μου είπαν να επιστρέψω στο χωριό και πως θα πάνε τον Πέτρο στο νοσοκομείο επειδή ήταν βαριά τραυματισμένος. Δεν ήθελαν να μου πουν ότι είχε πεθάνει. Ο Τούρκος ήταν μέσα στο όχημα. Τον είδα για μια στιγμή. Ένα βλέμμα γεμάτο ένταση. Δεν θυμάμαι τη φυσιογνωμία του...
Πήγα πίσω στο καφενείο, εκεί που είχαμε ξεκινήσει. Μου καθάρισαν τον λαιμό με ζιβανία. Εκεί κατάλαβα ότι είχε κοπεί ένα περιδέραιο – μια σφαίρα περασμένη σε δερμάτινο κορδόνι – που μου είχε χαρίσει μια κοπέλα.
Έμαθα μετά ότι τον Τούρκο τον αντάλλαξαν ως αιχμάλωτο. Τα παιδιά, τον Σταύρο και τον Κώστα, τους περιποιήθηκαν στο νοσοκομείο. Του Πέτρου την κηδεία την κάναμε στην Κοκκινοτριμιθιά…
«Πέρασαν είκοσι χρόνια»
«Ήμασταν πια στη δεκαετία του ’90. Τα οδοφράγματα ήταν κλειστά. Τότε, αν κάποιο παιδί Τουρκοκυπρίων είχε Μεσογειακή αναιμία ή κάποια άλλη σοβαρή ασθένεια, το έφερναν στα δικά μας νοσοκομεία. Ήταν από τις ελάχιστες στιγμές επαφής με τα κατεχόμενα.
Μια συγχωριανή, που εργαζόταν κοντά μου, είχε δύο αδέλφια αγνοούμενους. Μου είπε: «Τάκη, μια άλλη χωριανή μας, νοσοκόμα, γνώρισε πρόσφατα στο Λήδρα Πάλας έναν Τούρκο γιατρό, ο οποίος συνόδευε ένα άρρωστο παιδί. Αυτός άρχισε να τη ρωτάει αν ξέρει τη Δένεια. Όταν του είπε ότι έχει συγγενείς εκεί, της αποκρίθηκε:
‘‘Το 1974, στην εισβολή, ήμουν αλεξιπτωτιστής και ξέμεινα εκεί. Έζησα ένα περιστατικό που δεν με αφήνει να κοιμηθώ. Με κυνήγησαν για να με σκοτώσουν. Έναν από τους άντρες που με κυνήγησαν τον σκότωσα. Είχε όμως άλλα δυο παιδιά πάνω στο τρακτέρ και έναν άλλο που τον πυροβόλησα στο κεφάλι. Ζουν αυτά τα παιδιά; Θέλω να μάθω.’’
Η γυναίκα δεν ήξερε να του απαντήσει. Μου το είπαν, κι εγώ τότε έγραψα στις εφημερίδες μια επιστολή όπου περιέγραφα τα γεγονότα ακριβώς όπως έγιναν. Δεν πήρα απάντηση. Ήθελα να τον συναντήσω. Όχι με μίσος πλέον. Αλλά δεν έμαθα ποτέ ποιος ήταν.
«Θέλω την πατρίδα μου ελεύθερη - Πενήντα ένα χρόνια μέσα στην αιωνιότητα δεν είναι τίποτα»
«Χτες είχαμε μια εκδήλωση στο χωριό για έναν αγνοούμενο συγχωριανό μας, που είχε δυο παιδιά. Δεν τον ξαναείδαν από το ’74. Η δική μου οικογένεια μπορεί να μην είχε, όπως άλλες οικογένειες, νεκρούς ή αγνοούμενους, ή γυναίκες που βιάστηκαν. Παιδιά σκοτώθηκαν και από τις δύο πλευρές…
Η οργή υπάρχει όμως. Υπάρχει για όσους ήρθαν και πήραν την πατρίδα μου. Η Τουρκία είναι μια τεράστια χώρα – ας πάνε πίσω και ας αφήσουν την Κύπρο ελεύθερη. Θέλουμε να ζήσουμε όπως πριν. Εμείς στα μεικτά χωριά ζούσαμε καλά με τους Τουρκοκύπριους. Διαφορές υπήρξαν εκεί που υπήρξαν εξτρεμιστές. Οι γονείς μας ζούσαν μαζί ειρηνικά. Όμως θέλω την πατρίδα μου ελεύθερη.
Στην Κύπρο δεν υπήρχε τουρκικός στρατός. Ήρθε το 1974. Πενήντα χρόνια δεν είναι μακρινό παρελθόν. Είναι νωπό. Δεν μπορεί να ξεχαστεί. Ούτε θα ξεχαστεί, κι ας περάσουν αιώνες! Δεν πρέπει να χάνουμε την ελπίδα. Πενήντα ένα χρόνια στην αιωνιότητα δεν είναι τίποτα.
Οι νέες γενιές δεν μπορούν να το αντιληφθούν αυτό που λέω. Πήγα δυο-τρεις φορές στα κατεχόμενα, να δω τα μέρη μας. Όποτε περνούσα το οδόφραγμα, ένοιωθα πως τελειώνει το οξυγόνο. Κι όταν γύριζα πίσω, ένοιωθα ότι αναπνέω ξανά. Δεν είναι η έλλειψη οξυγόνου που με πνίγει – είναι το συναίσθημα. Με πνίγει αυτή τη μαυρίλα να σκεπάζει τον τόπο μας. Όποιος αγαπάει πραγματικά την πατρίδα του, το καταλαβαίνει αυτό.
Δεν ξεχνιούνται οι τόποι μας. Κανείς δεν μπορεί να τους ξεχάσει. Ζω με την ελπίδα πως, αν όχι εγώ, τότε τα παιδιά μου ή τα εγγόνια μου θα δουν την Κύπρο ελεύθερη».