Κάθε φορά που επισκεπτόμαστε ένα μουσείο, κοιτάμε όλο περιέργεια τα ευρήματα πίσω από το προστατευτικό γυαλί. Τα κοιτάμε εμείς, μας κοιτάνε κι αυτά. Αν έχουμε κουράγιο και ζήλο να μάθουμε περί τίνος πρόκειται το καθένα, διαβάζουμε με προσοχή τις λεζάντες τους και όσο περισσότερο τα καταλαβαίνουμε, τους δίνουμε και πάλι ζωή. Άμα μπορούσαμε να τα ρωτήσουμε πως κατέληξαν σε αυτές τις προθήκες, ποιο ήταν το παλιό τους «σπίτι» και τι ταξίδια έκαναν για να μπορούμε εμείς σήμερα να τα θαυμάζουμε, τι θα μας έλεγαν;
Μερικές απαντήσεις για την περίπτωση της Αιγυπτιακής συλλογής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, παρέχει στο Liberal η κυρία Αργυρώ Γρηγοράκη, αρχαιολόγος και επιμελήτρια των Αιγυπτιακών αρχαιοτήτων του μουσείου.
Η Αίγυπτος. Μια από τις πλουσιότερες αρχαιολογικά χώρες του κόσμου. Γνωστή για την μακρά και γοητευτική ιστορία της, η οποία μαγεύει παγκοσμίως και δεν σταματά να αποφέρει καρπούς προς όφελος των πολλαπλών ερευνών που την αφορούν. Πλέον θα μπορούσαμε να πούμε, ότι δεν υπάρχει μέρος στην Αίγυπτο το οποίο δεν ανασκάπτεται. Ούτε μέρος που να μην αποφέρει έναν ικανοποιητικό αριθμό ευρημάτων.
Από τα πιο διάσημα μέχρι τα πιο μικρά αρχαιολογικά μουσεία, σε κάθε γωνιά σχεδόν του κόσμου, η αρχαία ιστορία της Αιγύπτου είναι παρούσα και συνεχίζει μέσω των περίφημων Φαραώ και των θησαυρών τους να εμπνέει και να διατηρεί την αιώνια υστεροφημία της. Οι αιγυπτιακές συλλογές των μουσείων, σίγουρα θα είχαν πολλά να μας πουν… Ας δούμε, όμως, εδώ την ιστορία που έχουν να πουν τα εκθέματα της αιγυπτιακής συλλογής του δικού μας Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.
Συνέντευξη στην Ίλια Πορίκη
Από ποιες περιοχές της Αιγύπτου προέρχονται οι μούμιες της συλλογής;
Οι μούμιες, για τις οποίες γνωρίζουμε την ακριβή τους προέλευση είναι μόνο δέκα, και χρονολογούνται στη Πτολεμαϊκή περίοδο, περίπου στο 304-30 π.Χ. Οι συγκεκριμένες αποτελούν μέρος της δωρεάς του Ιωάννη Δημητρίου, ο οποίος δώρισε τη συλλογή του στο Μουσείο σταδιακά από το 1880 έως το 1887 και προέρχονται από τη νεκρόπολη της πόλης του Ακχμίμ στην ανατολική όχθη του Νείλου. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι ονόμαζαν τη πόλη Ιπού ή Χενέτ Μενού. Στην ελληνιστική περίοδο, πήρε το όνομα Πανόπολη γιατί ο πολιούχος θεός της πόλης, ο Μιν, αρχαίος Αιγύπτιος θεός της γονιμότητας, ταυτίστηκε με τον δικό μας Πάνα. Η πόλη ήταν πρωτεύουσα του 9ου νομού της Άνω Αιγύπτου, μεγάλο εμπορικό κέντρο, πολύ γνωστή για τα λινά της. Οι εννέα εξ αυτών μούμιες αποτελούν το αντικείμενο ερευνητικού προγράμματος που αφορά στη τρισδιάστατη απεικονιστική εξέταση μέσω αξονικού τομογράφου, το οποίο διεξάγει το Τμήμα Συλλογών Προϊστορικών, Αιγυπτιακών, Κυπριακών & Ανατολικών Αρχαιοτήτων και το Τμήμα Συντήρησης, Χημικών και Φυσικών Ερευνών και Αρχαιομετρίας του ΕΑΜ σε συνεργασία με το Ιατρικό Κέντρο Αθηνών και το Ελληνικό Ινστιτούτο Αιγυπτιολογίας από το 2016, ένα ερευνητικό πρόγραμμα μη καταστρεπτικό και κυριολεκτικά μοναδικό για τα ελληνικά δεδομένα.
Πώς κατέληξαν τα ευρήματα που σήμερα εκθέτονται, στην ιδιοκτησία των Ελλήνων ομογενών Ιωάννη Δημητρίου και Αλέξανδρου Ρόστοβιτς;
Ο βασικός της πυρήνας της Συλλογής αποτελείται από τις δωρεές δυο φιλότεχνων ομογενών από την Αίγυπτο, του Ιωάννη Δημητρίου, εμπόρου και επιχειρηματία στην Αλεξάνδρεια, ο οποίος δώρισε την συλλογή του το 1880 όπως προανάφερα και του Αλέξανδρου Ρόστοβιτς, επιχειρηματία στο Κάιρο που δώρισε την δική του συλλογή το 1904. Εκείνοι, χάρη στην οικονομική τους ευρωστία, την υψηλή κοινωνική τους θέση, τις προσωπικές επαφές τους και το πάθος τους για τη συλλογή αρχαιοτήτων, είχαν πρόσβαση τόσο στην αγορά αρχαιοτήτων όσο και στους πλειστηριασμούς που διοργάνωνε το ίδιο το Μουσείο του Καϊρου.
Επιπλέον, στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος το ενδιαφέρον για την ιστορία και τους αρχαίους πολιτισμούς εν γένει, παρακίνησε τους φιλότεχνους συλλέκτες να συγκεντρώνουν αιγυπτιακές αρχαιότητες, τις οποίες δώρισαν στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας ανάμεσα στα χρόνια 1837-1868. Το Πανεπιστήμιο με τη σειρά του παρέδωσε τα αντικείμενα στην Αρχαιολογική Εταιρεία, η οποία τα δώρισε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Η συλλογή εμπλουτίστηκε επίσης από τη δωρεά της Αιγυπτιακής Κυβέρνησης το 1893, η οποία δώρισε στο ελληνικό κράτος έναν περιορισμένο αριθμό σαρκοφάγων της 21ης Δυναστείας (1070-945 π.Χ.) καθώς και από άλλες μεμονωμένες μικρότερες δωρεές όπως των Ι. Παλαιολόγου, Κ. Ξανθόπουλου, Λ. Μπενάκη, Σ. Μαγιάση κ.ά., αντικείμενα από κατασχέσεις αλλά και ελάχιστα από τον ελλαδικό χώρο.
Γνωρίζουμε ποιος ήταν ο λόγος που τους παρακίνησε να κάνουν δύο τόσο μεγάλου μεγέθους δωρεές;
Όπως είναι γνωστό, η οικονομική ανόρθωση της Ελλάδος μέσω ευεργεσιών ήταν από τα βασικότερα μελήματα των επιφανών Ελλήνων Αιγυπτιωτών. Ως εκ τούτου, οι δωρεές τους προς το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο ήταν μέρος αυτών των ευεργεσιών.
Πώς δέχτηκε η Αιγυπτιακή κυβέρνηση αυτές τις δωρεές;
Την περίοδο για την οποία μιλάμε, μέσα με τέλη του 19ου αιώνα, δεν υπήρχε το νομικό πλαίσιο που απέτρεπε την εξαγωγή αρχαιοτήτων από την Αίγυπτο. Άλλωστε το ίδιο το Μουσείο του Καϊρου διοργάνωνε πλειστηριασμούς αρχαιοτήτων.
Τι περιλάμβανε η συμφωνία για τη μεταφορά τους ανάμεσα στην Αιγυπτιακή και την Ελληνική κυβέρνηση;
Δεν έχουμε κάποια συγκεκριμένη αναφορά σε κάποια συμφωνία. Οι αρχαιότητες ήρθαν στην χώρα μας νομίμως, μέσω της διπλωματικής οδού, όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή.
Υπήρχε συγκεκριμένος λόγος που έγινε η δωρεά της Αιγυπτιακής κυβέρνησης το 1893;
Το 1893, ο Κεδίβης Abbas II Hilmy (είναι γνωστός ως ο τελευταίος Κεδίβης της Αιγύπτου και του Σουδάν. Βασίλεψε από το 1892 έως το 1914, όταν οι Βρετανοί ανέβασαν στον θρόνο τον θείο του Hussein Kammel, σηματοδοτώντας το τέλος της Οθωμανικής εποχής στην Αίγυπτο) αποφάσισε να δωρίσει -προφανώς για διπλωματικούς λόγους- στους αντιπροσώπους των ξένων χωρών, συγκεκριμένο αριθμό σαρκοφάγων της διάσημης Κρύπτης των Ιερέων του Bab el-Gasus, η οποία ήρθε στο φως το 1891, εκτός του περιβόλου του ναού της βασίλισσας Hatshepsut στο Deir el-Bahari. Ως εκ τούτου, αποφασίστηκε ότι αρκετά φέρετρα θα παρέμεναν στο Μουσείο της Γκίζας, ενώ τα υπόλοιπα θα χωρίζονταν σε ομάδες, οι οποίες θα περιλάμβαναν τουλάχιστον πέντε φέρετρα, καθώς και ειδώλια ushabtis (χωρίς τις μούμιες εντούτοις, οι οποίες παρέμειναν στην Αίγυπτο) και θα γινόταν κλήρωση από τους πολιτικούς εκπροσώπους 17 χωρών ώστε η κάθε χώρα να λάβει το δώρο της με δίκαιο τρόπο. Εκείνη την εποχή, ο πολιτικός πρόξενος της Ελλάδας στην Αλεξάνδρεια ήταν ο Ιωάννης Γρυπάρης σύμφωνα με την επετηρίδα της Υπηρεσίας Διπλωματικών & Ιστορικών Αρχείων του Υπουργείου Εξωτερικών και, ως εκ τούτου, πιθανολογούμε ότι ήταν εκείνος που τράβηξε τον κλήρο ΧΙΙ για την Ελλάδα στις 10 Ιουνίου 1893. (Σύντομα, θα δημοσιευτεί το επιστημονικό περιοδικό «Το Μουσείον», στο οποίο έχω συμμετάσχει με το άρθρο «Το ταξίδι των σαρκοφάγων των Ιερέων του Άμμωνα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο» και αφορά στη συγκεκριμένη δωρεά).
Ποια από τα εκθέματα προέρχονται από τον ελλαδικό χώρο; Από ποιες περιοχές;
Από την Αίγινα, προέρχεται η κεφαλή αγάλματος του Πτολεμαίου Στ’ Φιλομήτορος (180-145 π.Χ.) με αρ. ευρ. ΑΙΓ 108, πιθανολογούμενη από ναό των Μεθάνων, που ανήκε στην επικράτεια των Πτολεμαίων και η οποία εκτίθεται στην αίθουσα 40 της Αιγυπτιακής Συλλογής του Μουσείου. Επιπλέον, από τον ελλαδικό χώρο, προέρχεται το άγαλμα του
Αντίνοου, ευνοούμενου του αυτοκράτορα Αδριανού, με αρ. ευρ. ΑΙΓ 1, το οποίο εκτίθεται στην είσοδο της Αιγυπτιακής έκθεσης στην αίθουσα 41. Αρχαιολογικές έρευνες έδειξαν ότι το άγαλμα προέρχεται από το ιερό των Αιγυπτιακών θεοτήτων, το οποίο ιδρύθηκε από τον πλούσιο ρήτορα, σοφιστή και ευεργέτη Ηρώδη Αττικό στην ιδιοκτησία του στον Μαραθώνα της Αττικής.
Ωστόσο, μέχρι στιγμής και δεδομένου ότι μεγάλο μέρος του υλικού παραμένει αδημοσίευτο, δεν έχει εντοπιστεί στις αποθήκες μας κάποιο άλλο αντικείμενο από τον ελλαδικό χώρο. Σε ότι αφορά τα αντικείμενα Πτολεμαϊκής περιόδου, κάποια προέρχονται από την Αλεξάνδρεια, η οποία ήταν, ως γνωστό, το κέντρο του Πτολεμαϊκού βασιλείου.