Ο δημόσιος διάλογος μοιάζει ολοένα και περισσότερο με καφενείο του Twitter. Βρισιές, επιθέσεις, προσβολές. Αντί για επιχειρήματα, συνθήματα. Αντί για πολιτική, φανατισμός. Μια νέα διεθνής μελέτη το αποδεικνύει με αριθμούς. Η έρευνα των Petter Törnberg (University of Amsterdam) και Juliana Chueri (Vrije Universiteit Amsterdam), που αναλύει 18 εκατομμύρια tweets βουλευτών σε 17 δυτικές χώρες την τελευταία πενταετία, καταλήγει σε συντριπτικό συμπέρασμα: η τοξικότητα του πολιτικού λόγου σχεδόν διπλασιάστηκε. Και τα πιο δηλητηριώδη θέματα; Όχι η οικονομία, όχι το ασφαλιστικό. Αλλά οι «πολιτιστικοί πόλεμοι» - μετανάστευση, ταυτότητα, ΛΟΑΤΚΙ, έθνος.
Η τοξικότητα σε αυτό το πλαίσιο δεν είναι ατύχημα, είναι στρατηγική επιλογή. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης έχουν μεγαλύτερο κίνητρο να την καλλιεργούν, αφού με αυτόν τον τρόπο τραβούν την προσοχή. Τα ριζοσπαστικά κόμματα, ιδιαίτερα της δεξιάς αλλά και της αριστεράς, τη χρησιμοποιούν ως όπλο για να συσπειρώνουν οπαδούς. Οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, με τους αλγόριθμους που προωθούν ό,τι προκαλεί μεγαλύτερη ένταση, λειτουργούν ως ενισχυτές αυτού του φαινομένου. Όσο πιο προσβλητικός είναι κανείς, τόσο περισσότερο τον ακούν.
Το αποτέλεσμα είναι καταστροφικό για τη δημοκρατία. Η τοξικότητα δεν είναι απλώς αγένεια. Είναι δηλητήριο που διαβρώνει την εμπιστοσύνη στους θεσμούς, υπονομεύει κάθε διάθεση για συμβιβασμό και ανοίγει τον δρόμο στην πολιτική βία. Όταν η πολιτική ταυτίζεται με την ύβρη, η πολιτική κοινότητα διαλύεται. Όταν ο αντίπαλος παρουσιάζεται ως εχθρός της πατρίδας ή της «κανονικότητας», τότε δεν υπάρχει πεδίο διαλόγου - μόνο πόλεμος.
Και η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση. Αντιθέτως, ο δημόσιος λόγος εδώ και χρόνια κινείται στην ίδια κατεύθυνση. Η συζήτηση για τη μετανάστευση, για τα κοινωνικά δικαιώματα, για τον ρόλο της Εκκλησίας, έχει μετατραπεί σε μείγμα καταγγελίας και ύβρεως. Πολιτικοί και σχολιαστές υιοθετούν τον τόνο των social media για να γίνουν viral, ενώ η ουσία εξαφανίζεται. Το ερώτημα «τι πολιτική χρειάζεται η χώρα;» αντικαθίσταται από το «ποιος θα βρίσει πιο δυνατά τον αντίπαλο;».
Εννοείται πως δεν υπάρχει δημοκρατία χωρίς σκληρή αντιπαράθεση. Αλλά η διαφορά ανάμεσα στην αντιπαράθεση και τον τοξικό λόγο είναι θεμελιώδης. Η αντιπαράθεση θέλει επιχειρήματα. Ο τοξικός λόγος θέλει αίμα. Και εκεί οδηγούμαστε: σε μια πολιτική που δεν πείθει, αλλά φανατίζει. Σε μια πολιτική που δεν υπηρετεί την κοινωνία, αλλά την διχάζει.
Η λύση, φυσικά, δεν είναι ούτε η λογοκρισία ούτε οι κώδικες «ευγενικής συμπεριφοράς». Η λύση είναι πιο απαιτητικοί πολίτες και θεσμοί που ενθαρρύνουν την ουσία αντί για την κραυγή. Η λύση είναι η απαίτηση να γίνεται λόγος για πολιτικές, όχι για ταυτότητες. Να ξαναμπεί στο προσκήνιο η πολιτική της λογικής, όχι της ύβρεως.
Διαφορετικά, κινδυνεύουμε να συνηθίσουμε την τοξικότητα ως «κανονικότητα». Και τότε η δημοκρατία δεν θα καταρρεύσει με ένα πραξικόπημα αλλά θα διαλυθεί αργά, από μέσα, με καθημερινές δόσεις δηλητηρίου.