Τα αγροτικά μπλόκα και ο φαύλος κύκλος του κρατισμού

Η Ελλάδα κόβεται ξανά στα δύο. Τρακτέρ σε εθνικές οδούς, δρόμοι κλειστοί, πολίτες εγκλωβισμένοι, και το ίδιο πάντα αφήγημα: οι αγρότες «δεν αντέχουν άλλο» και «παλεύουν για την επιβίωση». Όμως οι σημερινές κινητοποιήσεις δεν είναι κεραυνός εν αιθρία. Είναι το προβλέψιμο αποτέλεσμα της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, μιας κεντρικά σχεδιασμένης πολιτικής της ΕΕ που εδώ και δεκαετίες καλλιεργεί εξάρτηση από επιδοτήσεις αντί για πραγματική παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα που αναδεικνύει το πόσο βαθύτατα αντιπαραγωγικό είναι το μοντέλο αγροτικής παραγωγής που έχουμε δεν είναι άλλο από το σκάνδαλο ΟΠΕΚΕΠΕ. Δεν πρόκειται για τεχνική λεπτομέρεια, αλλά για ένα ολόκληρο σύστημα στρεβλώσεων, ψευδών δηλώσεων και κυκλωμάτων γύρω από τα ευρωπαϊκά κονδύλια.

Εδώ χρειάζεται μια καθαρή κουβέντα. Τα χρήματα που διεκδικούν οι αγρότες δεν είναι «λεφτά της κυβέρνησης» που τάχα δεν επιστρέφονται στην ύπαιθρο. Είναι κοινοτικά κονδύλια, χρήματα των φορολογουμένων όλης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρα και των Ελλήνων, τα οποία μοιράζονται με συγκεκριμένους κανόνες. Όταν το σύστημα κακοδιαχειρίζεται αυτά τα κονδύλια, όταν επιβάλλονται πρόστιμα και περικοπές, ο λογαριασμός επιστρέφει στον ίδιο φορολογούμενο μέσω της ελληνικής συμμετοχής στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό και μέσω άλλων δημοσιονομικών περιορισμών. Η φράση «να τα δώσουν στους αγρότες, από την Ευρώπη είναι» κρύβει το βασικό γεγονός ότι «Ευρώπη» σημαίνει τελικά τους πολίτες που πληρώνουν τα αγροτικά προϊόντα τριπλά: χρηματοδοτώντας επιδοτήσεις, πληρώνοντας ακριβά στο σούπερ μάρκετ, και αποδίδοντας τους ανάλογους φόρους κατανάλωσης στο κράτος.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τα μπλόκα λειτουργούν πλέον ως εργαλείο διαπραγμάτευσης. Οι αγρότες επικαλούνται το υψηλό κόστος παραγωγής, τις καθυστερήσεις στις πληρωμές, τις ζημιές από τις φυσικές καταστροφές και κλείνουν δρόμους ώστε να επιταχυνθούν και να αυξηθούν οι ροές των επιδοτήσεων. Το πρόβλημα δεν είναι ότι δεν έχουν δυσκολίες, αλλά ότι η λύση αναζητείται σχεδόν αποκλειστικά σε περισσότερα χρήματα από το κοινοτικό ταμείο και σε χαλαρότερη τήρηση των κανόνων. Έτσι καθιερώνεται ένας κυνικός αλλά αποτελεσματικός φαύλος κύκλος: όποιος μπλοκάρει την οικονομία, αμείβεται.

Την εξάρτηση αυτή επιβαρύνει και η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία. Οι επιλογές της ΕΕ στην ενέργεια έχουν οδηγήσει σε μεγάλη αύξηση στο κόστος καυσίμων και ηλεκτρισμού, πλήττοντας ιδιαίτερα τη γεωργία. Αντί όμως η απάντηση να είναι άνοιγμα των αγορών, μείωση φόρων και ρυθμιστικών βαρών για όλους, η συνήθης συνταγή είναι επιπλέον ενισχύσεις και έκτακτα μέτρα, πάλι σε μεγάλο βαθμό χρηματοδοτούμενα από τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό. 

Δηλαδή, ακόμα πιο σφιχτός κύκλος εξάρτησης: πολιτική που αυξάνει το κόστος, επιδότηση για να κρυφτεί η αδυναμία, νέα αύξηση του κόστους και πάλι απ' την αρχή.

Αν θέλουμε πραγματικά να στηρίξουμε τη γεωργία, η λύση δεν είναι να κάνουμε την ΚΑΠ ένα ακόμη πιο γενναιόδωρο ευρωπαϊκό ATM. Είναι να καθαρίσει το σύστημα από τη διαφθορά και τις ψευδείς δηλώσεις, να υπάρξει πλήρης ψηφιοποίηση και πραγματικοί έλεγχοι, να μειωθεί σταδιακά ο ρόλος των άμεσων επιδοτήσεων ως μόνιμου εισοδήματος και να ενισχυθούν οριζόντιες πολιτικές που ωφελούν όλους τους παραγωγούς και όλες τις επιχειρήσεις.

Εξίσου σημαντικό θα ήταν να εγκαταλείψουμε τις ακρότητες της πράσινης πολιτικής για να αποκτήσουμε φθηνότερη ενέργεια. Και κυρίως, εφαρμογή του νόμου. Οι εθνικοί δρόμοι δεν είναι διαπραγματευτικό εργαλείο κανενός κλάδου. Το δικαίωμα στη διαμαρτυρία μιας ομάδας πολιτών δεν μπορεί να καταργεί, έτσι με τον τσαμπουκά, το δικαίωμα στη μετακίνηση όλων των υπολοίπων. Χωρίς αυτή τη στροφή, η ελληνική ύπαιθρος θα παραμένει όμηρος των μπλόκων και ο Ευρωπαίος φορολογούμενος θα συνεχίζει να πληρώνει τον λογαριασμό ενός συστήματος που ανταμείβει την εξάρτηση και τιμωρεί την παραγωγικότητα.