Η πρόσφατη εμφάνιση «ταγμάτων εφόδου» του Ρουβίκωνα που παρέλασαν στο κέντρο της Αθήνας με μαύρες μπλούζες και παλαιστινιακές σημαίες δεν είναι απλώς ένα ανησυχητικό θέαμα. Είναι καμπανάκι. Όταν περιθωριακές ομάδες μετατρέπουν τον ακτιβισμό σε εκφοβισμό, η ιστορία διδάσκει ότι η ωμή βία δεν αργεί να έρθει. Από τη δημόσια παρενόχληση στοχευμένων ομάδων, περνάμε εύκολα στη σωματική βία και τα πογκρόμ - όπως ακριβώς έκανε την προηγούμενη δεκαετία η Χρυσή Αυγή. Η ΕΛ.ΑΣ. και η Δικαιοσύνη έπραξαν σωστά που ξεκίνησαν έρευνα και επιβεβαίωσαν τα αντανακλαστικά τους. Το κράτος δικαίου πρέπει να βάλει όρια πριν να είναι αργά διότι αν αφήσουμε τέτοια φαινόμενα να ριζώσουν, αύριο θα μιλάμε για οργανωμένες πολιτοφυλακές, όχι για ακτιβιστές.
Όπως έχω γράψει και στο παρελθόν («Τα καναρίνια της φιλελεύθερης δημοκρατίας»), ο τρόπος που μια κοινωνία φέρεται στους Εβραίους πολίτες της αποτελεί πρώιμο δείκτη για την υγεία της δημοκρατίας της. Ο αντισημιτισμός δεν είναι «μακρινό πρόβλημα», ούτε περιορίζεται στη Μέση Ανατολή. Είναι το πρώτο ρήγμα στο οικοδόμημα της ανοιχτής κοινωνίας. Αν αφήσουμε τον αντισημιτισμό αναπάντητο, ανοίγουμε την πόρτα σε μεγαλύτερες επιθέσεις κατά του πλουραλισμού, της ελευθερίας λόγου και των ατομικών δικαιωμάτων. Κάθε εβραϊκή συναγωγή που βάφεται με συνθήματα, κάθε Ισραηλινός τουρίστας που στοχοποιείται, είναι μια ήττα για όλους μας. Το αίτημα για μηδενική ανοχή σε τέτοιου είδους πρακτικές δεν σημαίνει ότι υπερασπιζόμαστε απλώς μια μειονότητα αλλά την ίδια τη δημοκρατία.
Η πολιτεία έχει καθήκον να προστατεύσει κάθε πολίτη και κάθε επισκέπτη της χώρας μας, ανεξαρτήτως θρησκείας ή καταγωγής. Ο δημόσιος χώρος δεν μπορεί να γίνει πεδίο πολιτικών εκβιασμών και εισαγόμενων συγκρούσεων όταν αυτές ξεφεύγουν από το πλαίσιο της διαμαρτυρίας και εισέρχονται στον εκφοβισμό. Όσο το κράτος δείχνει ανοχή σε τραμπούκους που παριστάνουν τους επαναστάτες, στέλνει το μήνυμα ότι η Αθήνα ανέχεται τον εκφοβισμό και τη βία του πεζοδρομίου και αυτό πρέπει να σταματήσει τώρα. Οι θεσμοί οφείλουν όχι μόνο να καταστέλλουν τα περιστατικά βίας, αλλά να καταδικάζουν ρητά τη ρητορική που τα καλλιεργεί. Χρειάζεται πολιτική βούληση και κοινωνική κινητοποίηση, όχι δικαιολογίες.
Η ελληνική Αριστερά έχει τεράστια ευθύνη. Με τις απλοϊκές αφηγήσεις της για τη Μέση Ανατολή, με τα συνθήματα που δαιμονοποιούν το Ισραήλ, με την αδιαφορία για το πώς αυτά μεταφράζονται σε μίσος στους δρόμους της Αθήνας, γίνεται ηθικός αυτουργός. Είναι αδιανόητο οι ίδιοι που κλαίνε για τα δικαιώματα και το ρατσισμό, να σιωπούν — ή χειρότερα, να δικαιολογούν — όταν οι Εβραίοι στοχοποιούνται. Όταν βουλευτές, δημοσιογράφοι και πανεπιστημιακοί αναμασούν τη θεωρία ότι το Ισραήλ είναι «ναζιστικό κράτος» ή ότι διεξάγει «γενοκτονία» στη Γάζα, δεν κάνουν διεθνή ανάλυση. Ρίχνουν λάδι στη φωτιά του μίσους εδώ, στη χώρα μας παραπληροφορώντας τον κόσμο.
Τα γεγονότα του Ιουλίου είναι καμπανάκι. Φτάνει πια με την επιλεκτική αγανάκτηση της Αριστεράς. Φτάνει με τον εκφοβισμό του Ρουβίκωνα. Φτάνει με τη σιωπή που αφήνει τον αντισημιτισμό να δηλητηριάζει τη δημοκρατία μας. Η Αθήνα, και η Ελλάδα γενικότερα, πρέπει να υπερασπιστεί την ελευθερία, την ασφάλεια και τη δημοκρατία για όλους — χωρίς αστερίσκους. Και για να το κάνει αυτό, πρέπει πρώτα να απορρίψει τη βία και την υποκρισία, απ' όπου κι αν προέρχονται. Δεν υπάρχει «καλός» και «κακός» φανατισμός. Υπάρχει μόνο η υποχρέωση της φιλελεύθερης δημοκρατίας να μείνει όρθια απέναντι σε όλους όσοι την απειλούν.