Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Δύση υιοθέτησε το σύνθημα «Ποτέ Ξανά» ως ηθική υπόσχεση απέναντι στη μνήμη του Ολοκαυτώματος. Για τους Ευρωπαίους και τους Αμερικανούς αυτό ήταν περισσότερο μια φράση που συνόδευσε την πολιτική στήριξη προς το Ισραήλ, κυρίως εκ μέρους των Ηνωμένων Πολιτειών. Για τους ίδιους τους Ισραηλινούς όμως, το «Ποτέ Ξανά» δεν υπήρξε ποτέ απλώς μια ρητορική διακήρυξη· ήταν όρκος ύπαρξης.
Από αυτήν την οπτική πηγάζει η διαφορά αντίληψης. Οι Εβραίοι γνώριζαν ότι για να μην επαναληφθεί ποτέ ξανά μια τέτοια τραγωδία, η ομογένεια έπρεπε να είναι ισχυρή και αφοσιωμένη στην υπεράσπιση των συμφερόντων του Ισραήλ όπου κι αν βρισκόταν. Έπρεπε να δοθεί πολιτισμική και κοινωνική μάχη ενάντια στον αντισημιτισμό. Και, πάνω απ’ όλα, το κράτος του Ισραήλ έπρεπε να είναι στρατιωτικά, πολιτικά, και διπλωματικά πανίσχυρο, ώστε να μην ξαναβρεθεί η πολιτική οντότητα των Εβραίων στο έλεος των εχθρών της.
Η σφαγή της 7ης Οκτωβρίου υπήρξε ορόσημο γιατί ξανάνοιξε τις πιο σκοτεινές μνήμες. Για πρώτη φορά μετά το Ολοκαύτωμα, οι Ισραηλινοί και η παγκόσμια εβραϊκή κοινότητα αισθάνθηκαν τόσο έντονα τον κίνδυνο αφανισμού. Γι’ αυτό και η αποφασιστικότητά τους να απελευθερώσουν τους ομήρους, να διαλύσουν τη Χαμάς και να πλήξουν καίρια κάθε δύναμη που συμμετείχε άμεσα ή έμμεσα στην επίθεση, ήταν και παραμένει αδιαπραγμάτευτη.
Όσοι στην Ευρώπη ή στην Αμερική νομίζουν ότι το Ισραήλ μπορεί να «κάνει πίσω» ή να υποχωρήσει για λόγους διπλωματικής ευελιξίας, απλώς δεν καταλαβαίνουν. Το Ισραήλ δεν φυλάει μόνο τα δικά του σύνορα· φυλάει τις Θερμοπύλες της Δύσης. Δεν πρόκειται να σηκωθεί και να φύγει από τη Μέση Ανατολή. Θα υπερασπιστεί το δικαίωμα του στην ύπαρξη μέχρι τέλους, και αυτή η απόφαση δεν είναι πολιτική επιλογή αλλά θεμελιώδης όρος επιβίωσης.
Ακόμα και η εσωτερική αντιπολίτευση του Νετανιάχου, όσο σφοδρή κι αν είναι, στα θεμελιώδη δεν διαφωνεί. Η πολιτική συζήτηση αυτές τις μέρες στο Ισραήλ αφορά κυρίως το ύφος της ρητορικής, την αποτελεσματικότητα των επιχειρήσεων, και τη διεθνή εικόνα του Ισραήλ. Αλλά όταν το ζήτημα είναι η ύπαρξη, εκεί η ισραηλινή κοινωνία παραμένει ενωμένη και αποφασισμένη.
Οι πρόσφατες συνομιλίες του Ντόναλντ Τραμπ με τον Μπενιαμίν Νετανιάχου στον Λευκό Οίκο έδειξαν την πίεση της Δύσης για μια νέα προσπάθεια ειρήνευσης που προϋποθέτει φυσικά την απελευθέρωση όλων των ομήρων. Αλλά όσο η Χαμάς συνεχίζει να κρατά αιχμαλώτους, ζωντανούς ή νεκρούς, το Ισραήλ θα αισθάνεται ότι πληγώνεται ξανά στην καρδιά του. Γιατί αυτό που σημαίνει ομηρία για τους Ισραηλινούς δεν είναι απλώς παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων· είναι υπενθύμιση του να σε σκοτώνουν ή να σε βασανίζουν επειδή είσαι Εβραίος. Είναι η υπενθύμιση ότι η απειλή ενός νέου Ολοκαυτώματος είναι υπαρκτή και επίκαιρη.
Γι’ αυτό το ερώτημα για τη Δύση δεν είναι αν πρέπει να στηρίξει το Ισραήλ, αλλά πώς. Στήριξη χωρίς όρους; Στήριξη με πιέσεις για αναλογικότητα; Ή στήριξη που αγνοεί την ιστορική μνήμη πίσω από την ισραηλινή αποφασιστικότητα; Η σωστή απάντηση είναι στήριξη που κατανοεί. Όχι γιατί πρέπει να επικροτούμε κάθε μέθοδο, αλλά γιατί πρέπει να σεβόμαστε την πρωταρχική λογική ενός λαού που δεν διαπραγματεύεται την επιβίωσή του.
Η Δύση, βεβαίως, έχει καθήκον να διαχωρίζει την αναγκαία ισχύ από την αλόγιστη εκδίκηση, να απαιτεί σεβασμό στο διεθνές δίκαιο και να προωθεί λύσεις που δεν θα αφήσουν τη Γάζα έρμαιο στο χάος. Αλλά όποιος νομίζει ότι το Ισραήλ μπορεί να αφήσει πίσω του το «Ποτέ Ξανά» και τους ομήρους του πλανάται οικτρά.