Όταν η εξουσία πάει χρηματιστήριο: Έρευνα σοκ

Στο αμερικανικό Κογκρέσο η «ηγεσία» δεν είναι μια αφηρημένη έννοια. Μιλάμε για τον αρχηγό της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας, τους whips, αλλά κυρίως για τα μέλη και τις ηγεσίες των κοινοβουλευτικών επιτροπών. Αυτοί αποφασίζουν ποια θέματα θα συζητηθούν, ποιες ακροάσεις θα γίνουν, ποιο νομοσχέδιο θα προχωρήσει και ποιο θα θαφτεί. Αν θέλουμε μια ελληνική αναλογία, πρέπει να σκεφτούμε τα μέλη των Διαρκών Επιτροπών της Βουλής - ιδίως τους προέδρους τους - και, σε επίπεδο «αρχηγού της πλειοψηφίας», κάποιον αντίστοιχο με τον επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του κυβερνώντος κόμματος που ελέγχει την ατζέντα της Βουλής. Όχι τον πρωθυπουργό, που ανήκει στην εκτελεστική εξουσία, αλλά την κορυφή της νομοθετικής πυραμίδας.

Πάνω σε αυτούς ακριβώς τους ανθρώπους εστιάζει μια νέα μελέτη των Shang-Jin Wei και Yifan Zhou για το περίφημο National Bureau of Economic Research, με τον εύγλωττο τίτλο «Captain Gains on Capitol Hill». Τι έκαναν οι ερευνητές με απλά λόγια; Πήραν σε επίπεδο συναλλαγής όλες τις αγοραπωλησίες μετοχών από μέλη του Κογκρέσου από το 1995 μέχρι το 2021. Μέσα σε αυτό το σύνολο, ξεχώρισαν όσους κάποια στιγμή ανέβηκαν σε ηγετική θέση – έγιναν δηλαδή αρχηγοί πλειοψηφίας ή μειοψηφίας, whips, πρόεδροι ή κορυφαία στελέχη επιτροπών. Για κάθε τέτοιο πρόσωπο βρήκαν έναν «δίδυμο» συνάδελφο με παρόμοια χαρακτηριστικά (ίδιο κόμμα, παρόμοια προϋπηρεσία, ίδια περίοδος κ.λπ.) που όμως δεν έγινε ποτέ ηγέτης. Και έτσι σύγκριναν τις αποδόσεις τους πριν και μετά την άνοδο στην ιεραρχία.

Το πρώτο εντυπωσιακό εύρημα: πριν γίνουν ηγέτες, οι μελλοντικοί «ισχυροί» δεν είναι καθόλου επενδυτικές ιδιοφυΐες. Οι αποδόσεις τους είναι περίπου ίδιες με των «απλών» βουλευτών και συχνά χειρότερες από ένα παθητικό fund που απλώς αντιγράφει τον δείκτη. Μόλις όμως αποκτήσουν ηγετική θέση, η εικόνα αλλάζει δραματικά. Μετά την άνοδο, αρχίζουν να κερδίζουν κατά μέσο όρο 47 ποσοστιαίες μονάδες τον χρόνο περισσότερες από το «δίδυμό» τους που έμεινε απλός βουλευτής. Για να το πούμε πιο ωμά: αν ο μη ηγέτης κερδίζει 100 ευρώ από τις μετοχές του, ο ηγέτης κερδίζει 147.

Οι συγγραφείς εντοπίζουν δύο βασικούς λόγους για αυτή την υπεραπόδοση. Ο πρώτος είναι αυτός που ονομάζουν «κανάλι πολιτικής επιρροής». Οι ηγέτες κερδίζουν ακόμη περισσότερα όταν το κόμμα τους ελέγχει το Σώμα στο οποίο ανήκουν, άρα όταν έχουν και περισσότερη πολιτική ισχύ. Πουλάνε μετοχές λίγο πριν μια εταιρεία βρεθεί αντιμέτωπη με ρυθμιστικές παρεμβάσεις, έρευνες ή αρνητικές πρωτοβουλίες από επιτροπές.

Αγοράζουν μετοχές σε εταιρείες που στη συνέχεια θα πάρουν περισσότερες κρατικές δουλειές ή θα ευνοηθούν από νομοσχέδια που στηρίζει έντονα το κόμμα τους. Ο δεύτερος λόγος είναι αυτός που ονομάζουν «κανάλι πρόσβασης στις εταιρείες». Οι κινήσεις των ηγετών στο χρηματιστήριο συχνά «προβλέπουν» σημαντικές εταιρικές ανακοινώσεις: αγοράζουν λίγο πριν από καλά νέα και πουλάνε πριν από κακά νέα. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για εταιρείες που ανήκουν σε μεγάλους δωρητές τους ή εδρεύουν στην Πολιτεία που εκπροσωπούν.

Με απλά λόγια, όταν κάποιος βρίσκεται στην κορυφή της νομοθετικής εξουσίας δεν επενδύει σαν έναν απλό μικροεπενδυτή που διαβάζει λίγο πιο προσεκτικά τις οικονομικές ειδήσεις και έχει account στη Freedom24. Είναι κάποιος που βρίσκεται στο κέντρο μιας τεράστιας ροής πληροφορίας και εξουσίας: ξέρει ποιοι κλάδοι θα μπουν στο στόχαστρο, ποιες εταιρείες θα πάρουν δουλειές, ποια ρυθμιστικά κύματα έρχονται.

Αυτό δεν σημαίνει ότι κάθε συναλλαγή είναι παράνομη ή ότι όλοι είναι διεφθαρμένοι. Σημαίνει όμως ότι η σύγκρουση συμφέροντος είναι σχεδόν ενσωματωμένη στο αξίωμα και ότι ο πειρασμός να εκμεταλλευτείς αυτή την πληροφορία είναι αντικειμενικά τεράστιος. Και εδώ η αμερικανική εμπειρία λειτουργεί ως καθρέφτης και για την Ελλάδα, όπου αρκούμαστε σε τυπικές δηλώσεις πόθεν έσχες χωρίς ουσιαστική αξιοποίηση των δεδομένων και χωρίς σοβαρή διασταύρωση με τις αποφάσεις των επιτροπών της Βουλής.

Από αυτή τη διαπίστωση όμως δεν προκύπτει ότι πρέπει να απαγορεύσουμε στους πολιτικούς να επενδύουν ή να έχουν περιουσία. Ένας βουλευτής, ένα μέλος επιτροπής, ο επικεφαλής της εκάστοτε κοινοβουλευτικής ομάδας παραμένουν πολίτες με δικαίωμα ιδιοκτησίας, αποταμίευσης και επένδυσης.

Η ιδέα ότι όποιος αναλαμβάνει δημόσιο αξίωμα πρέπει να παραδίδει τα πάντα σε μια κρατική αρχή και να ζει σαν ασκητής μπορεί να ακούγεται «ηθικά καθαρή», αλλά στην πράξη αποκόβει τους πολιτικούς από την πραγματική οικονομία και ενισχύει την αντίληψη ότι ανήκουν σε μια άλλη κάστα. Δεν θέλουμε πολιτικές ηγεσίες που δεν έχουν ιδέα πώς λειτουργεί η αγορά. Θέλουμε όμως πολιτικές ηγεσίες που δεν μπορούν να την χειραγωγήσουν για προσωπικό όφελος.

Γι’ αυτό η σωστή αρχή, κατά τη γνώμη μου, είναι διπλή. Από τη μία, σεβόμαστε το δικαίωμα των ανθρώπων στην εξουσία να διαχειρίζονται τον πλούτο τους όπως όλοι οι πολίτες. Από την άλλη, οργανώνουμε το σύστημα έτσι ώστε κάθε προσπάθεια να χρησιμοποιήσουν την εσωτερική πληροφόρηση ή τη θεσμική τους δύναμη για να πλουτίσουν να είναι εξαιρετικά δύσκολη και εξαιρετικά επικίνδυνη γι’ αυτούς. Αυτό σημαίνει πραγματική διαφάνεια σε (σχεδόν) πραγματικό χρόνο στις συναλλαγές τους, αυτοματοποιημένη σύγκριση με κρατικά συμβόλαια, ρυθμίσεις, επιχορηγήσεις και κοινοβουλευτικές πρωτοβουλίες, ανεξάρτητες αρχές με αρμοδιότητα να ελέγχουν στοχευμένα τις ηγεσίες των επιτροπών και του Κοινοβουλίου, και ουσιαστικές ποινές: απώλεια αξιώματος και ποινική ευθύνη, όχι απλώς ένα πρόστιμο που θεωρείται «κόστος επιχειρηματικού ρίσκου».

Η μελέτη για το Κογκρέσο δεν αποδεικνύει ότι «όλοι τα τρώνε». Μας υπενθυμίζει όμως κάτι πιο σοβαρό: όπου συναντιέται μεγάλη πολιτική ισχύς με μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, η καλή πρόθεση και ο προσωπικός χαρακτήρας δεν είναι επαρκής δικλείδες ασφαλείας. Αν πραγματικά θέλουμε όσοι αποφασίζουν για τα δικά μας χρήματα να έχουν το δικαίωμα να επενδύουν τα δικά τους, τότε οφείλουμε να τους παρακολουθούμε με τέτοιο τρόπο ώστε να ξέρουν ότι, αν διασχίσουν τη γραμμή, δεν θα κερδίσουν απλώς «captain gains», αλλά θα πληρώσουν «captain pains» – πολιτικά, νομικά και ηθικά. Αυτό είναι το τίμημα της ελευθερίας όταν ασκείται μέσα στους θεσμούς: η λογοδοσία.