Όταν η αριστερά εγκαταλείπει την ελευθερία του λόγου

Η ιστορία έχει μια ειρωνεία που δύσκολα κρύβεται. Στη δεκαετία του ’60, το Berkeley έγινε το επίκεντρο του κινήματος για την ελευθερία του λόγου. Οι νέοι της αριστεράς τότε απαιτούσαν το δικαίωμα να ακουστούν, να αμφισβητήσουν, να ταράξουν τα νερά. Εξήντα χρόνια αργότερα, οι ιδεολογικοί τους απόγονοι πρωτοστατούν στο ακριβώς αντίθετο: στη φίμωση, στη λογοκρισία και - όλο και πιο συχνά - στη δικαιολόγηση της πολιτικής βίας.

Μια πρόσφατη έρευνα του Economist/YouGov (Σεπτέμβριος 2025) μετά τη δολοφονία του Charlie Kirk αποκαλύπτει το μέγεθος του προβλήματος. Στο ερώτημα αν η πολιτική βία μπορεί ποτέ να δικαιολογηθεί, το 10% των Αμερικανών απάντησε θετικά. Αν κοιτάξει κανείς όμως την ηλικιακή ομάδα 18–29, το ποσοστό εκτοξεύεται στο 15%. Και αν εστιάσουμε στους αυτοπροσδιοριζόμενους «liberals» (που στις ΗΠΑ σημαίνει προοδευτικός / αριστερός), η εικόνα είναι ακόμα πιο ανησυχητική: ένας στους πέντε (20%) δηλώνει ότι η βία μπορεί να είναι αποδεκτή όταν υπηρετεί πολιτικούς στόχους. Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό ανάμεσα σε όλες τις ιδεολογικές ομάδες.

Αυτό το εύρημα δεν είναι μια απλή στατιστική. Είναι καμπανάκι. Διότι η ίδια παράταξη που στο παρελθόν ύψωνε τη σημαία της ανεκτικότητας και της ελευθερίας, σήμερα προετοιμάζει το έδαφος για μια νέα μορφή αυταρχισμού, με «καλές προθέσεις» ως άλλοθι. Η κουλτούρα της ακύρωσης, οι επιθέσεις σε πανεπιστημιακούς ομιλητές, η δαιμονοποίηση κάθε αντίθετης άποψης, όλα αυτά συνθέτουν ένα περιβάλλον όπου η βία δεν μοιάζει πλέον ακραία, αλλά «κατανοητή».

Γιατί συνέβη αυτή η μεταστροφή; Πρώτον, η αριστερά έχει εγκλωβιστεί σε μια εμμονή με τις ταυτοτικές πολιτικές. Όταν το άτομο αντικαθίσταται από την «κοινότητα», το άνοιγμα προς διάλογο εξαφανίζεται. Δεύτερον, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ενισχύουν την πολεμική νοοτροπία: όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εχθρός. Και τρίτον, υπάρχει μια επικίνδυνη ηθική υπεροψία. Αν πιστεύεις ότι εκπροσωπείς το «καλό», τότε οποιοδήποτε μέσο - ακόμα και η βία - φαίνεται νομιμοποιημένο.

Η ιστορία όμως διδάσκει το αντίθετο. Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, που αγωνίστηκε για τα πολιτικά δικαιώματα μέσα σε καθεστώς πραγματικής καταπίεσης, απέρριπτε κατηγορηματικά τη βία. Γνώριζε ότι η νομιμοποίησή της δεν απελευθερώνει, αλλά καταστρέφει τη βάση κάθε δημοκρατικής κοινωνίας. Σήμερα, οι επίγονοι του κινήματός του παριστάνουν τους προοδευτικούς, ενώ κανονικοποιούν την ίδια λογική που χρησιμοποίησαν οι φασίστες και οι κομμουνιστές: «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα».

Η ελληνική εμπειρία δεν είναι πολύ διαφορετική. Από την ανοχή στη βία των «αντιφασιστών» μέχρι την εκδίωξη ομιλητών από πανεπιστημιακά αμφιθέατρα, βλέπουμε κι εδώ το ίδιο μοτίβο: η ελευθερία του λόγου δεν είναι δικαίωμα για όλους, αλλά προνόμιο για όσους συμφωνούν με την «ορθοδοξία» του εκάστοτε κινήματος. Όμως η βία, είτε προέρχεται από την άκρα δεξιά είτε από την άκρα αριστερά, έχει πάντοτε το ίδιο αποτέλεσμα: αποδυναμώνει τη Δημοκρατία και τρομοκρατεί την κοινωνία των πολιτών.

Η αλήθεια είναι σκληρή αλλά απλή: η ελευθερία του λόγου και η απόρριψη της πολιτικής βίας δεν είναι «δεξιές» ή «αριστερές» αρχές. Είναι το θεμέλιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας μας. Όποιος τις υπονομεύει, ανεξάρτητα από τις προθέσεις του, σπέρνει το έδαφος για αυταρχικά πειράματα. Και όταν οι νέοι - που θα έπρεπε να είναι οι πιο φανατικοί υπερασπιστές της ελευθερίας - αρχίζουν να αποδέχονται τη βία ως εργαλείο, τότε βρισκόμαστε μπροστά σε ένα πολύ επικίνδυνο ιστορικό πισωγύρισμα.

Αν η αριστερά θέλει να παραμείνει μέρος της φιλελεύθερης παράδοσης, οφείλει να θυμηθεί ξανά το αυτονόητο: ότι η Δημοκρατία ζει μόνο με πειθώ, όχι με ρόπαλα.