Η Ευρωπαϊκή Ένωση απέδειξε για άλλη μια φορά ότι δεν εμπιστεύεται τους πολίτες της. Το νέο πλαίσιο για τις «πολιτικές διαφημίσεις», ο κανονισμός Transparency and Targeting of Political Advertising (TTPA), που τέθηκε σε ισχύ αυτόν τον μήνα, παρουσιάζεται ως μέτρο διαφάνειας και προστασίας της Δημοκρατίας. Στην πραγματικότητα όμως, είναι ένα ακόμη βήμα προς μια Ευρώπη όπου ο πολιτικός λόγος επιτρέπεται μόνο όταν εγκρίνεται από τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών. Με πρόσχημα τη διαφάνεια, το κράτος-γραφειοκράτης διεκδικεί δικαιοδοσία πάνω στον τρόπο με τον οποίο οι πολίτες επικοινωνούν, οργανώνονται και εκφράζονται.
Ο TTPA επιβάλλει ένα δυσθεώρητο διοικητικό βάρος σε όποιον τολμά να ασχοληθεί με την πολιτική εκτός του κατεστημένου. Οι νέες απαιτήσεις για λεπτομερή καταγραφή χρηματοδότησης, αναλυτική παρουσίασης στοχευμένου κοινού, ακόμη και υποχρεωτική διατήρηση δεδομένων για χρόνια, μετατρέπουν την πολιτική έκφραση σε προνόμιο όσων έχουν νομικά τμήματα και επικοινωνιακούς συμβούλους. Ένας ανεξάρτητος πολίτης, ένα μικρό κόμμα ή μια τοπική πρωτοβουλία που θέλει να διαφημίσει τις ιδέες της στο διαδίκτυο, θα πρέπει να περάσει από μια γραφειοκρατική κρεατομηχανή που καταπνίγει κάθε αυθόρμητη φωνή. Η υποτιθέμενη ισότητα που ευαγγελίζεται η ΕΕ είναι μια αυταπάτη: οι κανόνες γράφονται πάντα για να τους αντέχουν οι ισχυροί.
Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι το πώς ορίζεται η ίδια η «πολιτική διαφήμιση». Ο κανονισμός είναι τόσο αόριστος, που μπορεί να περιλάβει σχεδόν κάθε δημόσια τοποθέτηση για κοινωνικό ζήτημα. Μια εκστρατεία υπέρ της ελευθερίας του λόγου, μια καμπάνια κατά της υπερφορολόγησης ή μια δράση για το περιβάλλον μπορούν ξαφνικά να χαρακτηριστούν «πολιτικές διαφημίσεις» και να υπόκεινται σε όλες τις ασφυκτικές υποχρεώσεις. Με αυτό τον τρόπο, η ΕΕ δεν ρυθμίζει απλώς τη διαφήμιση· ρυθμίζει τη γνώμη. Δημιουργεί ένα πλαίσιο όπου οι πολίτες θα φοβούνται να εκφραστούν, μήπως και παραβούν κάποιον αόρατο κανονισμό. Είναι η λογική του υπουργείου Αλήθειας μεταμφιεσμένη σε δημοκρατική πρόνοια.
Η απαγόρευση ή ο αυστηρός περιορισμός της στοχευμένης πολιτικής επικοινωνίας είναι το τελειωτικό χτύπημα. Οι Βρυξέλλες αντιμετωπίζουν τη στόχευση σαν κάτι ύποπτο, λες και το να απευθύνεσαι σε όσους ενδιαφέρονται για τις ιδέες σου είναι μορφή εξαπάτησης. Στην πραγματικότητα, η στοχευμένη επικοινωνία είναι η ουσία του πολιτικού διαλόγου.
Χωρίς αυτήν, οι καμπάνιες θα ξοδεύουν πόρους σε αδιάφορα ακροατήρια, τα μηνύματα θα αραιώνουν και ο δημόσιος λόγος θα καταλήγει ένας ανούσιος θόρυβος. Η υποκρισία είναι κραυγαλέα: οι ίδιες οι Βρυξέλλες χρησιμοποιούν στοχευμένα εργαλεία επικοινωνίας όταν θέλουν να προωθήσουν τις δικές τους πολιτικές. Όταν όμως τα ίδια εργαλεία είναι στα χέρια πολιτών και επιχειρήσεων, αναλαμβάνει η τεχνοφοβία.
Πίσω από τις τεχνικές λεπτομέρειες του TTPA κρύβεται κάτι βαθύτερο: ο φόβος της εξουσίας απέναντι στην ανεξάρτητη πολιτική έκφραση. Η ΕΕ βλέπει τους πολίτες ως δυνητική απειλή και όχι ως εταίρους στη Δημοκρατία. Κάθε φορά που οι ευρωπαίοι γραφειοκράτες μιλούν για «προστασία της δημοκρατίας», αυτό που εννοούν είναι περισσότερη εξουσία για τους ίδιους και λιγότερη ελευθερία για όλους τους υπόλοιπους. Δεν θέλουν να διορθώσουν τις αδυναμίες του πολιτικού συστήματος, αλλά να το αποστειρώσουν από οτιδήποτε απρόβλεπτο.
Η Ευρώπη οικοδομήθηκε πάνω στην ιδέα της ελεύθερης σκέψης και της ανταλλαγής ιδεών. Σήμερα, αυτή η ιδέα απειλείται όχι από κάποια εξωτερική δύναμη, αλλά από τους ίδιους τους θεσμούς της. Ο TTPA δεν φέρνει διαφάνεια, φέρνει περισσότερη σιωπή. Δεν προστατεύει τη δημοκρατία, τη μετατρέπει σε διαχειρίσιμη διαδικασία. Και αν συνεχίσουμε να ανεχόμαστε τέτοιες παρεμβάσεις, σύντομα η πολιτική θα είναι κάτι που γίνεται μόνο με άδεια. Οι πολίτες της Ευρώπης δεν χρειάζονται επιτρόπους για να τους επιτρέψουν να μιλήσουν. Χρειάζονται το θάρρος να υπερασπιστούν την ελευθερία τους - πριν αυτή κανονιστεί, ελεγχθεί και τελικά εξαφανιστεί.
