Η Κίνα εμφανίζεται τα τελευταία χρόνια στη διεθνή σκηνή ως υπέρμαχος του ελεύθερου εμπορίου, καταδικάζοντας δήθεν τον προστατευτισμό των δυτικών χωρών. Όμως, πίσω από αυτή τη βιτρίνα βρίσκεται μια πραγματικότητα που απέχει σημαντικά από την ελευθερία των αγορών και την ανοιχτή, δίκαιη εμπορική συναλλαγή. Οι πρακτικές που εφαρμόζει το Πεκίνο είναι χαρακτηριστικές του κρατικού καπιταλισμού, μιας στρατηγικής που υπονομεύει την ομαλή λειτουργία του παγκόσμιου εμπορικού συστήματος.
Ένα από τα βασικά εργαλεία που χρησιμοποιεί η Κίνα είναι η πρακτική του «dumping», δηλαδή η πώληση προϊόντων σε τιμές χαμηλότερες από το πραγματικό κόστος παραγωγής, χάρη στις κρατικές επιδοτήσεις που απολαμβάνουν οι κινεζικές επιχειρήσεις. Αυτή η πρακτική δημιουργεί τεχνητά χαμηλές τιμές, προκαλώντας τεράστια προβλήματα σε επιχειρήσεις και ολόκληρους κλάδους διεθνώς. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, για παράδειγμα, πρόσφατα επέβαλε υψηλούς δασμούς σε κινεζικά προϊόντα, όπως το διοξείδιο του τιτανίου, διαπιστώνοντας ότι πωλούνταν κάτω από το κόστος παραγωγής τους. Αντίστοιχες πρακτικές έχουν επηρεάσει πολλούς άλλους κλάδους, από τον χάλυβα μέχρι τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Παράλληλα, η Κίνα έχει επανειλημμένα καταγγελθεί για συστηματική κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας. Μέσω της υποχρεωτικής μεταφοράς τεχνογνωσίας και των κυβερνοεπιθέσεων, κινεζικές εταιρείες αποκτούν πρόσβαση σε ξένη τεχνολογία χωρίς να χρειάζεται να επενδύσουν στην καινοτομία και την έρευνα. Χαρακτηριστική περίπτωση ήταν η κυβερνοεπίθεση κατά των διακομιστών Microsoft Exchange, η οποία αποδόθηκε σε κινεζικές κρατικές υπηρεσίες. Αυτή η πρακτική επιτρέπει στην Κίνα να αποκτά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα εις βάρος επιχειρήσεων που επενδύουν τεράστια ποσά στην έρευνα και ανάπτυξη.
Ένα τρίτο ζήτημα αφορά στις τεράστιες κρατικές επιδοτήσεις προς κινεζικές επιχειρήσεις. Αυτές οι επιδοτήσεις, που φτάνουν το ύψος εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων, επιτρέπουν στις κινεζικές εταιρείες να κυριαρχούν σε στρατηγικούς τομείς όπως τα φωτοβολταϊκά πάνελ, οι τηλεπικοινωνίες και τα τρένα υψηλής ταχύτητας. Έτσι, προκαλούν υπερπροσφορά στις διεθνείς αγορές και διαστρεβλώνουν τους κανόνες ανταγωνισμού που ορίζει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ).
Η ειρωνεία είναι ότι, παρά τις πρακτικές αυτές, η Κίνα παρουσιάζεται ως υπερασπιστής του πολυμερούς εμπορικού συστήματος και κατηγορεί χώρες όπως οι ΗΠΑ και η ΕΕ για δήθεν προστατευτισμό όταν επιβάλλουν αντίμετρα. Όμως η αλήθεια είναι ότι η Κίνα εργαλειοποιεί τον ΠΟΕ, καταθέτοντας συνεχείς καταγγελίες κατά άλλων χωρών, ενώ η ίδια παραβιάζει συστηματικά βασικές αρχές όπως τη διαφάνεια και τη μη διάκριση.
Δυστυχώς, ο ΠΟΕ μέχρι σήμερα έχει αποδειχθεί αναποτελεσματικός στο να περιορίσει τις κινεζικές παραβιάσεις, κυρίως λόγω των αδύναμων μηχανισμών επιβολής των κανόνων και της αδυναμίας να αντιμετωπίσει τη στρατηγική αδιαφορία της Κίνας για τις αποφάσεις του. Έτσι, η ευθύνη της υπεράσπισης του εμπορίου έχει περάσει στα χέρια κρατών και περιφερειακών συνασπισμών, που αναγκάζονται να λαμβάνουν μονομερή μέτρα ως απάντηση στις επιθετικές κινεζικές πρακτικές.
Για να αποκατασταθεί η ισορροπία στο παγκόσμιο εμπόριο, απαιτούνται συντονισμένες ενέργειες από τις δημοκρατικές χώρες. Η επιβολή αντισταθμιστικών μέτρων για τα προϊόντα που ευνοούνται από τις κρατικές επιδοτήσεις, η ενίσχυση των διαδικασιών του ΠΟΕ και η απαίτηση από την Κίνα να συμμορφωθεί με τις δεσμεύσεις της, είναι απαραίτητες προϋποθέσεις.
Η Κίνα έχει κάθε δικαίωμα να επιλέγει το οικονομικό μοντέλο που επιθυμεί. Αυτό που δεν δικαιούται όμως είναι να εμφανίζεται ως θεματοφύλακας της ελεύθερης αγοράς ενώ εφαρμόζει πολιτικές που την παραβιάζουν κατάφωρα. Μέχρι να υπάρξει πραγματική αλλαγή στη στάση του Πεκίνου, κάθε αναφορά της Κίνας στην ανάγκη προστασίας του παγκόσμιου εμπορίου δεν θα είναι παρά μία ακόμη πράξη ενός μεγάλου πολιτικού θεάτρου.