Τις τελευταίες εβδομάδες πληθαίνουν οι φωνές – εντός και εκτός Νέας Δημοκρατίας – που πιέζουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη, να αλλάξει τον εκλογικό νόμο πριν από τις επόμενες εκλογές, ώστε να διασφαλιστεί η αυτοδυναμία. Το ίδιο συμβαίνει και με τα ΕΛΤΑ και μια σειρά άλλα ζητήματα.
Πρόκειται για μια λογική βραχυπρόθεσμης ασφάλειας, που όμως μακροπρόθεσμα θα λειτουργήσει εις βάρος τόσο της κυβέρνησης όσο και της χώρας.
Η ιστορική εμπειρία προσφέρει ξεκάθαρα παραδείγματα. Το 2016, όταν οι δημοσκοπήσεις έδειξαν πως η Νέα Δημοκρατία περνούσε για πρώτη φορά μπροστά από τον ΣΥΡΙΖΑ, η τότε κυβέρνηση Τσίπρα έσπευσε να υιοθετήσει την απλή αναλογική. Η επίσημη αιτιολόγηση μιλούσε για «δημοκρατική ισοτιμία ψήφου»· ο πραγματικός στόχος ήταν να δυσκολέψει την αυτοδυναμία της ΝΔ και να καταστήσει τον ΣΥΡΙΖΑ ρυθμιστή ή απαραίτητο κυβερνητικό εταίρο.
Ακόμη πιο χαρακτηριστικό είναι το προηγούμενο Παπανδρέου: στα τέλη της δεκαετίας του ’80, η ΝΔ κέρδιζε εκλογές με 45%, όμως δεν μπορούσε να κυβερνήσει λόγω «κομμένου» εκλογικού νόμου. Η οριακή πλειοψηφία του 1990 – με 47% – κατέρρευσε μέσα σε δύο χρόνια. Η πολιτική αστάθεια εκείνης της περιόδου καθυστέρησε κρίσιμες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες τελικά στοίχισαν ακριβά: η Ελλάδα οδηγήθηκε στη χρεοκοπία το 2010 με δομικές παθογένειες που έπρεπε να είχαν αντιμετωπιστεί από τη δεκαετία του ’90.
Σήμερα, μια ακόμη ευκαιριακή αλλαγή του εκλογικού συστήματος θα έστελνε λανθασμένο μήνυμα διεθνώς. Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε φάση ανάκαμψης: ικανοποιητικοί ρυθμοί ανάπτυξης, εντυπωσιακή αποκλιμάκωση χρέους, αναβαθμίσεις από οίκους αξιολόγησης, σημαντική πτώση του κόστους δανεισμού. Για να μετατραπεί αυτή η δυναμική σε σταθερή εισροή μακροπρόθεσμων επενδύσεων, η χώρα πρέπει να πείσει ότι διαθέτει θεσμική ωριμότητα – ότι δεν αλλάζει τους κανόνες του παιχνιδιού ανάλογα με τον κομματικό συσχετισμό.
Η αξιοπιστία χτίζεται με συνέπεια, όχι με μικροκομματικές παρεμβάσεις. Ένας σταθερός εκλογικός νόμος που επιτρέπει ομαλές εναλλαγές εξουσίας αποτελεί κρίσιμο κεφάλαιο για μια χώρα που θέλει να προσελκύσει σοβαρό κεφάλαιο.
Υπάρχει όμως και το κομματικό σκέλος. Οι «κερδισμένες έδρες» μιας καιροσκοπικής παρέμβασης είναι μαθηματικά αβέβαιες, πολιτικά όμως βέβαια ζημιογόνες. Το 45% των αναποφάσιστων σήμερα αυτοτοποθετείται στον χώρο του Κέντρου και της Κεντροδεξιάς. Πρόκειται για πολίτες που θέλουν μεταρρυθμίσεις, σοβαρότητα, προβλεψιμότητα, όχι κόλπα εκλογικής μηχανικής. Μια αλλαγή νόμου θα τους απομακρύνει οριστικά – και αυτό το κόστος δεν αντισταθμίζεται από κανένα μπόνους εδρών.
Η Νέα Δημοκρατία κερδίζει όταν εμφανίζεται ως δύναμη σταθερότητας, όχι ως ένας ακόμη χειριστής θεσμών με το βλέμμα στο κομματικό ταμείο. Ο κυνισμός δεν αποδίδει σε βάθος χρόνου. Αντιθέτως, η θεσμική συνέπεια είναι σήμερα το πιο πολιτικά κερδοφόρο – και εθνικά χρήσιμο – όπλο της κυβέρνησης.
Το ίδιο φυσικά ισχύει και με την οπισθοδρόμηση σε ζητήματα όπως αυτό με τα ΕΛΤΑ. Τα περί παρουσίας του κράτους σε κάθε γειτονιά της επικράτειας είναι φθηνές δικαιολογίες της πελατοκρατίας. Όπως έλεγε και ο Σίλας Σεραφείμ χθες την εποχή του εξηλεκτρισμού το αραχνιασμένο εργοστάσιο με τις λάμπες πετρελαίου πρέπει να κλείσει.
Η κυβέρνηση δεν πρέπει να κάνει πίσω. Είναι ζητήματα αξιοπιστίας πρωτίστως αλλά και σκοπιμότητας δευτερευόντως...

📬🖊️ Επιστολές αναγνωστών
Απόδραση από τη Νέα Υόρκη
Κύριε Στούπα,
Επί τη ευκαιρία του πράγματι εύστοχου και κατατοπιστικού άρθρου σας της 6ης Νοεμβρίου θα ήθελα απλά να προσθέσω ότι ο νέος «αριστερός» δήμαρχος της Νέας Υόρκης αποτελεί «προϊόν των καιρών μας».
Εμφατική και αναπόφευκτη εξέλιξη της παρακμής του δυτικού κόσμου μετά το 2000.
Το πλέον ανησυχητικό είναι ότι δυστυχώς αυξάνονται σε όλη τη Δύση οι μικρομεσαίες εκείνες μάζες οι οποίες είναι πρόθυμες να ακούσουν, να ακολουθήσουν και να ψηφίσουν εκείνους που υπόσχονται άμεση επίλυση των προβλημάτων «με ένα νόμο και ένα άρθρο».
Για άλλη μια φορά ο Μαζάουερ επιβεβαιώνεται. Η Ελλάδα λειτουργεί ως προπομπός ευρύτερων ανακατατάξεων και εξελίξεων στον δυτικό κόσμο.
Σας ευχαριστώ
Διονύσης Μούσουρας
