Πρόσφατα σε μια τηλεοπτική εκπομπή με ρώτησαν τι θα γινόταν αν ο Τσάρλι Κερκ ήταν αριστερός. Η απάντηση είναι απλή: σήμερα θα ζούσαμε ένα παγκόσμιο πένθος. Θα βλέπαμε δακρύβρεχτα αφιερώματα, ταινίες τεκμηρίωσης, καμπάνιες για την καταπολέμηση του «λόγου μίσους» και πλατείες γεμάτες με κεριά και πανό. Οι εφημερίδες θα έγραφαν για τον «μάρτυρα της Δημοκρατίας» και τα πανεπιστήμια θα τον έκαναν σύμβολο της γενιάς τους.
Αντί γι’ αυτό, τι είδαμε; Μια χλιαρή καταδίκη και αμέσως μετά την προσθήκη του μοιραίου «ναι, αλλά». Ναι, αλλά ήταν υπέρ της οπλοκατοχής. Ναι, αλλά έσπερνε μίσος. Ναι, αλλά προκάλεσε τη μοίρα του. Ακόμη και η γυναίκα του, που λίγες ώρες μετά την απώλεια δήλωσε ότι θα συνεχίσει το έργο του άντρα της με όλες τις δυνάμεις της, λοιδορήθηκε δημόσια. Ένα έθνος που πριν λίγα χρόνια ύψωνε πένες για το Charlie Hebdo, τώρα γυρνούσε την πλάτη σε έναν δολοφονημένο συντηρητικό.
Η σύγκριση δεν είναι τυχαία. Το Charlie Hebdo ήταν γνωστό για τις αριστερές του πεποιθήσεις. Η σφαγή του προκάλεσε την οικουμενική κατακραυγή και το παγκόσμιο σύνθημα «Je Suis Charlie». Η Δύση το αγκάλιασε ως σύμβολο ελευθερίας λόγου. Όταν όμως το θύμα είναι ο Kirk, δεν υπάρχει ούτε «Je Suis Charlie», ούτε πορείες, ούτε πένες υψωμένες. Υπάρχει απλώς η υποκριτική καταδίκη της βίας την οποία διαδέχεται η απόπειρα να γίνει το θύμα θύτης.
Αυτό το φαινόμενο δεν περιορίζεται στη δολοφονία του Kirk. Το ζήσαμε ξανά και ξανά. Θυμηθείτε το Καπιτώλιο το 2021. Η εισβολή ορθώς παρουσιάστηκε ως «πλήγμα στη Δημοκρατία». Οι εικόνες έπαιζαν ασταμάτητα για μήνες. Λίγους μήνες νωρίτερα, οι ταραχές του «Black Lives Matter» είχαν αφήσει πίσω τους νεκρούς, καμένες πόλεις και τοπικά κοινοβούλια, και δισεκατομμύρια σε ζημιές. Εκεί η αφήγηση ήταν «κυρίως ειρηνικές διαδηλώσεις» και «δίκαιη οργή». Δύο βίαια γεγονότα, δύο εντελώς διαφορετικά μέτρα.
Το ίδιο και στην πανδημία. Οι πολίτες που διαμαρτύρονταν ενάντια στα lockdown βαφτίστηκαν «δολοφόνοι των γιαγιάδων» από τους ειδικούς. Όταν όμως εκατομμύρια ξεχύθηκαν στους δρόμους για το «BLM», οι ίδιοι ειδικοί υπέγραφαν επιστολές που έλεγαν ότι αυτές οι συναθροίσεις δεν ήταν απλώς ανεκτές αλλά «δημόσια υγειονομική αναγκαιότητα». Ο κορονοϊός, φαίνεται, μολύνει μόνο τους πολιτικά ανεπιθύμητους.
Το ίδιο μοτίβο το βλέπουμε και στις απόπειρες δολοφονίας. Όταν πυροβόλησαν τον Τραμπ, οι καταδίκες συνοδεύτηκαν από το καταραμένο «ναι, αλλά». «Το κλίμα το προκάλεσε μόνος του». Δηλαδή το θύμα ήταν ένοχο για την ίδια του την επίθεση. Αντίθετα, όταν πυροβολήθηκε η Γκάμπι Γκίφορντς, η συμπάθεια ήταν καθολική και χωρίς αστερίσκους. Για τον Τραμπ ήταν υπό όρους.
Και φυσικά, υπάρχει το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα: ο θάνατος πολιτικών ηγετών. Όταν πέθανε η Μάργκαρετ Θάτσερ, οι δρόμοι γέμισαν με πανηγυρισμούς και τραγούδια. Το 2020, όταν πέθανε η Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ, κάθε ψίθυρος κριτικής θεωρήθηκε ιεροσυλία. Η χαρά για τον θάνατο συντηρητικών είναι δικαίωμα. Η αμφισβήτηση προοδευτικών αγίων είναι μισαλλοδοξία.
Όλα αυτά συνθέτουν την ίδια εικόνα: οι προοδευτικοί δεν πιστεύουν πραγματικά σε αρχές. Δεν πιστεύουν στην ελευθερία λόγου, δεν πιστεύουν στη Δικαιοσύνη. Χρησιμοποιούν τις αρχές ως όπλο, μόνο όταν τους βολεύει. Και τις πετούν αμέσως μόλις στραφούν εναντίον τους.
Δικαιοσύνη σημαίνει να εφαρμόζεις τους ίδιους κανόνες για όλους. Οι προοδευτικοί κάνουν το αντίθετο: επιβάλλουν κανόνες στους άλλους και εξαιρούν τον εαυτό τους. Αυτό δεν είναι ηθικό πλεονέκτημα. Μειονέκτημα είναι.
Η κοινωνία δεν μπορεί να ζήσει με δύο μέτρα και δύο σταθμά. Δεν μπορεί να υπάρξει ελευθερία αν αυτή ισχύει μόνο για όσους έχουν τις σωστές απόψεις. Το μόνο παρήγορο είναι ότι πλέον ο κόσμος βλέπει πιο καθαρά αυτή την υποκρισία και τους γυρίζει την πλάτη. Αυτό δεν σημαίνει ότι στρέφεται απαραίτητα σε καλύτερες επιλογές· σημαίνει όμως ότι οι προοδευτικοί φωστήρες δεν μπορούν πλέον ανενόχλητοι να κρύβουν τις προθέσεις τους πίσω από τον μανδύα του δικαιωματισμού και της φιλελεύθερης Δημοκρατίας. Το προσωπείο έπεσε.