Γιατί ο Ρίγκαν είχε δίκιο με τους ελεγκτές – και γιατί η Ελλάδα χρειάζεται το ίδιο θάρρος

Το καλοκαίρι του 1981, ο Ρόναλντ Ρίγκαν βρέθηκε αντιμέτωπος με μια από τις ισχυρότερες συντεχνίες της Αμερικής: τους ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας. Απαιτούσαν υπέρογκες αυξήσεις και μείωση του ωραρίου. Κήρυξαν απεργία, αν και ο νόμος την απαγόρευε ρητά. Ο Ρίγκαν έδωσε διορία 48 ωρών για να επιστρέψουν στη δουλειά. Δεν υπάκουσαν. Απάντησε με τον πιο σκληρό τρόπο: απέλυσε πάνω από 11.000 ελεγκτές και απαγόρευσε την επαναπρόσληψή τους για χρόνια. Εκείνη η απόφαση έμεινε στην ιστορία. Όχι γιατί έλυσε όλα τα προβλήματα του κλάδου, αλλά γιατί έστειλε το μήνυμα ότι κανείς δεν είναι υπεράνω του νόμου. Και κυρίως ότι η κοινωνία δεν μπορεί να μένει όμηρος μιας συντεχνίας που παίζει με την ασφάλεια και την καθημερινότητα εκατομμυρίων πολιτών.

Σαράντα τρία χρόνια μετά, η Ελλάδα ζει το ίδιο έργο σε επανάληψη. Οι ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας προκήρυξαν 24ωρη απεργία για την 1η Οκτωβρίου, συμμετέχοντας στο κάλεσμα της ΑΔΕΔΥ. Το αποτέλεσμα; Χιλιάδες πτήσεις ακυρώνονται, τουρίστες και επαγγελματίες μένουν εγκλωβισμένοι, οικογένειες ταλαιπωρούνται, η οικονομία δέχεται πλήγμα.

Όλα αυτά στο όνομα μιας αντίδρασης στο νέο νομοσχέδιο για τον εκσυγχρονισμό της υπηρεσίας πολιτικής αεροπορίας. Εδώ όμως δεν μιλάμε για έναν τυχαίο κλάδο του δημοσίου. Οι ελεγκτές δεν είναι υπάλληλοι γραφείου που αν απεργήσουν καθυστερεί ένα έγγραφο. Ελέγχουν τον εναέριο χώρο της χώρας. Στα χέρια τους βρίσκεται η ασφάλεια επιβατών, πληρωμάτων, αερομεταφορών. Όταν αυτοί σηκώνουν τα χέρια, δεν τιμωρούν την κυβέρνηση. Τιμωρούν τους πολίτες. Και το κάνουν από θέση ισχύος.

Οι ελεγκτές ανήκουν στους πλέον προνομιούχους του ελληνικού δημοσίου: με μισθούς που ξεπερνούν κατά πολύ τον μέσο δημόσιο υπάλληλο, με εξαιρετικές συνθήκες εργασίας και με πλήρη εργασιακή ασφάλεια. Παρ’ όλα αυτά, χρησιμοποιούν το μοναδικό τους όπλο για να παραλύσουν τη χώρα όποτε θέλουν. Αυτό δεν είναι δικαίωμα. Είναι εκβιασμός. 

Ας είμαστε ειλικρινείς: οι απεργίες αυτού του τύπου δεν έχουν καμία σχέση με «εργατικούς αγώνες». Είναι προκλητικές πράξεις που στοχεύουν να γονατίσουν το κράτος και να εκβιάσουν την κοινωνία. Όποιος θέλει να διεκδικήσει καλύτερους όρους εργασίας, έχει δικαίωμα να το κάνει με θεσμικό τρόπο. Όχι μετατρέποντας τις αερομεταφορές σε ρωσική ρουλέτα. 

Εδώ ακριβώς βρίσκεται η επικαιρότητα του παραδείγματος Ρίγκαν. Ο Αμερικανός πρόεδρος δεν έτρεμε το πολιτικό κόστος. Επέβαλε τον νόμο γιατί κατάλαβε ότι αν άφηνε μια τέτοια παράνομη απεργία να περάσει, το κράτος θα έχανε κάθε αξιοπιστία. Στην πολιτική, η δειλία πληρώνεται πανάκριβα. Η αποφασιστικότητα, αντίθετα, δημιουργεί σεβασμό. Η Ελλάδα χρειάζεται το ίδιο θάρρος. 

Δεν μπορεί κάθε συντεχνία να νομίζει ότι κρατάει το μαχαίρι και το πεπόνι. Δεν μπορεί κάθε «ιερή αγελάδα» του δημοσίου να απειλεί ότι θα σταματήσει τη χώρα μέχρι να ικανοποιηθούν τα αιτήματά της. Το κράτος οφείλει να θέσει ξεκάθαρα όρια: σε κρίσιμες υπηρεσίες, η απεργία δεν μπορεί να είναι όπλο εκβιασμού. Αν θέλουν οι ελεγκτές να λειτουργούν σαν εργαζόμενοι σε ιδιωτική εταιρεία, ας πάνε στον ιδιωτικό τομέα και ας αναλάβουν και το ρίσκο. Το επιχείρημα ότι «πλήττουμε την κυβέρνηση» είναι ψευδές. Δεν πλήττουν την κυβέρνηση. Πλήττουν τον εργαζόμενο που έχασε τη δουλειά του στο εξωτερικό γιατί δεν μπόρεσε να πετάξει. Πλήττουν τον τουρίστα που ακύρωσε τις διακοπές του. Πλήττουν τον μικρομεσαίο που βλέπει τον τζίρο του να καταρρέει. Πλήττουν τον φοιτητή που χάνει εξετάσεις, τον ασθενή που χάνει ραντεβού. Αυτοί είναι τα θύματα. Αν λοιπόν οι κυβερνώντες θέλουν πραγματικά να αποδείξουν ότι η Ελλάδα είναι μια σοβαρή ευρωπαϊκή χώρα, πρέπει να τολμήσουν να ακολουθήσουν τον δρόμο Ρίγκαν. Να δείξουν ότι ο νόμος ισχύει για όλους. Ότι η κοινωνία δεν είναι όμηρος κανενός. Ότι η δημόσια ασφάλεια δεν μπαίνει σε παζάρι. 

Ο Ρίγκαν είχε δίκιο  γιατί προτίμησε να χάσει τη συμπάθεια μιας συντεχνίας, παρά να χάσει την αξιοπιστία ενός κράτους. Αν η Ελλάδα θέλει να προχωρήσει μπροστά, πρέπει να δείξει την ίδια αποφασιστικότητα. Και να καταλάβουν όλοι — από τους ελεγκτές μέχρι τους τελευταίους δημόσιους υπαλλήλους — ότι το δικαίωμα τους στην απεργία σταματά εκεί που αρχίζει η ελευθερία και η ασφάλεια της κοινωνίας.