Η Ελλάδα αλλάζει πρόσωπο. Οι δημοσιονομικοί δείκτες είναι υγιείς, οι αγορές μας εμπιστεύονται ξανά, η οικονομική ελευθερία βελτιώνεται. Στα χαρτιά, η χώρα δείχνει πιο ισχυρή από ποτέ τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Κι όμως, ο μέσος εργαζόμενος, η οικογένεια της μεσαίας τάξης, δεν βλέπουν την αλλαγή στο πορτοφόλι τους.
Το supermarket παραμένει ακριβό, το ενοίκιο ανεβαίνει, ο μισθός φτάνει ίσα-ίσα. Το ερώτημα είναι αναπόφευκτο: πώς γίνεται η χώρα να προοδεύει ενώ οι πολίτες νιώθουν στάσιμοι;
Η απάντηση είναι λιγότερο μυστηριώδης απ’ όσο φαίνεται. Οι μακροοικονομικοί δείκτες αποτυπώνουν την πορεία του συνόλου, όχι την καθημερινή εμπειρία. Η βελτίωση του ΑΕΠ, η μείωση του χρέους ως ποσοστό του εισοδήματος, η αύξηση της ανταγωνιστικότητας είναι θεμελιώδη βήματα. Όμως οι θετικοί αυτοί αριθμοί χρειάζονται χρόνο για να μετατραπούν σε μισθούς, νέες δουλειές και πραγματική αγοραστική δύναμη.
Οικονομίες που βγαίνουν από μια δεκαετή κρίση δεν αναγεννιούνται με το πάτημα ενός κουμπιού. Χρειάζονται επενδύσεις, οι οποίες με τη σειρά τους χρειάζονται εμπιστοσύνη. Χρειάζεται βελτίωση της παραγωγικότητας, η οποία δεν αυξάνεται από τη μια μέρα στην άλλη. Χρειάζονται επιχειρήσεις που να αναλαμβάνουν ρίσκο, να καινοτομούν, να δημιουργούν θέσεις εργασίας. Κι όλα αυτά δεν συμβαίνουν ταυτόχρονα με την πρώτη θετική αξιολόγηση από τους διεθνείς οίκους.
Η μεσαία τάξη ειδικά βιώνει την υστέρηση πιο έντονα. Γιατί; Διότι κουβαλά ακόμα τις πληγές της δεκαετίας των μνημονίων. Υπερφορολογήθηκε, έχασε περιουσία, είδε τους μισθούς της να συρρικνώνονται. Το γεγονός ότι σήμερα πληρώνει λιγότερους φόρους σε σχέση με το 2015 δεν σημαίνει ότι ξεφορτώθηκε το βάρος. Οι απώλειες εκείνης της περιόδου λειτουργούν σαν βαρίδι που καθυστερεί την ανάκαμψη του διαθέσιμου εισοδήματος.
Αν κοιτάξουμε την οικονομική ιστορία, το φαινόμενο δεν είναι πρωτόγνωρο. Καμία χώρα που πέρασε από αυστηρό κρατισμό και δημοσιονομική εκτροπή σε μεταρρυθμίσεις και ελευθερία δεν είδε την καθημερινότητα να αλλάζει αμέσως.
Η Ιρλανδία της δεκαετίας του ’80 χρειάστηκε σχεδόν δεκαπέντε χρόνια μέχρι να δρέψει τους καρπούς της «Κελτικής Τίγρης». Η Ισπανία μετά τον Φράνκο χρειάστηκε μία γενιά για να δει πραγματικά ευρωπαϊκούς μισθούς. Η οικονομία δεν λειτουργεί ως θαύμα. Λειτουργεί ως διαδικασία.
Υπάρχει λοιπόν ελπίδα; Ναι, και μάλιστα σοβαρή. Διότι η κατεύθυνση είναι σωστή. Η Ελλάδα καταγράφει ρεκόρ επενδύσεων. Η ανεργία, έστω αργά, μειώνεται.
Οι εξαγωγές αυξάνονται. Οι εταιρείες τεχνολογίας και logistics εγκαθίστανται στη χώρα. Αυτές οι εξελίξεις δεν φαίνονται ακόμα στον μισθό του 30χρονου υπαλλήλου σε μια τράπεζα ή στον τζίρο του μικρομεσαίου επαγγελματία, αλλά προετοιμάζουν το έδαφος για το αύριο.
Αυτό που χρειάζεται είναι υπομονή και επιμονή στη μεταρρυθμιστική πορεία. Όχι πισωγυρίσματα σε συνθήματα τύπου «δώστε τα όλα σε επιδόματα», όχι εύκολες λύσεις που υπόσχονται θαύματα. Το κράτος δεν μπορεί να φέρει ευημερία με διατάγματα. Μπορεί μόνο να εγγυηθεί σταθερότητα, να μειώσει τα εμπόδια, να επιτρέψει στην ιδιωτική πρωτοβουλία να ξεδιπλώσει το δυναμικό της.
Η δυσκολία σήμερα είναι να πείσουμε τους πολίτες ότι η πορεία αυτή θα αποδώσει. Γιατί το supermarket δεν περιμένει. Ο λογαριασμός της ΔΕΗ δεν έχει «υπομονή». Κι εδώ χρειάζεται ρεαλισμός: η βελτίωση θα έρθει, αλλά θα έρθει σταδιακά. Η κοινωνία μας δεν είναι καταδικασμένη στη μιζέρια. Είναι σε μια φάση μετάβασης όπου οι θυσίες δεν έχουν ακόμα αποδώσει πλήρως.
Η Ελλάδα, για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση. Αν συνεχίσουμε σταθερά, η καθημερινότητα θα ακολουθήσει τους δείκτες. Το στοίχημα είναι να μη χάσουμε την πίστη μας στη διαδικασία. Γιατί η ελευθερία, οι επενδύσεις και η εμπιστοσύνη δεν είναι θεωρητικά μεγέθη. Είναι οι σπόροι της αυριανής ευημερίας. Και αυτοί οι σπόροι έχουν ήδη φυτευτεί.