Το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο στηρίζεται σε εξαντλητική φορολόγηση

Η νέα μελέτη του Institut Économique Molinari επιχειρεί κάτι σπάνιο: μια σύγκριση της συνολικής φορολογικής επιβάρυνσης των εργαζομένων με τρόπο απολύτως συγκρίσιμο μεταξύ χωρών. Σε αντίθεση με άλλες έρευνες που εξετάζουν μόνο τον φόρο εισοδήματος, εδώ καταγράφεται το πραγματικό βάρος της εργασίας. Αυτό περιλαμβάνει τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης που πληρώνει ο εργοδότης, τις εισφορές που παρακρατούνται από τον εργαζόμενο, τον φόρο εισοδήματος και τον ΦΠΑ που εκτιμάται ότι καταβάλλεται από την κατανάλωση μέρους του καθαρού εισοδήματος. Το αποτέλεσμα είναι ένας ενιαίος δείκτης που δείχνει πόσο ποσοστό του συνολικού κόστους απασχόλησης καταλήγει τελικά στο κράτος και πόσο παραμένει πραγματικά διαθέσιμο στον εργαζόμενο.

Το 2024, ο μέσος πραγματικός φορολογικός συντελεστής στην Ευρώπη διαμορφώθηκε στο 43,8%, ελαφρώς μειωμένος σε σχέση με προηγούμενες χρονιές, αλλά και πάλι υψηλότερος από τον παγκόσμιο μέσο όρο του 41,6%. Με άλλα λόγια, σχεδόν το μισό του κόστους εργασίας χάνεται σε φόρους και εισφορές. Η Γαλλία εξακολουθεί να κατέχει την πρώτη θέση με ποσοστό 54,0%. Στη δεύτερη και τρίτη θέση βρίσκονται το Βέλγιο (53,5%) και η Αυστρία (52,9%), ενώ ακολουθεί η Γερμανία με 51,2%. Η Ελλάδα βρίσκεται κοντά στον μέσο όρο της ΕΕ, με συνολική επιβάρυνση 44,4%. Αυτό σημαίνει ότι από τα 24.351 ευρώ που κοστίζει στον εργοδότη ένας μέσος εργαζόμενος, μόνο τα 13.532 ευρώ παραμένουν καθαρό διαθέσιμο εισόδημα.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση των χωρών που υιοθέτησαν τον ενιαίο φορολογικό συντελεστή, ή αλλιώς flat tax. Όταν εισήχθησαν οι ενιαίοι φορολογικοί συντελεστές στη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Ουγγαρία και την Εσθονία, το επιχείρημα ήταν απλό και ελκυστικό: ένα διαφανές και χαμηλό φορολογικό πλαίσιο που θα κρατούσε το βάρος του κράτους υπό έλεγχο και θα απελευθέρωνε τις δυνάμεις της ανάπτυξης. Η πραγματικότητα εξελίχθηκε διαφορετικά. Οι κυβερνήσεις, αντί να περιορίσουν τις δαπάνες τους, βρήκαν άλλους τρόπους να αυξήσουν τα έσοδα. Έτσι, οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης εκτοξεύθηκαν σε επίπεδα υψηλότερα από τον μέσο όρο, ενώ και οι συντελεστές ΦΠΑ αυξήθηκαν δραματικά.

Σήμερα, το συνολικό φορολογικό βάρος στις χώρες με flat tax ξεπερνά σε αρκετές περιπτώσεις το 46%, δηλαδή υψηλότερα από χώρες με προοδευτική φορολογία εισοδήματος. Με άλλα λόγια, το flat tax προδόθηκε από τις ίδιες τις κυβερνήσεις που την υιοθέτησαν. Αντί να αποτελέσει εγγύηση περιορισμένου κράτους, μετατράπηκε σε εργαλείο επικοινωνιακής πολιτικής, ενώ στην πράξη η επιβάρυνση της εργασίας συνέχισε να αυξάνεται μέσω έμμεσων και «αόρατων» φόρων.

Τα υψηλά ποσοστά φορολόγησης δεν εξηγούνται μόνο από πολιτική βούληση αλλά συνδέονται με δύο δομικά προβλήματα της Ευρώπης. Πρώτον, το δημόσιο χρέος. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν δανειστεί σε βαθμό που η εξυπηρέτηση του χρέους απαιτεί σταθερή και αυξανόμενη φορολογική ροή. Η πανδημία και οι πρόσφατες αμυντικές δαπάνες ενίσχυσαν ακόμη περισσότερο αυτή την εξάρτηση. Δεύτερον, η γήρανση του πληθυσμού. Με το ποσοστό των πολιτών άνω των 65 ετών να ξεπερνά ήδη το 20% σε πολλές χώρες, οι δαπάνες για συντάξεις και υγειονομική περίθαλψη διογκώνονται συνεχώς. Το βάρος μεταφέρεται στους όλο και λιγότερους εργαζόμενους.

Το αποτέλεσμα είναι προφανές: η εργασία καθίσταται ακριβή, η απασχόληση μειώνεται και οι επιχειρήσεις χάνουν ανταγωνιστικότητα. Η ελευθερία μετακίνησης εντός της ΕΕ και η εξ αποστάσεως εργασία επιτρέπουν στους πιο παραγωγικούς εργαζόμενους να αναζητήσουν χαμηλότερη φορολογία αλλού. Έτσι, οι χώρες που επιμένουν σε βαριά φορολογικά καθεστώτα κινδυνεύουν να χάσουν το πιο δυναμικό κομμάτι του ανθρώπινου κεφαλαίου τους.

Η μελέτη του Molinari δείχνει καθαρά ότι η Ευρώπη παραμένει πρωταθλήτρια στη φορολόγηση της εργασίας. Ακόμη και οι χώρες που υιοθέτησαν το flat tax, με την υπόσχεση απλότητας και ανάπτυξης, βρήκαν τρόπους να αυξήσουν το βάρος μέσω εισφορών και έμμεσων φόρων. Η προδοσία αυτή δεν είναι απλώς πολιτική αθέτηση. Είναι ένδειξη ότι χωρίς περιορισμό του κράτους και ειλικρινή φορολογική μεταρρύθμιση, η Ευρώπη θα συνεχίσει να εγκλωβίζεται σε ένα μοντέλο υψηλών φόρων, χαμηλής ανταγωνιστικότητας και διαρκούς φυγής ταλέντων.