Το δικαίωμα των γονέων εναντίον της κρατικής ιδεολογίας

Η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, την Παρασκευή που μας πέρασε, στην υπόθεση Mahmoud v. Taylor έρχεται να επιβεβαιώσει μια αρχή που πολλοί φαίνεται να έχουν ξεχάσει: τα παιδιά ανήκουν στις οικογένειές τους, όχι στο κράτος.

Η υπόθεση ξεκίνησε όταν η σχολική περιφέρεια του Μοντγκόμερι στο Μέριλαντ επέβαλε τη διδασκαλία «LGBTQ+-θετικών» ιστοριών και βιβλίων σε παιδιά δημοτικού, χωρίς να παρέχει στους γονείς τη δυνατότητα εξαίρεσης. Οι γονείς που αντέδρασαν δεν ζήτησαν να απαγορευτούν τα βιβλία. Ζήτησαν κάτι πολύ πιο μετριοπαθές: να έχουν το δικαίωμα να εξαιρέσουν τα παιδιά τους από συγκεκριμένα μαθήματα που συγκρούονται με τις θρησκευτικές και ηθικές τους πεποιθήσεις.

Η απάντηση του σχολείου ήταν αποκαλυπτική: όχι μόνο η συμμετοχή είναι υποχρεωτική, αλλά και τα παιδιά που εκφράζουν διαφορετική άποψη θα διορθώνονται από τους δασκάλους, διότι τέτοιες απόψεις θεωρούνται «προσβλητικές». Οι δάσκαλοι έλαβαν επίσημη καθοδήγηση για το πώς να «διορθώνουν» και να «αναδομούν» τις σκέψεις των μαθητών. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν οι έξι από τους εννιά ανώτατους δικαστές των ΗΠΑ ήταν ότι σχολείο δεν ήθελε απλώς να παρουσιάσει μια άποψη. Ήθελε να την επιβάλλει.

Οι υποστηρικτές της πολιτικής του σχολείου υποστήριξαν ότι πρόκειται για ζήτημα «αποδοχής», «σεβασμού στη διαφορετικότητα» και «καταπολέμησης των διακρίσεων». Οι γονείς, από την άλλη, τόνισαν ότι δεν αρνούνται την ύπαρξη διαφορετικών επιλογών. Αυτό που αρνούνται είναι το δικαίωμα του κράτους να υποκαθιστά τους γονείς στις πιο ευαίσθητες πτυχές της ανατροφής ενός παιδιού.

Το Ανώτατο Δικαστήριο απεφάνθη υπέρ των γονέων, υπενθυμίζοντας ότι η ελευθερία της θρησκευτικής έκφρασης και το δικαίωμα των γονέων να καθοδηγούν την ανατροφή των παιδιών τους είναι συνταγματικά κατοχυρωμένα. Το κράτος δεν μπορεί να υποχρεώνει τα παιδιά να συμμετέχουν σε ιδεολογικές διδασκαλίες που συγκρούονται με τις αξίες της οικογένειάς τους, χωρίς να δίνει στους γονείς τη δυνατότητα να επιλέξουν διαφορετικά.

Ας το ξεκαθαρίσουμε: Η υπεράσπιση των γονεϊκών δικαιωμάτων δεν αποτελεί καμουφλάζ της μισαλλοδοξίας ούτε της περιθωριοποίησης της LGBT κοινότητας. Κανείς δεν υποστηρίζει την απόκρυψη ή τον αποκλεισμό της ύπαρξης διαφορετικών ανθρώπων και επιλογών. Η ουσία της υπόθεσης δεν είναι η αποδοχή ή η απόρριψη των LGBT ατόμων. Η ουσία είναι ποιος έχει τον τελικό λόγο για το πότε και πώς θα έρθει σε επαφή το παιδί με ευαίσθητα θέματα ηθικής και ταυτότητας. Το δικαίωμα αυτό ανήκει στους γονείς, όχι στο κράτος.

Ας πούμε λοιπόν τα πράγματα με το όνομά τους. Όταν η υποχρεωτική εκπαίδευση μετατρέπεται σε εργαλείο ιδεολογικής επιβολής, τότε περνάμε τη διαχωριστική γραμμή. Το σχολείο υπάρχει για να διδάσκει, όχι για να επιβάλλει. Οι δάσκαλοι δεν είναι λειτουργοί κρατικής προπαγάνδας. Η υποχρεωτική συμμετοχή χωρίς δυνατότητα εξαίρεσης και η ποινικοποίηση της διαφωνίας δεν είναι εκπαίδευση. Είναι πλύση εγκεφάλου.

Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι μια νίκη της «δεξιάς» έναντι της «αριστεράς» ούτε μια ήττα για την ανεκτικότητα και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Είναι μια νίκη της ελευθερίας έναντι της αυθαιρεσίας. Είναι μια υπενθύμιση ότι σε μια ελεύθερη κοινωνία δεν δύναται να υπάρχει κρατική ιδεολογία που επιβάλλεται υποχρεωτικά στα ανήλικα παιδιά μας. Υπάρχουν γονείς που έχουν λόγο. Υπάρχουν παιδιά που δικαιούνται να μεγαλώσουν χωρίς κρατικό χειρισμό της συνείδησής τους.

Το Ανώτατο Δικαστήριο έκανε αυτό που αρκετοί πολιτικοί της Δύσης φοβούνται: έβαλε όρια στην κρατική αυθαιρεσία. Υπενθύμισε ότι τα παιδιά δεν είναι πειραματόζωα κρατικών ιδεολογιών. Δεν είναι ιδιοκτησία του σχολείου. Δεν είναι ουδέτερα πεδία μάχης για πολιτισμικούς πολέμους. Είναι παιδιά. Και πρώτα απ’ όλα, είναι παιδιά των γονιών τους.