Σε πρόσφατη έκθεσή του, το ΔΝΤ αναγνωρίζει ότι η Ελλάδα έχει μεν θετική βραχυπρόθεσμη προοπτική, αλλά προειδοποιεί πως η ανθεκτική ανάπτυξη, η δημοσιονομική βιωσιμότητα και η χρηματοπιστωτική σταθερότητα εξαρτώνται από την «επιτάχυνση φιλόδοξων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων». Η σύσταση είναι ήπια, διατυπωμένη στη γνώριμη διπλωματική γλώσσα του Ταμείου, αλλά το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: χωρίς πραγματικές αλλαγές στη δομή της οικονομίας, η χώρα θα παραμείνει καθηλωμένη σε μια εύθραυστη ισορροπία.
Το πρόβλημα είναι ότι η λέξη «μεταρρύθμιση» έχει χάσει κάθε συγκεκριμένο περιεχόμενο. Όλοι την επικαλούνται, κανείς δεν την υπερασπίζεται. Ο φόβος του πολιτικού κόστους έχει καταστήσει τη συζήτηση υποκριτική. Ελάχιστοι τόλμησαν να πουν τα πράγματα με το όνομά τους - όπως ο Στέφανος Μάνος, ο Γιώργος Μπήτρος και η Μιράντα Ξαφά - αλλά η κοινή γνώμη παραμένει δύσπιστη και η πολιτική τάξη διστακτική.
Κι όμως, για να καταλάβουμε τι μπορούν να προσφέρουν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αρκεί να δούμε ένα ζωντανό παράδειγμα: τη Νέα Ζηλανδία. Μέχρι τη δεκαετία του ’80 ήταν ουραγός του ΟΟΣΑ, με χαμηλή παραγωγικότητα, τεράστιο χρέος, πληθωρισμό και οικονομία πνιγμένη από ρυθμίσεις, επιδοτήσεις και κρατικές παρεμβάσεις. Μια χώρα που είχε φτάσει στο χείλος της χρεοκοπίας.
Το 1984, η πολιτική της ηγεσία έκανε κάτι σπάνιο: παραδέχτηκε ότι το πρόβλημα δεν ήταν η κρίση, αλλά το ίδιο το μοντέλο ανάπτυξης. Και αποφάσισε να το αλλάξει ριζικά. Άνοιξε τις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, απελευθέρωσε την εργασία, περιόρισε το κράτος στην επιχειρηματική δραστηριότητα, καθιέρωσε ένα απλό και δίκαιο φορολογικό σύστημα με ελάχιστες στρεβλώσεις και επέβαλε αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία και διαφάνεια. Όλα αυτά δεν έγιναν σε μια νύχτα, αλλά μέσα σε μια δεκαετία με σταθερό, μεθοδικό και συνεπή σχεδιασμό.
Η Ελλάδα είχε κάποτε παρόμοιο σημείο εκκίνησης. Στη δεκαετία του ’90 προσπάθησε να μεταρρυθμιστεί - όμως όχι για να αλλάξει δομή, αλλά για να αποφύγει τη χρεοκοπία και να μπει στο ευρώ. Οι μεταρρυθμίσεις μας ήταν εργαλείο ανάγκης, όχι στρατηγικής. Κάναμε όσα χρειάζονταν για να επιβιώσουμε, όχι για να προοδεύσουμε. Το ίδιο συνέβη και στα χρόνια των μνημονίων: εφαρμόσαμε όσα ζητούσαν οι εταίροι για να εκταμιευθούν οι δόσεις, όχι όσα χρειαζόταν η χώρα για να σταθεί στα πόδια της.
Όμως έτσι δεν μπορεί να υπάρξει σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Για να συμβεί αυτό, πρέπει να ακολουθήσουμε τον δρόμο της Νέας Ζηλανδίας. Από τη δεκαετία του ’70 μέχρι το 2008 οι δύο χώρες είχαν παρόμοιο κατά κεφαλήν εισόδημα και επίπεδο παραγωγικότητας. Από τότε μέχρι σήμερα, οι Νεοζηλανδοί έχουν σχεδόν διπλάσιες επιδόσεις σε σχέση με εμάς (ή μάλλον εμείς έχουμε τις μισές επιδόσεις σε σχέση με αυτούς). Μέσα σε δεκαπέντε χρόνια έγιναν δύο φορές πιο πλούσιοι και πιο παραγωγικοί από τους Έλληνες. Αυτό κάνουν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις όταν γίνονται έγκαιρα και με πλάνο. Σώζουν από χρεοκοπίες και δίνουν στους πολίτες καλύτερες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης.
Και τι άλλο μας διδάσκει η εμπειρία της Νέας Ζηλανδίας; Ότι επιτυχία δεν είναι μόνο το περιεχόμενο των πολιτικών, αλλά και ο τρόπος εφαρμογής τους. Οι βασικές επιλογές της Νέας Ζηλανδίας ήταν καθαρές: δημοσιονομική πειθαρχία και διαφάνεια, απελευθέρωση των εργασιακών σχέσεων, των αγορών προϊόντων και των υπηρεσιών από τον ρυθμιστικό «πνίχτη» του κράτους, απλό και σταθερό φορολογικό πλαίσιο με ελάχιστες στρεβλώσεις. Αλλά εξίσου σημαντικός ήταν ο τρόπος: σωστή αλληλουχία (reform sequencing), ώστε οι αλλαγές να ενισχύουν η μία την άλλη, και σταθερός μεσοπρόθεσμος προγραμματισμός, χωρίς πανικό και πισωγυρίσματα.
Αυτό είναι το πραγματικό μάθημα της Νέας Ζηλανδίας - και η απάντηση στο δίλημμα της Ελλάδας. Αλλαγή μοντέλου μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
