Μικρή μερίδα πολιτικών, μαζί με κάποιους σχολιαστές, διακατέχονται από ένα κόμπλεξ κατωτερότητας απέναντι στην Τουρκία. Όταν αυτή η χώρα βρίσκεται σε δεινή θέση σιωπούν, ενώ όταν κάνει θεαματικές κινήσεις εκστασιάζονται. Αλλά δεν αρκούνται σε αυτήν την έκσταση. Αμέσως μέμφονται την Ελλάδα, δηλαδή τους εκάστοτε κυβερνώντες, διότι δεν ακολουθούν το παράδειγμα της Τουρκίας, η οποία εξελίσσεται σε έναν παγκόσμιο παίκτη, όπως ισχυρίζονται.
Ας δούμε πιο συγκεκριμένα τι ακριβώς συμβαίνει. Η Τουρκία είναι ένα κράτος περίπου 85 εκατομμυρίων κατοίκων, με ΑΕΠ 4 φορές μεγαλύτερο από αυτό της πατρίδας μας και το κυριότερο, το πολιτικό της σύστημα διακρίνεται για τον αυταρχισμό του και ουδεμία σχέση έχει με μια φιλελεύθερη δημοκρατία. Οι αντιπολιτευόμενοι φυλακίζονται, η Αριστερά είναι ανύπαρκτη και τα ΜΜΕ ελέγχονται ασφυκτικά από το καθεστώς.
Επί πλέον, εδώ και πολλά χρόνια τυγχάνει της στήριξης των μουσουλμανικών κεφαλαίων τα οποία επενδύονται με συνοπτικές διαδικασίες, χωρίς ελέγχους και χωρίς τις περιβαλλοντικές και άλλες ευαισθησίες. Τέλος, το τελευταίο χρονικό διάστημα φαίνεται να αναβαθμίζεται ο ρόλος της, όχι γιατί έκανε κάτι ο Ταγίπ Ερντογάν και η ομάδα του, αλλά για έναν λόγο εξωγενή: διότι εκλέχτηκε πρόεδρος των ΗΠΑ ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος θαυμάζει τον Ερντογάν, όπως και τον Πούτιν και τον Σι, μέχρι και τον Κιμ της Βορείου Κορέας. Ειρήσθω εν παρόδω πως τον Τραμπ θαυμάζουν και τον έχουν ως πρότυπο και οι γνωστοί εγχώριοι τουρκοφάγοι πολιτικοί και σχολιαστές. Αυτοί που κατηγορούν την ελληνική κυβέρνηση πως αδρανεί και είναι απούσα από τις διεθνείς εξελίξεις.
Φανατισμένοι και ανιστόρητοι μαζί, κάνουν πως αγνοούν ότι η πατρίδα μας είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ευρωζώνης με τις δεσμεύσεις της, τους συμβιβασμούς της, τα ευεργετήματά της και τις πολλαπλές ταχύτητές της. Η Ελλάδα ουδέποτε ανέλαβε μια σημαντική διεθνή πρωτοβουλία, αν εξαιρέσουμε τη συνάντηση Μιτεράν - Καντάφι που οργάνωσε ο Ανδρέας Παπανδρέου στην Κρήτη, τον Νοέμβριο του 1984 για να επιλύσουν την κρίση στο Τσαντ. Είχαμε σημαντικές εθνικές επιτυχίες, όπως η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο τετραμερής άξονας Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ-Αίγυπτος και φυσικά η θεματική βελτίωση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων επί θητείας Τζο Μπάιντεν - τον οποίον οσονούπω θα νοσταλγούμε.
Όλα τα παραπάνω δεν είναι εκτιμήσεις γεγονότων, είναι γεγονότα. Συνεπώς, δεν ταιριάζει στην πατρίδα μας η μεμψιμοιρία και το σύμπλεγμα κατωτερότητας απέναντι στην Τουρκία. Η Ελλάδα είναι παρούσα στα διεθνή δρώμενα ούσα μέλος της μεγάλης ευρωπαϊκής οικογένειας, στην οποία η Τουρκία θέλει να ενταχθεί απεγνωσμένα.
Μα η Τουρκία βρίσκεται στη Συρία, στη Λιβύη, στη Σομαλία, έχει μια πανίσχυρη πολεμική βιομηχανία και φυσικά απειλεί την πατρίδα μας, υποστηρίζουν οι τουρκοφάγοι-τουρκολάγνοι. Αν η αναφορά της παρουσίας των τουρκικών στρατευμάτων στις προαναφερθείσες περιοχές έχει το χαρακτήρα της διαπίστωσης, κανένα πρόβλημα. Αν όμως αποτελεί και μια μομφή προς την ελληνική κυβέρνηση διότι δεν ακολουθεί παρόμοια τακτική, τότε μιλούμε απλώς για τυχοδιώκτες. Σχετικά με την ισχυρή τουρκική πολεμική βιομηχανία και την ανυπαρξία μιας ανάλογης στην πατρίδα μας, οι ευθύνες είναι διαχρονικές και μοιράζονται σε όλα τα πολιτικά κόμματα και στην Αριστερά, με τους συνδικαλιστές της που διέλυσαν ΕΛΒΟ και ΕΑΒ.
Η Ελλάδα ουδέποτε διακρίθηκε για διπλωματικό μπιζιμποντισμό. Μέλος της Ε.Ε και της ευρωζώνης δεν έχει την ανάγκη να αποδείξει σε κανένα πως διαθέτει ένα πολιτικό και οικονομικό μέγεθος μεγαλύτερο από το πραγματικό.