Ήταν αναμενόμενο τόσο οι πρωθυπουργικές εξαγγελίες όσο και οι θέσεις των άλλων κομμάτων, όπως διατυπώθηκαν στη ΔΕΘ, έπειτα από λίγο να επικαλυφθούν από άλλα γεγονότα. Οι δημοσκοπήσεις κατέγραψαν ό,τι κατέγραψαν και τώρα πρωτίστως η κυβέρνηση θα πρέπει να ασχοληθεί με την καθημερινότητα, αν θέλει να κρατήσει σταθερό το προβάδισμά της, έστω με χαμηλές επιδόσεις.
Ο μεγάλος κίνδυνος δεν αφορά ούτε την κυβέρνηση ούτε όλη την αντιπολίτευση. Αγγίζει ολόκληρο το πολιτικό μας σύστημα, όπως αυτό ορίζεται από τη Μεταπολίτευση. Εδώ καταγράφεται μια απογοήτευση η οποία αποτυπώνεται σε όλες τις δημοσκοπήσεις και απειλεί, σε τελική ανάλυση, την πολιτική νομιμοποίηση του οποιουδήποτε εκλογικού αποτελέσματος. Αν η συμμετοχή στις εκλογές πέσει κάτω από το 50% υπάρχει σοβαρό πρόβλημα. Ήδη μέσα στα χρόνια των μνημονίων χάθηκαν 1.000.000 ψηφοφόροι. Με διαψευσμένες τις ελπίδες τους, δεξιοί, κεντροαριστεροί και αριστεροί, προτίμησαν την αποχή.
Και το συγκεκριμένο πρόβλημα επιτείνεται καθώς τα κυοφορούμενα νέα κόμματα θα έχουν επικεφαλής πολιτικούς που έχουν διατελέσει πρωθυπουργοί, δηλαδή είναι και αυτοί μέρος του συστήματος, άρα μέρος του προβλήματος. Για τον λόγο αυτόν, και αν τελικά ιδρύσουν τα κόμματά τους, το αποτέλεσμα θα είναι μια εσωτερική ανακατανομή των ψήφων των συστημικών κομμάτων και τίποτα παραπάνω.
Δεν γνωρίζω τι καύσιμα διαθέτει η κυβέρνηση, πάντως η αντιπολίτευση, μείζων και ελάσσων, φαίνεται να μην έχει καν πυρομαχικά. Για να μη συζητούμε για καύσιμα. Και αυτή η κατάσταση δεν βοηθά ούτε την ίδια την κυβέρνηση. Είναι προφανές πως στην αντιπολίτευση το πρόβλημα είναι δομικό και όχι συγκυριακό. Δεν αφορά πρόσωπα ούτε καν πολιτικές. Αφορά το πώς προσλαμβάνουν αυτά τα κόμματα τις ανάγκες της κοινωνίας μας. Αφορά, σε τελική ανάλυση, με τι μηχανισμούς και με τι εργαλεία προσεγγίζουν και αναλύουν την καθημερινότητα των πολιτών. Π.χ. το μεταναστευτικό πρόβλημα, το οποίο μαζί με την ακρίβεια όλες οι δημοσκοπήσεις το θεωρούν μείζον, η μεν Αριστερά για ιδεολογικούς λόγους, το θεωρεί λύση πολλών ζητημάτων, το δε ΠΑΣΟΚ μπροστά του παραμένει άφωνο και αμήχανο.
Και η κυβέρνηση; Πρώτα - πρώτα έχει να διαχειριστεί τη φυσιολογική φθορά της δεύτερης τετραετίας. Και είναι θαύμα οι αντοχές που επιδεικνύει. Η κυβέρνηση Σημίτη στα μισά της δεύτερης θητείας της βρισκόταν ήδη σε φάση αποδρομής. Σήμερα, στη χειρότερη περίπτωση για τη Νέα Δημοκρατία, την επομένη των εκλογών από αυτήν θα ξεκινήσει ο σχηματισμός της νέας κυβέρνησης. Στην παρούσα φάση, από τα παραμετρικά στοιχεία όλων των δημοσκοπήσεων, προκύπτει ότι διαθέτει εφεδρείες που θα μπορούσαν να τη στείλουν στο 32-34%, όμως αυτό είναι το βέλτιστο σενάριο. Εννοείται πως υπάρχει και το άλλο σενάριο, το αρνητικό.
Εκείνο που προέχει είναι μέχρι να φτάσουμε στην εκλογική χρονιά να έχει συντελεστεί μια αλλαγή του γενικότερου κλίματος. Να αποκατασταθούν οι σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ πολιτικού συστήματος και εκείνων των πολιτών που αποστασιοποιούνται από αυτό, παγιδευμένοι ανάμεσα στο λαϊκιστικό «όλοι ίδιοι είναι» και στα αναθέματα που ρίχνονται και πάλι, μετά από 14 χρόνια, στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Είναι αυτό εφικτό;