Της Wendy Syfret
Τον προηγούμενο μήνα, ο βραβευμένος φωτογράφος Ren Hang αυτοκτόνησε σε ηλικία 29 ετών. Παρόλο που κάθε θάνατος είναι οδυνηρός, ο θάνατος κάποιου σε τόσο νεαρή ηλικία συχνά προκαλεί ένα συγκεκριμένο είδος στοχασμού. Η δουλειά του Ren ήταν συχνά ένα μέσο για συζητήσεις γύρω από το φύλο, τη λογοκρισία, το συντηρητισμό και το ρόλο της τέχνης στο να προκαλεί τον κόσμο γύρω της. Αλλά όταν ρωτήθηκε για τα κίνητρά του, ο ίδιος ήταν πολύ λιγότερο πομπώδης. Συνήθως εξηγούσε ότι δε μίλαγε για κάτι, ήταν περισσότερο ένας τρόπος να νιώθει λιγότερη μοναξιά και να διαχειρίζεται το κενό που τον ακολουθούσε από αίθουσα σε αίθουσα, από έκθεση σε έκθεση και από γιορτή σε γιορτή. Με αυτό να αντηχεί στο μυαλό μας, είναι ζωτικής σημασίας να ακολουθήσουμε το δικό του ειρμό σκέψεων μετά την απώλειά του και να προκαλέσουμε τους εαυτούς μας να διερωτηθούν για τον τρόπο που υφαίνουμε αφηγήσεις για την πνευματική υγεία γύρω από τις ιστορίες των καλλιτεχνών.
Η εικόνα του βασανισμένου καλλιτέχνη είναι ανθεκτική, και πολύ συχνά, ρομαντική. Ο πόνος που βιώνουν αυτοί που ζουν δημιουργικές ζωές παρουσιάζεται με διαφορετικό τρόπο στους άλλους. Όταν ένας λογιστής έχει κατάθλιψη, είναι ψυχολογία: όταν ένας καλλιτέχνης έχει κατάθλιψη, είναι ποίηση.
Είναι μια ιδέα την οποία όλοι έχουμε αποδεχτεί, ελεύθερα και αποφασιστικά για αιώνες. Η δημιουργικότητα και η πνευματική ασθένεια συνδέονται συχνά, σα να μπορούν να υπάρξουν μόνο στα πλαίσια μιας εύθραυστης ισορροπίας -με το να πειράξεις το ένα μπορεί να καταστρέψεις το άλλο. Καλλιτέχνες των οποίων η δουλειά επισκιάζεται από κατάθλιψη και άγχος συχνά τα παρουσιάζουν ως ένα δώρο τους. Ο Έντβαρτ Μουνκ είχε σημειώσει κάποτε: “Ο φόβος μου για τη ζωή είναι κάτι απαραίτητο για μένα, όπως και η ασθένειά μου. Δεν μπορώ να τα διαχωρίσω από μένα και η καταστροφή τους θα κατέστρεφε την τέχνη μου.”
Ο δεσμός μεταξύ δημιουργικότητας και κατάθλιψης όντως υπάρχει στις χημικές λειτουργίες μας. Μια έρευνα του 2015 που πραγματοποιήθηκε στην Ισλανδία βρήκε ότι το 25 τοις εκατό των δημιουργικών ανθρώπων είναι πιο επιρρεπείς στη διπολική διαταραχή ή τη σχιζοφρένεια λόγω συγκεκριμένων γονιδίων που κουβαλούν. Οι συγγραφείς είναι 121 τοις εκατό πιο πιθανό να ζήσουν με διπολική διαταραχή, και το 50 τοις εκατό είναι πιο πιθανό να αυτοκτονήσει.
Αλλά η επιστημονική απόδειξη του ότι αυτά τα φαινόμενα συμπίπτουν εκ φύσεως δε θα έπρεπε να αποτελεί δικαιολογία για να το αποδεχτούμε αυτό έτσι όπως είναι. Η επίμονη ιδέα ότι κάποιος πρέπει να είναι δυστυχισμένος για να είναι πραγματικά ανοιχτός στο να απορροφήσει και να μεταφράσει την ανθρώπινη κατάσταση είναι και τεχνητή και επικίνδυνη. Ο Φράνσις Μπέικον, ένας από τους πιο διάσημους ζωγράφους του περασμένου αιώνα, δεν είχε ανοσία σε αυτόν το φόβο. Κάποτε είπε ότι “το συναίσθημα της απόγνωσης και της δυστυχίας είναι πιο χρήσιμο σε ένα καλλιτέχνη από το συναίσθημα της ικανοποίησης, επειδή η κατάθλιψη και η δυστυχία επεκτείνουν συνολικά την ευαισθησία σου”. Δε διαφωνούμε συχνά με το Φράνσις, αλλά πρέπει πούμε ότι δεν είναι τόσο απλό.
Η συζήτηση για το αν η ευτυχία και η μελαγχολία είναι ζωτικά στοιχεία για τη δημιουργικότητα είναι συνεχόμενη και περίπλοκη. Ο ερευνητής της ευτυχίας (ναι, είναι μια πραγματική δουλειά) και ο λέκτορας του Χάρβαρντ Shawn Achor έχει χτίσει την καριέρα του μέσα από τη μελέτη και την επιδίωξη των φωτεινών συναισθημάτων. Προσπαθεί να δείξει ότι είμαστε στην πιο δημιουργική μας φάση όταν είμαστε ευτυχισμένοι. Σε μια ομιλία του εξήγησε ότι στην έρευνά του βρήκε ότι όταν έχουμε αισιόδοξο τρόπο σκέψης, ο εγκέφαλός μας είναι σε θέση να αντιληφθεί περισσότερες πιθανότητες. Όταν οι ερευνητές από το University of California στο Σαν Φρανσίσκο σάρωσαν τους εγκεφάλων μουσικών της τζαζ την ώρα που έπαιζαν, βρήκαν ότι τα τμήματα του εγκεφάλου τους που ελέγχουν τη δημιουργικότητα ήταν πιο ενεργά όταν παρατηρούσαν εικόνες που τους έφερναν χαρά.
Αλλά ακόμα και αυτή η αιτιολόγηση υπεραπλουστεύει τη λειτουργία της δημιουργικότητας, μειώνοντάς την στο σύνολο μερικών τμημάτων, τα οποία μπορούν να διορθωθούν ή να καταστραφούν. Και οι δύο οπτικές γωνίες αδυνατούν να αναγνωρίσουν ότι η δημιουργικότητα είναι ένα έμφυτο χάρισμα, το οποίο είναι υπερβολικά δύσκολο να χαθεί πραγματικά ή να διαταραχθεί. Οπότε, παρόλο που πρέπει να προσέχουμε να μην ισοπεδώνουμε μια απίστευτα αινιγματική έννοια, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι το να πανηγυρίζουμε για οποιαδήποτε μορφή πόνου ενδεχομένως εμποδίζει τους ανθρώπους να ψάξουν ή να δεχτούν βοήθεια.
Δεν ξέρουμε το αν οι φίλοι του Ren Hang ήξεραν για την πάλη του με την πνευματική του κατάσταση. Λαμβάνοντας υπόψιν ότι το έργο του αποτελούσε ένα φόρος τιμής στις ζωές και τα σώματά τους, ένας εορτασμός της ομορφιάς τους ως ένα βάλσαμο για τον ίδιο του τον πόνο, κάποιος υποθέτει ότι τον αγαπούσαν και τον στήριζαν ολοκληρωτικά. Αλλά για πολλούς άλλους δημιουργικούς ανθρώπους τα σημάδια της πνευματικής οδύνης συχνά αγνοούνται ή, ακόμα χειρότερα, θεωρούνται δεδομένα από αυτούς τριγύρω τους. Η πάη τους γίνεται δυσδιάκριτη από το δικό μας συμπέρασμα για το τι είναι φυσιολογικό και αποδεκτό -και το συλλογικό αντίκτυπο μιας τέτοιας λογικής είναι υπό την παρατήρηση ζητημάτων ενδημικής πνευματικής υγείας και κοινωνικής πρόνοιας στις τέχνες γενικότερα.
Οι καλλιτέχνες δεν υποφέρουν μόνο επειδή είναι δέκτες ενός μυθικού φορτίου που δίνει και παίρνει κατά βούληση. Υποφέρουν επειδή δουλεύουν σε μια βιομηχανία που χαρακτηρίζεται από τεράστιο άγχος με ελάχιστη ασφάλεια εργασίας ή μακροπρόθεσμες οικονομικές εγγυήσεις. Γυρνώντας αιωνίως προς την εικόνα του έντονα ψυχολογικά μελαγχολικού καλλιτέχνη, αγνοούμε πολύ πραγματικές ελλείψεις υγείας και ασφάλειας στο χώρο εργασίας που τόσο συχνά τους κάνουν να νιώθουν μόνοι τους. Μιλώντας πέρυσι στη Standard , ο Cal Strode από το Mental Health Foundation είπε ότι οι συνθήκες στον κόσμο της τέχνης συχνά καταβάλλουν την πνευματική υγεία του υπαλλήλου λόγω “αβέβαιων συμβολαίων, χαμηλού ποσοστού πληρωμών και αντικοινωνικών ωρών εργασίας.” Πρόσθεσε ότι αυτά τα προβλήματα μεγιστοποιούνται από προσδοκίες για δωρεάν εργασία ή για τρομακτική “έκθεση”, αφήνοντας την ίδια τη δουλειά να μοιάζει ως απορριπτέα ή υποτιμημένη.
Αντίστοιχα, μια αναφορά του Victoria University της Αυστραλίας το 2015 βρήκε ότι οι άνθρωποι που δουλεύουν στις παραστατικές τέχνες είναι 10 φορές πιο πιθανό να αντιμετωπίσουν άγχος και πέντε φορές πιο πιθανό να αντιμετωπίσουν κατάθλιψη από ότι ο υπόλοιπος πληθυσμός. Αυτήν τη φορά, τα νούμερα δε συνδέονταν με κάποια έμφυτη προδιάθεση, αλλά συνδέθηκαν άμεσα με την οικονομική ανασφάλεια και τις κακές συνθήκες εργασίας.
Όταν αποδεχόμαστε κλισέ και αρχέτυπα μένουμε απαθείς απέναντι στις πραγματικότητες που ξετυλίγονται μπροστά μας. Επιτρέποντας σε έναν πονεμένο δημιουργικό να γίνει ένα με χιλιάδες γνώριμες εικόνες και συμπεράσματα, δεν απογοητεύουμε μόνο το ίδιο το άτομο, αλλά αποδυναμώνουμε γενικότερα τη δημιουργική κοινότητα. Για υπερβολικά πολύ καιρό μια πραγματική ασθένεια έχει μολύνει τις τέχνες, επειδή μας είπαν ότι έτσι ήταν πάντα τα πράγματα. Αλλά αφού επιτρέπουμε στην υπόλοιπη μας ζωή να μας επηρεάζει η συζήτηση για την πνευματική υγεία, πρέπει να προσφέρουμε την ίδια στήριξη και κατανόηση στους καλλιτέχνες. Άλλωστε, ο πόνος είναι πόνος, ανεξάρτητα από το πόσο όμορφος είναι.
Πηγή: i-d.vice.com
Απόδοση: Χρόνης Μούγιος