Κάποια εξήγηση θα υπάρχει 

Στην αυτοβιογραφία του, ο Μπάρακ Ομπάμα έγραφε ότι τον καιρό που ήταν πρόεδρος, κάθε μέρα, κάποιος κάπου στον κόσμο ή μέσα στις ΗΠΑ, ήταν δεδομένο ότι θα πει ή θα κάνει μια μεγαλοπρεπή βλακεία, η οποία του έτρωγε τη μισή δική του μέρα. Η υπόλοιπη μισή έπρεπε να του αρκεί για να κυβερνήσει την υπερδύναμη του και την υφήλιο. Χαριτωμένο αλλά ρεαλιστικό. Το βλέπουμε κι εδώ κάθε μέρα. Δεν περνά εικοσιτετράωρο, δίχως να καταλάβει την επικαιρότητα κάποιο φοβερό και τρομερό θέμα, που σήμερα μοιάζει να γυρίζει τούμπα το σύμπαν μας κι αύριο δεν το θυμάται κανείς. 
 
Με αφορμή το παπούτσι πάνω (;) από την Ακρόπολη το γράφω. Που για δυο εικοσιτετράωρα έλαβε διαστάσεις εθνικής καταστροφής  και πολιτισμικού Αρμαγεδώνα, αλλά τώρα το βλέπω να οδεύει προς το ντουλαπάκι της συλλογικής μας λήθης. Πριν το φωτεινό παπούτσι ήταν οι off shore των συγγενών των πολιτικών, αλλά αυτές δεν άντεξαν παρά δώδεκα ώρες. Το πρωί φουντώσαμε, ως το βράδυ το ξεχάσαμε. Θυμάται κανείς τι χαμός γινόταν πριν από λίγους μήνες για τις χρεώσεις των τραπεζών; Τι διαξιφισμοί, τι φασαρίες, τι καταγγελίες, τι αντιπαραθέσεις; Πάει κι αυτό, θυμόμαστε δε θυμόμαστε τι είχε συμβεί και πως λύθηκε (αν λύθηκε) το ζήτημα.  
 
Εντάξει, τα Τέμπη άντεξαν πολύ παραπάνω, όμως κι κείνα δεν κατάφεραν να ξεφύγουν από τη μοίρα των γεγονότων που αποδεικνύονται ανίκανα να κατεδαφίσουν το πολιτικό οικοδόμημα που στήθηκε στη χώρα με τις εκλογές του 2019 και επαναβεβαιώθηκε μ’ αυτές του 2023. Στην πραγματικότητα, έξι χρόνια τώρα, το μοντέλο του ενός κυρίαρχου κόμματος δίχως πραγματικό αντίπαλο, δεν αμφισβητήθηκε ποτέ. Γεγονότα και ανακοινώσεις έρχονται και παρέρχονται δίχως να ακουμπάνε την πολιτική κυριαρχία Μητσοτάκη. Κάθε μέρα γεμίζουν οι οθόνες των τηλεοράσεων μας από εντυπωσιακά συμβάντα, από φοβερές δηλώσεις και από πολιτικο-κοινωνικές κραυγές, πλην στο τέλος της ημέρας επιστρέφουμε σε μια από τα ίδια.  
 
Μερικές φορές, όταν αναθυμάμαι με τι ζητήματα καταγινόμασταν σε προγενέστερους χρόνους και πόσο ακραίες ήταν οι αντιπαραθέσεις γύρω απ’ αυτά, γελάω. Να, χθες πάλι έγινε χαμός με τις τοιχογραφίες της Κνωσού που έριξε ο αέρας. Πάλι φωνές να φύγει η Μενδώνη, διότι έπρεπε να το προλάβει. Θυμάμαι τι γινόταν πριν τρία χρόνια με το περίφημο «τσιμέντωμα» της Ακρόπολης. Ή με τον Ντάνιελ στη Θεσσαλία. Κι όμως, είναι σαν να πέρασαν δίχως ν’ αγγίξουν την εξουσία και να χάθηκαν δια παντός, παρά τις προσωρινές εκρήξεις οργής ή απόγνωσης. Είναι περίεργο, αλλά από το 2019 κι μετά, στη χώρα μας φαίνεται να μη λειτουργεί  ο κλασικός μηχανισμός που άθροιζε  τις μικρές πικρίες μιας μακράς διακυβέρνησης και δημιουργούσε ένα μεγάλο κύμα αλλαγής ή ανατροπής. 
 
Εδώ φτάσαμε στο σημείο να διαλύονται οι σκληροί πυρήνες όλων των παλιών κομμάτων, πλην αυτού της ΝΔ. Κάποια στιγμή οι πολιτικοί επιστήμονες θα πρέπει να βρουν μια πειστική εξήγηση γιατί η αντιπολίτευση στην Ελλάδα αποδεικνύεται ανίκανη να φτιάξει μεγάλα γεγονότα ανατροπής και πως διάβολο αυτή η κυβέρνηση καταφέρνει να μεταλλάσσει κάθε αρνητικό συμβάν που βρίσκει στον δρόμο της, σε κύμα που σκάει πάνω σε βράχο και ξαναγυρίζει στη θάλασσα δίχως να του κάνει ζημιά.