Εκλέγομαι;

«Σήμερα γράφω για το Ταχυδρομείο. Που έκλεισε. Ένα ειδοποιητήριο στην πόρτα, ένα σκουριασμένο λουκέτο, κι ο αέρας που σφυρίζει μέσα από τα κάγκελα. Εκεί που κάποτε μύριζε χαρτί, μελάνι και ανθρώπινη φωνή, τώρα μόνο σιωπή. Το ρολόι στον τοίχο σταμάτησε να χτυπά, σαν να κουράστηκε κι αυτό να μετράει τη μοναξιά.

Ο παππούς ήρθε νωρίς, όπως κάθε μήνα. Κρατούσε τον φάκελο της ΔΕΗ διπλωμένο στα δύο, για να πληρώσει. Μα ο γκισές ήταν άδειος, το φως σβηστό. Κοίταξε δεξιά κι αριστερά, σαν να περίμενε να πεταχτεί από μέσα η κυρα-Ελένη με το μπλε ταγιέρ να του πει ‘’περάστε, κύριε Μανώλη, ήρθε κι ένα γράμμα από το παιδί σας’’. Μα τίποτα. Ούτε παιδί, ούτε γράμμα, ούτε Ελένη.

Το ταχυδρομείο ήταν η απόδειξη ότι κάποιος θυμάται πως υπάρχουμε. Κάθε φάκελος, μια ανάσα απ’ τον έξω κόσμο. Ένα δέμα απ’ τη Γερμανία, μια φωτογραφία από την θητεία του γιου στον Έβρο, μια ευχή απ’ την Αθήνα, ένα ‘’ζω ακόμα’’ που έφτανε καθυστερημένο, μα αληθινό. Τώρα ούτε αυτό. Αντί οι άνθρωποι να μιλάνε ή να γράφουν ο ένας στον άλλον, όλο γράφουνε ή ψιθυρίζουν μοναχοί τους στα κινητά. Όλα έγιναν ένας δρόμος που αδειάζει νωρίς.

Λένε πως το έκλεισαν γιατί δεν είχε δουλειά. Γιατί δεν έβγαζε τα λεφτά του. Μα όλα πια με λεφτά τα μετράνε; Τι κόσμος είναι τούτος; Όλα με το ‘’τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι’’; Και οι ψυχές; Πώς αποτιμούνται οι ψυχές; Έτσι σβήνει ένα χωριό... πρώτα το σχολικό κουδούνι, ύστερα η καμπάνα, μετά το ιατρείο, μετά το ταχυδρομείο. Και στο τέλος ο ίδιος ο ήχος της ζωής.

Ο παππούς έκατσε στο πεζούλι απέξω και άναψε ένα άφιλτρο Cante. Κοίταξε τον δρόμο, μήπως φανεί κανένα ποδήλατο με σάκο στους ώμους. Δεν ήρθε κανείς. Μόνο ο άνεμος, που φυσάει και σπρώχνει ένα παλιό φάκελο κάτω απ’ την πόρτα, ένα γράμμα ξεχασμένο, χωρίς παραλήπτη. Ίσως να ’ναι το τελευταίο γράμμα αυτού του τόπου. Κι ίσως να ’χει μέσα του γραμμένο μόνο ένα πράγμα: Μη μας ξεχνάτε.»

Αυτά είχα να γράψω για τα Ταχυδρομεία που κλείνουν. Πώς το βλέπετε; Εκλέγομαι, αν κατέβω;