«Στην Ερευνήτρια κατοικεί ο Κάφκα του Κάφκα»

«Στην Ερευνήτρια κατοικεί ο Κάφκα του Κάφκα»

«Φρονώ ότι στις μικρότερες ιστορίες σας (νουβέλες/ αφηγήματα/ διηγήματα), αλλά και στις μικροσκοπικές ή ακαριαίες (αφορισμοί/ παραβολές), υπερβαίνετε εαυτόν.

»Εκεί κατοικεί ο Κάφκα του Κάφκα. Εκεί η διαλεκτική του γέλιου, η ποιητική της αποτυχίας και η παρτιτούρα της μετατόπισης /μεταμόρφωσης/εξαφάνισης στροβιλίζονται μοναδικά. Εκεί βρίσκεται ο ζωτικός χώρος σας, το μη λεχθέν και το μη συμβάν (όπως συμβαίνει και στον θεατρικό Τσέχωφ). Κι αυτό δεν συμβαίνει από υπερχείλιση πρώιμου μοντερνισμού ή εβραϊκής μυστικοπάθειας. Αμφότερα, εξάλλου, αγνόησαν ή παρανάγνωσαν, αντιστιστοίχως, την κλασικότροπη πρόζα σας και την ασεβή σωματικότητα της γραφής σας».

Τέσσερα χρόνια πριν συμπληρωθεί ένας αιώνας από τον θάνατο του σημαντικότερου ίσως συγγραφέα του 20ού αιώνα, αναμφίβολα πάντως του επιδραστικότερου, ο Μισέλ Φάις με την «Ερευνήτρια» ξαναπιάνει το νήμα της αυτοπροσωπογραφίας ενός άλλου. Oικείο αφηγηµατικό κάτοπτρο στην άτυπη τετραλογία του, εξάλλου το συνηθίζει, βιογραφώντας να αυτοβιογραφείται.

Ο Φάις έχει την πινακοθήκη των οικείων αγίων, ο ζωγράφος Τζούλιο Καΐμη ή Καΐμης στο βιβλίο του «Το μέλι και η στάχτη του Θεού», ο Γεώργιος Μ. Βιζυηνός στην «Ελληνική Αϋπνία». Διότι, εντέλει, το νήμα, στην άτυπη τετραλογία του Φάις, είναι η «αυτοβιογραφία ενός άλλου».

Αν, δηλαδή, με τον Τζούλιο Καΐμη («Το μέλι και η στάχτη του Θεού»), τον Γ.Μ. Βιζυηνό («Ελληνική αϋπνία»). την Κωνσταντίνα Κούνεβα («Το κίτρινο σκυλί») φώτιζε τη δύναμη της αδυναμίας, στα «Πορφυρά γέλια», με αθέατο πρωταγωνιστή τον Νίκο Ζαχαριάδη ή Κούτβη, ή Κούκο ή Νικολάγιεφ ή Αντικείμενο -αναποδογυρίζοντας τη μάσκα- φωτίζει την «αδυναμία της δύναμης», στην «Ερευνήτρια» με ημερολόγια, όνειρα, επιστολές, μέσω της απροσδιόριστης φιγούρας μιας εμμονικής αναγνώστριας του Τσεχοεβραίου συγγραφέα βυθίζεται στον κόσμο του Κάφκα τον ανατέμνει και ανατέμνεται.

Με ό,τι έχουμε, με ό,τι είμαστε διαβάζουμε. Με τα δικά μας υλικά βλέπουμε τον κόσμο. Κι ειδικά τον Κάφκα που μετατρέπει σε κωμωδία την τραγωδία και την αγωνία της ύπαρξης. Με μια ραχοκοκαλιά έργου εύπλαστη, επίπλαστη και κρυπτική. Έτσι που ο καθένας να καταλήγει στο δικό του πρόσωπο και νόημα. Να συμπληρώνει το δικό του αναλόγιο, τη δική του σκαλωσιά, όπως έφηβος έγραφε για να παραμείνει ανεπίδοτη τελικά και την δική του επιστολή προς τον πατέρα.

Όσον αφορά, όμως, την περίπτωση του Φάις μπορούμε να μιλήσουμε και για εκλεκτική συγγένεια. Όσον αφορά τα κτερίσματα, τους αφορισμούς, το κατακερματισμένο έργο, το παιχνίδι με τα κάτοπτρα, την καταγωγή και την μακρινή μνήμη, «την αστάθμητη εαυτότητα», «τις αντανακλάσεις μιας βάναυσης και αβέβαιης εποχής», «του οργανωμένου χάους», «την αίσθηση της κωμικής αβύσσου».

Ναι, θα μπορούσε κάποιος να αναγνωρίσει για την «Ερευνήτρια» αλλά και γενικά για το έργο του Μισέλ Φάις όσα αναγνωρίζει εκείνος στην «Ερευνήτρια» και μέσω αυτής για τον Κάφκα:

«Σκέφτομαι ότι, ίσως και λόγω αυτής της τόσο μακρινής μνήμης, οι χαρακτήρες των ιστοριών σας υποφέρουν από καθόλου ή από πολύ εαυτό. Λόγω αυτής της αστάθμητης εαυτότητας λογοδοτούν περισσότερο, μπορεί κάποιος να πει και αποκλειστικά, σε μια εσωτερική πλοκή που συχνά κωλυσιεργεί, λοξοδρομεί, αφαιρείται, σχεδόν υπονομεύει ή αδιαφορεί για την εξωτερική πλοκή, τη δράση της ιστορίας. Απότοκο αυτού του οργανωμένου χάους είναι οι χαρακτήρες σας να μην εμφανίζουν μια συμπαγή ψυχολογική ταυτότητα. Λες και, κατά βάθος, δεν είναι εξατομικευμένες υπάρξεις αλλά αντανακλάσεις μιας βάναυσης και αβέβαιης εποχής (εξού και συχνά εμφανίζονται αντιφατικοί, ρευστοί, φυγόκεντροι)’ μιας εποχής, ωστόσο, απροσδιόριστης χρονικότητας: ανήκει στο παρελθόν, στο παρόν ή στο μέλλον; Το βέβαιο είναι ότι βιώνουν εντούτοις καταστάσεις άκρως αφύσικες και ανοίκειες. Κι επειδή ψηλαφείτε τα πάθη τους όσο ψυχρά (όπως κάποιος ερευνητής εκτελεί ένα πείραμα) αλλά και τόσο κωμικά (όπως κάποιος ηθοποιός ξεκαρδίζεται, αντί να ξεσπάει σε λυγμούς ή να ουρλιάξει), στον αναγνώστη μεταγγίζετε μια αίσθηση κωμικής αβύσσου».

Κάτι, εξάλλου, που ως συγγραφέας κάνει και ο ίδιος.

Γι’ αυτό και ακριβώς παρακάτω θα γράψει:

«Παρακαλώ, λογαριάστε με σαν έναν χαρακτήρα από μια ιστορία σας. Τον πιο αμελητέα, της μισοτελειωμένης ιστορίας σας. Σαν τον σπινθήρα ενός χαρακτήρα που παρέμεινε σπινθήρας.

Αυτό μου είναι υπεραρκετό. Αυτή είναι η μόνη φιλοδοξία στη ζωή μου. Η μέγιστη».

Ένα μυθιστόρημα με τα υλικά του Φάις και του Κάφκα: ημερολόγια, όνειρα, επιστολές, κτερίσματα, σιωπές που κόβονται σχεδόν με μαχαίρι, ρευστή πρόζα που μεταμορφώνει το κενό σε αγωνία και την πλήξη σε αίνιγμα, ο καθένας μας το ακολουθεί ως εκεί που φτάνει. Ελπίζουμε με την δέουσα ειρωνεία και ψυχραιμία.