Προτάσεις για όσα διαβάζονται σήμερα: Ο Σάββο κι εγώ ως επινόηση της ποίησης

Προτάσεις για όσα διαβάζονται σήμερα: Ο Σάββο κι εγώ ως επινόηση της ποίησης

Ο Σάββο κι εγώ ως επινόηση της ποίησης. 

Διονύσης Σαββόπουλος, Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα, Εκδ. Πατάκη, σελ. 336 

Στο βιβλίο αυτό, ο Σαββόπουλος παύει να είναι το είδωλο μιας γενιάς και γίνεται ο αφηγητής της προσωπικής του αμηχανίας μπροστά στον χρόνο. Εισάγει έναν διάλογο ανάμεσα σε δύο προσωπεία, τον «Σάββο» και τον «εαυτό», και μέσα από αυτόν τον «διχασμό» ξανασυστήνεται, όχι ως μύθος ή «έξυπνος τροβαδούρος», αλλά ως άνθρωπος που αναμετριέται με το είδωλό του.

Ο «Σάββο» είναι το προσωπείο, ο ρόλος που κατασκεύασε για να χωρέσει τη ζωή του στη σκηνή, όμως εδώ ο ρόλος αναλαμβάνει να αφηγηθεί τη γένεση του ίδιου του δημιουργού του. Πρόκειται για μια τολμηρή κίνηση με την οποία ο ήρωας υποδύεται τον συγγραφέα.

Η φράση του «Τώρα ο ρόλος θα μιλήσει για τον δημιουργό του. Ένα παιχνίδι είναι. Ένα κόλπο», δηλώνει μια βαθιά ειρωνεία όπου ακόμη κι όταν «ομολογεί», ο Σαββόπουλος παραμένει στο μεταίχμιο τέχνης και ζωής, ποίησης και σκηνής. Η εξομολόγηση είναι ταυτόχρονα και εφεύρεση.

Η εναλλαγή πρώτου και τρίτου προσώπου δημιουργεί μια μορφή αυτομυθολογίας. Ο συγγραφέας αναστοχάζεται την περίφημη φράση του Μπόρχες: «Όλα συμβαίνουν σʼ εκείνον, στον άλλο, στον Μπόρχες». Ο Σαββόπουλος, με τον δικό του τρόπο, δηλώνει το ίδιο: ο «Σάββο» έκανε τη δουλειά, εκείνος -ο άνθρωπος- έμεινε να βλέπει τα χρόνια να τρέχουν χύμα. 

Ο λόγος του βιβλίου διαθέτει το ιδίωμα της καθημερινότητας, αλλά εμπεριέχει μια υποδόρια μουσικότητα, εκείνη που πάντα χαρακτήριζε τον Σαββόπουλο: τη μεταμόρφωση του πεζού σε ρυθμό. Οι φράσεις του, ακόμη και στις πιο γυμνές τους μορφές, έχουν μελωδία, μοιάζουν να κουβαλούν τα ίχνη ενός άγραφου τραγουδιού.

Δεν επιδιώκει το λογοτεχνικό ύφος με την αυστηρή έννοια, κι όμως το βιβλίο είναι λογοτεχνία. Γιατί η γλώσσα του είναι ποίηση βιωματική, εκείνη η ποίηση της μνήμης που δεν εξωραΐζει, αλλά συμφιλιώνεται με την ηλικία.

Σε ορισμένα κεφάλαια, οι αναμνήσεις δεν ακολουθούν χρονολογική τάξη αλλά τον ρυθμό της ψυχής. Η Θεσσαλονίκη των νεανικών χρόνων εμφανίζεται σαν όραμα ανάμεσα σε γέλια και μισόφωτα, ενώ η Αθήνα των δεκαετιών ’70 και ’80 παίρνει τη μορφή μιας σκηνής όπου το κοινό αλλάζει και ο καλλιτέχνης πρέπει να επανεφεύρει τον εαυτό του.

Ενδιαφέρον έχει ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας προσεγγίζει τις σχέσεις. Δεν περιγράφει την οικογένεια, τη σύζυγο ή τα παιδιά του μέσα από συναισθηματολογία, αλλά μέσα από ένα αίσθημα ευθύνης. Ο ίδιος αναγνωρίζει πως υπήρξε πάντα «αλλού», στην τέχνη, στην ιστορία, στη μουσική, και αναρωτιέται τι σημαίνει να είσαι παρών.

Ο Σαββόπουλος επιστρέφει στο μεταφυσικό βάθος του βιώματος. Όπως στα τραγούδια του, έτσι κι εδώ, η λεπτομέρεια (μια μυρωδιά, μια διαδρομή, μια φράση) γίνεται αφορμή για προβληματισμό.

Η μνήμη του δεν λειτουργεί σαν «χρονολόγιο», αλλά σαν ένα τοπίο ψυχής.

Ένα ξεχωριστό προτέρημα της αφήγησης είναι ότι ο Σαββόπουλος παρακάμπτει μέσα από τον στοχασμό την αναπόληση. Ο χρόνος μέσα από την αλληλουχία των γεγονότων, συγκροτεί ένα  ηθικό τοπίο, όπου κάθε στιγμή μετατρέπεται σε ερώτημα: πώς τιμάς τον χρόνο που πέρασε μέσα σου; Ωραία λοιπόν, «Τα χρόνια τρέχουν χύμα», πράγμα που  σημαίνει πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να τα οριοθετήσει, όμως μπορεί να τα ερμηνεύσει. Τι κανείς  με ό,τι σου δόθηκε, πώς τίμησες τον χρόνο που πέρασε μέσα σου; Μπορεί τα χρόνια να τρέχουν χύμα, κι όμως, μέσα σ’ αυτό το χύμα, ο άνθρωπος αναζητά τη σημασία του χρόνου του. Ο Σαββόπουλος μοιάζει να συνομιλεί με τη φθορά και με την ηλικία που φέρνει τη γαλήνη του απολογισμού. Έτσι το κείμενο αποκτά ποιητική διάσταση, μια μορφή ελληνικού στοχασμού πάνω στην αμεριμνησία του χρόνου. Ο παραβολικός Σαββόπουλος χρησιμοποιεί τη λέξη «χύμα», σαν ένα κομμάτι του δικού του χρόνου  «γουστάρω ελεύθερη κι ανέμελη ζωή», για να μας υποδείξει τον υπόγειο τρόπο που η φυσική έκφανση της ζωής επιμένει, πριν την οργανώσουμε σε κεφάλαια και ρυθμούς.

Η φωνή του Σαββόπουλου σ’ αυτό το βιβλίο είναι χαμηλόφωνη και πυκνή.  Ο τραγουδοποιός παραχωρεί τη θέση του στον ποιητή. Ίσως, λοιπόν, το έργο αυτό να μην είναι απομνημόνευμα, αλλά η τελευταία του μεγάλη σύνθεση: μια συμφωνία λόγου και σιωπής, όπου η ζωή, η τέχνη και ο χρόνος συναινούν στο ίδιο τραγούδι.

Το «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» είναι ένα βιβλίο αυτογνωσίας, ένα επιμύθιο  για τη συμφιλίωση της ζωής με τον θάνατο. Η  φωνή του μας δείχνει πως η ζωή, ακόμη κι όταν τρέχει χύμα, έχει πάντα ρυθμό· τον ρυθμό του ανθρώπου που εξακολουθεί να τραγουδά.

* Ο Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης είναι συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας