Όταν η διάγνωση φοβάται τη σύγκρουση
Σταύρος Θεοδωράκης – Άρης Βουρβούλιας,
14 σκιές και αλήθειες της Ελλάδας, εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 328
Το 14 σκιές και αλήθειες της Ελλάδας παρουσιάζεται από την αρχή ως ένα βιβλίο που επιλέγει τον ήπιο τόνο και τη συστηματική ανάλυση. Απευθύνεται στον αναγνώστη χωρίς επιθετικότητα και χωρίς διάθεση μεγαλοστομίας.
Δηλώνει ότι στηρίζεται σε στοιχεία, συγκρίσεις και έρευνα, με στόχο να εξηγήσει αυτές τις 14 σκιές και αλήθειες της Ελλάδας. Αυτή η επιλογή καθορίζει τόσο τις αρετές όσο και τα όριά του.
Οι Θεοδωράκης και Βουρβούλιας αποφεύγουν τη θεωρητική ερμηνεία και την πολιτική τοποθέτηση. Επιλέγουν μιαν εμπειρική προσέγγιση, βασισμένη σε δεδομένα, δείκτες, πίνακες και διεθνείς συγκρίσεις τα οποία παρουσιάζονται σε διακριτές θεματικές ενότητες.
Το βασικό ερώτημα που επανέρχεται, είναι απλό και γνώριμο: γιατί σε ορισμένους τομείς η Ελλάδα υστερεί συστηματικά, ενώ διαθέτει ανθρώπινο δυναμικό, σπουδές και θεσμούς που θεωρητικά θα έπρεπε να οδηγούν σε καλύτερα αποτελέσματα;
Σύμφωνα με το βιβλίο, το κεντρικό πρόβλημα εντοπίζεται στην απροθυμία της κοινωνίας να αντιμετωπίσει τα δεδομένα με νηφαλιότητα και χωρίς εξωραϊσμούς.
Η έννοια της «ευφορίας της άγνοιας» λειτουργεί ως κεντρικός άξονας: μια κοινωνική στάση που προτιμά απλοϊκές εξηγήσεις, αποφεύγει τη σύνθετη σκέψη και μετατρέπει τις αντιφάσεις σε άλλοθι. Η ανάλυση είναι πειστική και ακριβής. Η ελληνική δημόσια συζήτηση πράγματι τείνει να αντιμετωπίζει τις δυσάρεστες συγκρίσεις ως επιθετικές και όχι ως αφορμή αυτοκριτικής.
Το κρίσιμο ερώτημα που προκύπτει αφορά το βάθος της ανάλυσης. Το βιβλίο καταγράφει τις παθογένειες με σαφήνεια, όμως συχνά περιορίζεται στην περιγραφή τους. Η μεθοδολογία του - στατιστική και συγκριτική - δημιουργεί έναν λόγο αποστασιοποιημένο. Η Ελλάδα εξετάζεται ως αντικείμενο έρευνας, με προσοχή και καλή γνώση του υλικού, αλλά χωρίς ουσιαστική εμβάθυνση στις πολιτικές και ιστορικές αιτίες των φαινομένων.
Οι δομές παρουσιάζονται, οι αστοχίες επισημαίνονται, όμως σπάνια εξετάζεται το πώς διαμορφώθηκαν και ποιοι επωφελήθηκαν από τη διατήρησή τους. Η ανάλυση σταματά συχνά στο επίπεδο της λειτουργίας και λιγότερο στο επίπεδο της σύγκρουσης. Η έννοια της ευθύνης παραμένει γενική και αφηρημένη.
Η αποφυγή προσωποποίησης προστατεύει το βιβλίο από τον εύκολο λαϊκισμό, αλλά ταυτόχρονα περιορίζει τη δυνατότητα πολιτικής ερμηνείας.
Έτσι, πολλές παθογένειες εμφανίζονται ως αποτέλεσμα νοοτροπιών ή πολιτισμικών συνηθειών και λιγότερο ως προϊόν συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών, θεσμικών ισορροπιών και συγκρούσεων συμφερόντων. Η κοινωνία περιγράφεται, αλλά η εξουσία παραμένει στο φόντο.
Η επιλογή αυτή δεν είναι ζήτημα επάρκειας στοιχείων. Είναι συνειδητή επιλογή ύφους και στόχευσης. Το βιβλίο θέλει να είναι προσιτό και να απευθύνεται σε ευρύ κοινό. Προτιμά τη συναινετική γλώσσα και αποφεύγει την ένταση.
Ωστόσο, η ελληνική πραγματικότητα συγκροτείται από συγκρούσεις, ιστορικά βάρη και πολιτικές αντιπαραθέσεις.. Ένας λόγος που επιχειρεί να απευθυνθεί σε όλους, αναγκαστικά περιορίζει την αιχμή του.
Υπάρχει και μια εσωτερική αντίφαση που παραμένει ανοιχτή. Από τη μία, το βιβλίο ασκεί κριτική στον εφησυχασμό και στη συλλογική αυταπάτη. Από την άλλη, ο τόνος του λειτουργεί καθησυχαστικά.
Υποστηρίζει ότι τα προβλήματα δεν είναι μοιραία, αλλά αποφεύγει να κατονομάσει με σαφήνεια τους μηχανισμούς που τα διαιώνισαν. Καλεί σε αναμέτρηση με τις «μισές αλήθειες», χωρίς να μετατρέπει αυτήν την αναμέτρηση σε πραγματική ενόχληση.
Παρά τα όριά του, το 14 σκιές και αλήθειες της Ελλάδας παραμένει ένα χρήσιμο και σοβαρό βιβλίο. Οργανώνει υλικό που συχνά παρουσιάζεται αποσπασματικά, το θέτει σε τάξη και το καθιστά προσβάσιμο. Μπορεί να λειτουργήσει ως βάση για συζήτηση και ως εργαλείο κατανόησης της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας.
Πρόκειται για βιβλίο που λειτουργεί κυρίως διευκρινιστικά και όχι ανατρεπτικά. Στόχος του είναι να προσφέρει στον αναγνώστη μια καθαρότερη εικόνα του πλαισίου μέσα στο οποίο κινείται. Για ορισμένους αυτό αρκεί. Για άλλους, όχι.
Το βιβλίο αφήνει ανοιχτό ένα κρίσιμο ερώτημα σχετικά με τα ζητήματα που επιλέγει να μην αναπτύξει σε βάθος. Σε αυτή την επιλογή εντοπίζεται και το βασικό του όριο.
* Ο Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης είναι συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας.
