Άννα Δάρδα-Ιορδανίδου, Τρανσαλόνικα ,εκδ. Καστανιώτη, σελ.128
Διαβάζοντας το βιβλίο, αισθάνεται κανείς την αναπνοή της πόλης, τους ήχους, τις σιωπές, τις φθορές και τις αναλαμπές της. Δεν έχει αρχή και τέλος με την κλασική έννοια. Διαθέτει ρυθμό, παύσεις, δρόμους που επαναλαμβάνονται, πρόσωπα που επιστρέφουν όπως οι εποχές.
Το Τρανσαλόνικα της Άννας Δάρδα-Ιορδανίδου λειτουργεί σαν ένα σκοτεινό τραγούδι για τη Θεσσαλονίκη, γραμμένο στη γλώσσα της ομίχλης, της μνήμης και των ανθρώπων που επιμένουν να επιστρέφουν εκεί όπου πληγώθηκαν. Πρόκειται για ένα νουάρ τοπίο που φωτίζεται από τη νοσταλγία και τη φθορά. Μια νουβέλα όπου το έγκλημα γίνεται αφορμή μιας τελετής συμφιλίωσης με το σκοτάδι που κάθε πόλη κουβαλά.
Η συγγραφέας δεν χρησιμοποιεί τη Θεσσαλονίκη ως σκηνικό. Την αντιλαμβάνεται ως πρόσωπο. Έτσι η πόλη λειτουργεί ως πεδίο της δράσης, αλλά και ως το βλέμμα που αφηγείται. Η βροχή δεν σταματά να πέφτει στα πεζοδρόμια, τα υγρά πεζοδρόμια της Ολύμπου, στα λαμπιόνια των παλιών καφενείων του Μπιτ Παζάρ, στο λιμάνι που ανασαίνει ακόμη μέσα σε παλιά καμιόνια και πλοία φορτωμένα νοήματα. Όλο αυτό το αφηγηματικό πλαίσιο περιγράφεται και λειτουργεί σχεδόν μεταφυσικά. Η συγγραφέας γνωρίζει πως κάθε πόλη έχει το δικό της υποσυνείδητο κι εκεί, στους ψιθύρους της νύχτας, στα βλέμματα των ανθρώπων που δεν κοιμούνται, στήνει τη σκηνή της.
Η πλοκή αρχίζει με μια κηδεία και μια σύγκρουση. Από το πένθος ξεπηδούν πρόσωπα που μοιάζουν με σκιές παλαιών ιστοριών: μια μοδίστρα με κρίμα στην ψυχή, ένας νταλικέρης που μετράει διαδρομές και τύψεις, ένας καπνέμπορος, μια ηθοποιός που υποδύεται τον πιο επικίνδυνο ρόλο της ζωής της. Κι ένας «βασιλιάς του λιμανιού», ο Φέλιξ Δούκας, που θυμίζει τις παλιές μορφές του εγκλήματος, εκεί όπου ο νόμος του δρόμου είχε ακόμα μιαν έννοια τιμής. Η συγγραφέας, ωστόσο, δεν ακολουθεί τη γραμμική αφήγηση του αστυνομικού μύθου, αλλά υφαίνει την ιστορία σαν παραλλαγή πάνω σε μια μνήμη. Οι σκηνές διαδέχονται η μία την άλλη με ρυθμό νυχτερινής διαδρομής: Εύζωνοι, Σκόπια, Βελιγράδι! Τόποι που διαλύονται στη βροχή και ξαναγεννιούνται μέσα από τις φωνές των οδηγών και των μοναχικών γυναικών στα καφενεία.
Η γλώσσα της Δάρδα-Ιορδανίδου είναι κοφτή, πειθαρχημένη, σχεδόν κινηματογραφική. Κάθε φράση έχει τη βαρύτητα μιας φωτογραφίας που ανασύρεται από το συρτάρι μετά από χρόνια. Δεν υπάρχουν περιττά στολίδια. Αρκείται στην οικονομία της εμπειρίας και στην εσωτερική μουσικότητα - όπως αντηχεί ένας μελαγχολικός ρυθμός βημάτων σε υγρό πεζοδρόμιο. Η αφήγηση διαστέλλεται και συστέλλεται όπως η αναπνοή: άλλοτε σιωπηλή, άλλοτε γεμάτη ειρωνεία ή πόνο, πάντα όμως πιστή στον ρυθμό της πόλης. Εκεί βρίσκεται και η αληθινή δύναμη του βιβλίου: στη γλώσσα που εμβαθύνει στην τέχνη της αποκάλυψης.
Το Τρανσαλόνικα είναι βιβλίο συλλογικής μνήμης που στρέφει το βλέμμα προς τους ανθρώπους που κουβαλούν το έγκλημα μέσα τους χωρίς να το ομολογούν. Η Θεσσαλονίκη εμφανίζεται ως κοινός παρονομαστής όλων. Μια πόλη ερωτική, τραυματισμένη, βυζαντινή και προσφυγική, μα πάνω απ’ όλα ανθρώπινη. Μια πόλη που δεν έχει πια ήρωες, μόνο μάρτυρες και επιζώντες. Οι δρόμοι της, τα λιμάνια, οι συνοικίες της Καλαμαριάς, το εργοστάσιο του Φιξ, τα φώτα της παραλίας, το ΑΧΕΠΑ, όλα μοιάζουν με σκηνές ενός θεάτρου όπου επαναλαμβάνεται διαρκώς το ίδιο δράμα: η σύγκρουση ανάμεσα στο καθήκον και στην επιθυμία, στην ενοχή και στη λύτρωση.
Η συγγραφέας δεν φοβάται να πει τα πράγματα με το όνομά τους. Μιλά για τη βία, τη διαφθορά, τη ματαιότητα, χωρίς ηθικολογίες και χωρίς παραχωρήσεις. Οι διάλογοι είναι σκληροί, αλλά ποτέ επιδεικτικοί. Πίσω τους διαφαίνεται μια στοχαστική, σχεδόν ποιητική, ευαισθησία. Κάθε πρόσωπο στέκει μόνο του, αλλά συνθέτει και με τα άλλα έναν αόρατο χορό, σαν αρχαία τραγωδία που διαδραματίζεται στη σκιά της αγοράς ή στα υγρά υπόγεια του λιμανιού.
Η Θεσσαλονίκη στη νουάρ νουβέλα Τρανσαλόνικα της Δάρδα-Ιορδανίδου είναι πόλη που κουβαλάει το βάρος της ιστορίας της: τις φωτιές του 1917, το Ολοκαύτωμα, τα ξεριζώματα, τις μικρές καθημερινές ήττες των ανθρώπων που παλεύουν να κρατηθούν όρθιοι. Ο χρόνος της είναι κυκλικός, όπως και οι δρόμοι της, μια ατέρμονη διαδρομή όπου το παρελθόν επιστρέφει μεταμφιεσμένο σε παρόν. Η συγγραφέας δείχνει πως οι άνθρωποι αυτής της πόλης δεν αλλάζουν μοίρα, μόνο πρόσωπα.
Και μέσα σε όλα αυτά, υπάρχει μια τρυφερότητα που αναδύεται απροσδόκητα: στα βλέμματα των ηρώων, στη σιωπή πριν από τη βροχή, στην ατμόσφαιρα του λιμανιού τα ξημερώματα. Μια τρυφερότητα που σώζει το βιβλίο από την απόγνωση και το μετατρέπει σε ύμνο για την αντοχή. Η συγγραφέας δείχνει να γνωρίζει ότι το νουάρ δεν είναι ζήτημα πλοκής αλλά ψυχής και πως η αληθινή σκιά δεν πέφτει πάνω στους δρόμους, αλλά μέσα στους ανθρώπους που αρνούνται να λησμονήσουν.
Πρόκειται για μια νουβέλα όπου θαρρείς πως η ίδια η πόλη γράφει την αυτοβιογραφία της... Μια αφήγηση που τελειώνει με μιαν ομίχλη, όπως όλα όσα αγαπάμε και δεν ξέρουμε αν μας σώζουν ή μας πνίγουν.
*Ο Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης είναι συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας
