Προτάσεις για όσα διαβάζονται σήμερα
Το βλέμμα στο ράφι

Προτάσεις για όσα διαβάζονται σήμερα

Η Μελαγχολία της Ώριμης Επιθυμίας

Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε, Ένας άνδρας πενήντα ετών, μτφρ. Σμαράγδα Αλεξάνδρου, εκδ. Αργοναύτης, σελ. 104  

Πρόκειται για μια νουβέλα με αριστοτεχνική ανάπτυξη, όπου η προσωπική ανανέωση, η αυταπάτη της νιότης, η γοητεία της φιλαρέσκειας και η εσωτερική συνθηκολόγηση της μέσης ηλικίας γίνονται μέρος ενός μύθου που πάλλεται μεταξύ ειρωνείας και τρυφερότητας, αυτοσαρκασμού και κομψότητας. 

Ο Γκαίτε ξεκινά να γράφει τη νουβέλα το 1807, λίγο πριν κλείσει τα πενήντα. Την ολοκληρώνει μέσα στα χρόνια της προσωπικής του ωριμότητας και την εντάσσει τελικά στον κύκλο του Βίλχελμ Μάιστερ, προσδίδοντάς της μιαν αυτόνομη θέση μέσα στο φιλοσοφικό του corpus. Δεν είναι τυχαίο ότι η ηλικία των πενήντα ετών γίνεται εδώ σύμβολο ενός υπαρξιακού μεταίχμιου: η σωματική και ψυχική εξάντληση συμπίπτει με την ανάγκη για νέα πνοή, και η επάνοδος της επιθυμίας σημαδεύεται από την οριστική γνώση του ορίου. Το έργο φέρει όλα τα χαρακτηριστικά του ύστερου Γκαίτε: σαφήνεια ύφους, εσωτερική ειρωνεία, εκλεπτυσμένο στοχασμό, εμμονή στην αισθητική μορφοποίηση των συναισθημάτων, καθώς και μια ειρηνική συμφιλίωση με τον χρόνο που πονά αλλά και διδάσκει.

Ο πυρήνας της νουβέλας είναι απλός, αλλά γεμάτος διαστρωματώσεις: ένας πενηντάρης ταγματάρχης, έρχεται να δει την οικογένειά του με σκοπό να συνδράμει στην ένωση των παιδιών τους — του γιου του Φλάβιο και της ανιψιάς του Ιλαρίας. Ωστόσο, η ανατροπή είναι πλήρης: η Ιλαρία ερωτεύεται τον θείο της και, σταδιακά, εκείνος ανταποκρίνεται. Ο έρωτας αυτός, σαφώς αταίριαστος με τα κοινωνικά δεδομένα, λειτουργεί ως μεταφορά για την ψευδαίσθηση της επανεύρεσης της νιότης, αλλά και ως πειρασμός για μια επανατοποθέτηση της ταυτότητας του ήρωα. Η απροσδόκητη καμπή του έργου, η ανάμειξη του γιου, η παρουσία της ωραίας χήρας, η σταδιακή ανασύνθεση των αρχικών σχεδίων, οδηγεί τελικά όχι σε ένα τραγικό τέλος, αλλά σε μια συμφιλίωση με την πραγματικότητα, που μοιάζει να είναι ο αληθινός στόχος του Γκαίτε. Η παρουσία του παλιού φίλου, του γερασμένου αλλά καλοδιατηρημένου ηθοποιού, λειτουργεί ως το κάτοπτρο του διχασμού ανάμεσα στο «είναι» και το «φαίνεσθαι». Ο διάλογός τους για τη φιλαρέσκεια είναι από τα πιο εμβληματικά φιλοσοφικά αποσπάσματα του ύστερου Γκαίτε. Ο καλλωπισμός, τα καλλυντικά, η φροντίδα της εξωτερικής εικόνας δεν καταγγέλλονται ως ματαιοδοξία, αλλά προτείνονται ως μορφή αυταγάπης και κοινωνικής επένδυσης, εφόσον δεν ξεπερνούν τα όρια του γελοίου.

Σε μιαν εποχή όπου ο άντρας των πενήντα θεωρούνταν ήδη «γέρος», η ανάγκη του ήρωα να φανεί ελκυστικός, να συγκρατήσει την παρακμή, να αποσπάσει έστω και την οφθαλμαπάτη της επιθυμίας, είναι μια πράξη αντίστασης στην εξωτερική και εσωτερική εγκατάλειψη. Δεν είναι τυχαίο ότι στο τέλος, η κρίση του τοποθετείται με αφορμή… ένα δόντι. Η απώλεια του δοντιού γίνεται σύμβολο του αμετάκλητου: το σώμα θυμίζει πια ότι η μάχη έχει χαθεί... 

Η αφήγηση είναι χτισμένη με απόλυτο σκηνικό έλεγχο. Οι ήρωες εισέρχονται, εξέρχονται, ανταλλάσσουν βλέμματα, μετακινούνται σε φωτεινούς και σκοτεινούς χώρους, αγγίζονται και απομακρύνονται, όλα σαν σε θεατρική σκηνή. Τα βλέμματα της Ιλαρίας προς τον θείο της είναι ένα διαρκές υπαινικτικό θέατρο επιθυμίας, με τον ίδιο να παγιδεύεται ανάμεσα στον ηθικό ρόλο και τον σωματικό πειρασμό. Η εναλλαγή μεταξύ φροντίδας και αμηχανίας, του καθρέφτη και της εσωτερικής απογοήτευσης, της νυχτερινής περιποίησης και της πρωινής ντροπής, συνιστούν το σωματικό θέατρο της επιθυμίας στην ώριμη ηλικία.

Η πιο ρηξικέλευθη κίνηση της νουβέλας είναι ίσως το πώς ο έρωτας μεταφέρεται από τον πατέρα στον γιο και μετά ξανά πίσω, και μάλιστα χωρίς τραγωδία. Η Ιλαρία φαίνεται να ακολουθεί το σχήμα της αντιστροφής: πρώτα θέλει τον ώριμο, τον δυνατό, τον πνευματικό καθοδηγητή. Έπειτα, «επιστρέφει» στον νέο, στον κοντινό, στον σωματικά συμβατό σύντροφο. Πρόκειται για μια κλασική κίνηση «επιλογής ενστίκτου», αλλά με την άδεια και προτροπή της πνευματικής ωριμότητας. Αντιστρόφως, ο πατέρας, ενώ φαίνεται έτοιμος να κερδίσει την Ιλαρία, τελικά δεν αποσύρεται για λόγους ηθικούς, αλλά γιατί το σώμα του τον προδίδει, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Ο ίδιος ομολογεί: «δεν μπορώ να είμαι εραστής χωρίς να νιώθω γελοίος». Και έτσι παραχωρεί τον ρόλο του στον γιο, σχεδόν με ανακούφιση!

Το έργο διαποτίζεται από μιαν εμμονή στην καταγραφή, στην ερμηνεία, στην αποτύπωση του συναισθήματος σε μορφή λόγου και τέχνης. Ο ταγματάρχης γράφει ποιήματα για το κυνήγι, ερμηνεύει τη ζωή του με χωρία του Οράτιου και του Οβιδίου, βλέπει τον εαυτό του να ξεγλιστρά από την ενέργεια στο σχόλιο, από το βίωμα στο στοχασμό. Η γλώσσα του, ακόμα και όταν είναι χαμηλόφωνη, έχει πάντα κάτι τελετουργικό: οι πράξεις δεν είναι απλές πράξεις, αλλά μυήσεις σε μια αισθητικοποιημένη ωριμότητα.

Η τέχνη, και ιδίως η ποίηση, λειτουργεί εδώ ως μέσο κατευνασμού, παρηγοριάς, αλλά και αναστοχασμού. Το ίδιο και η μουσική, η ζωγραφική, το εργόχειρο της χήρας, όλα αυτά που προσπαθούν να δώσουν μορφή σε κάτι που φεύγει.

Τελικά, η νουβέλα δεν μιλά μόνο για έναν έρωτα που δεν πραγματοποιείται, αλλά για την ένταση ανάμεσα στην επιθυμία και την παραίτηση. Ο ταγματάρχης ζει για λίγο μιαν αναστάτωση  και έπειτα ξαναμπαίνει στον κόσμο του. Αναγνωρίζει ότι το πάθος του ήταν και ψευδαίσθηση και αλήθεια. Δεν το απαξιώνει, αλλά δεν το συνεχίζει. Και η Ιλαρία, σε μιαν υπαρξιακή χειρονομία ωριμότητας, επιλέγει τελικά όχι τον θείο, αλλά τον νεότερο. Ο κόσμος των συμβόλων υπερίσχυσε του κόσμου των παρορμήσεων.

Ο Άνδρας πενήντα ετών είναι μια νουβέλα για την κρίση της μέσης ηλικίας, ένα έργο για τη γήρανση της επιθυμίας, για την εναλλαγή ρόλων μέσα στη ζωή, για τον πλούτο του εσωτερικού θεάτρου που ανοίγει όταν ο χρόνος παύει να μας υπακούει. Με φόντο έναν κόσμο που αλλάζει (κοινωνικές δομές, παρακμάζουσες οικογένειες, και πάνω απ’ όλα, μια Γερμανία πριν τον ρομαντισμό), ο Γκαίτε μας προσφέρει ένα αριστούργημα ποιητικής σοφίας και γλυκιάς ειρωνείας. Η νουβέλα αποτελεί  υπόδειγμα λογοτεχνικής ισορροπίας: ανάμεσα στη δράση και τον στοχασμό, στη συγκίνηση και την αυτεπίγνωση. Και κυρίως, είναι  ένα λογοτεχνικό πορτρέτο της μεγαλοπρέπειας μιας ζωής που ξέρει πότε να επιθυμεί και πότε να αποσύρεται.


* Ο Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης είναι συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας