Η μαύρη Θεσσαλονίκη, η παιδοκτόνος μάνα και τα φαντάσματα μιας χώρας
Σάκης Σερέφας , Πέτα το στη θάλασσα, εκδ. Μεταίχμιο, σελ.: 216

Το 1963, στη Θεσσαλονίκη, μια μάνα κατεβαίνει τα σκαλάκια της προκυμαίας κρατώντας στην αγκαλιά της ένα βρέφος. Λίγα λεπτά αργότερα, το κορμάκι του παιδιού βυθίζεται στα νερά του Θερμαϊκού. Το πλήθος θα την καταδικάσει ως «σκύλα», «φόνισσα», «παιδοκτόνο». Οι εφημερίδες θα ξεσαλώσουν. Κι όμως, πίσω από αυτή την πράξη - την πιο ακραία που μπορεί να διαπράξει μια μάνα - κρύβονται μηχανισμοί ακόμα πιο σκοτεινοί από το ίδιο το έγκλημα. Ιδρύματα που απορρίπτουν μωρά, κυκλώματα παράνομων υιοθεσιών, παρακράτος, πολιτικές ίντριγκες και μια κοινωνία που διψάει για αποδιοπομπαίους τράγους.
Με αφετηρία ένα πραγματικό γεγονός, τη δολοφονία ενός παιδιού από τη μητέρα του στη Θεσσαλονίκη, ο Σάκης Σερέφας οικοδομεί μια πυκνή σύνθεση από ιστορίες, φωνές και σιωπές. Εδώ το έγκλημα παρουσιάζεται ως ένα άνοιγμα απ’ όπου ο συγγραφέας αντικρίζει μια ολόκληρη κοινωνία να καθρεφτίζεται: την πόλη, τη χώρα, το συλλογικό μας ασυνείδητο.
Η «μαύρη Θεσσαλονίκη» είναι η πόλη των αποκλεισμένων, των φτωχών, των μοναχικών ανθρώπων, μια πόλη που μοιάζει να έχει εξορίσει την τρυφερότητα. Το υλικό δεν περιορίζεται στα όρια του φονικού. Στήνεται μια πολύμορφη τοιχογραφία, με τη βασίλισσα Φρειδερίκη και τις Παιδουπόλεις της, με τις υπερατλαντικές υιοθεσίες, με δημοσιογράφους που συναλλάσσονται, με τροφούς που βλέπουν μπροστά τους το αλισβερίσι με τα μωρά.
Η παιδοκτόνος μάνα παρουσιάζεται σαν ένα τέρας. Είναι ένα πλάσμα του ίδιου του συστήματος που τη γέννησε. Ο συγγραφέας μοιάζει να μην ενδιαφέρεται για την πράξη αλλά για το «πριν» και το «μετά», για το πώς
ένα τέτοιο γεγονός φωτίζει τη φθορά μιας χώρας που έχασε την ικανότητα να συμπονά χωρίς τηλεοπτικό θέαμα.
Δίπλα στα αληθινά πρόσωπα, τοποθετεί επινοημένους χαρακτήρες: έναν λαϊκό ζωγράφο που ζωγραφίζει θαλασσογραφίες την ώρα που το παιδί πνίγεται, μια δημοσιογράφο που καταγράφει τα κυκλώματα της Βρεφοκρατούσας, τον οδηγό του ΚΤΕΛ που μετέφερε τη μάνα στο χωριό. Ο Σερέφας ερευνά τα «ψυχολογικά μονοπάτια» που έσπρωξαν τη γυναίκα στην πράξη της παιδοκτονίας. Και ταυτόχρονα εμπλέκει και τον εαυτό του στο έγκλημα, γίνεται μέρος του, μάρτυρας και αναμεταδότης.
Στο κέντρο της ιστορίας δεν υπάρχει μόνο το έγκλημα, αλλά κι ένας ολόκληρος κόσμος που στροβιλίζεται γύρω του. Το βρεφοκομείο που δεν δέχτηκε το παιδί, τα κυκλώματα παράνομων υιοθεσιών που έστελναν μωρά στην Αμερική, οι παρακρατικοί που είχαν ανάγκη από θεαματικές εξιχνιάσεις για να καλύψουν άλλα σκάνδαλα, οι πολιτικές κομπίνες με τα οικόπεδα, η σκιά του Ψυχρού Πολέμου. Η σκηνή της παιδοκτονίας γίνεται το σημείο όπου τέμνονται κοινωνικά, πολιτικά και υπαρξιακά νήματα.
Η μάνα που πετά το βρέφος της στη θάλασσα γίνεται αποδιοπομπαίος τράγος μιας σάπιας πραγματικότητας. Το κορμάκι του παιδιού τυλίγεται, όπως γράφει ο Σερέφας, «σαν μαγαρισμένη φασκιά» μέσα σε ένα σκάνδαλο εμπορίας βρεφών που μυρίζει μέχρι σήμερα. Η μεγαλοπρεπής εκδοχή της Ιστορίας, δεν έσωσε αυτό το παιδί. Αντίθετα το εκμεταλλεύτηκε, το κατάπιε, το έκανε εργαλείο συγκάλυψης.
Το βιβλίο ακολουθεί μια πολυφωνική δομή, όπου εναλλάσσονται χρονικά επίπεδα, φωνές και αποσπασματικές αφηγήσεις. Δημοσιογραφικά τεκμήρια, μαρτυρίες, προσωπικά βιώματα και θραύσματα ποιητικού λόγου συνυπάρχουν.
Μέσα από την παιδοκτονία, ο Σερέφας μιλά για τη βία των θεσμών, της οικογένειας, των μέσων ενημέρωσης, των προκαταλήψεων. Κάθε κεφάλαιο μοιάζει με μικρό «τελετουργικό εξαγνισμού». Το αποτρόπαιο μετατρέπεται σε ανθρώπινο για να γίνει κατανοητό.
Η γλώσσα είναι ρυθμική, σχεδόν προφορική, καθώς κουβαλά μέσα της τη σκόνη των δρόμων, τη μυρωδιά του αίματος και την αλμύρα της θάλασσας. Οι φράσεις του είναι σύντομες, κοφτές, σαν ανάσες. Συχνά η αφήγηση αποκτά ποιητική χροιά με υπόγεια μουσικότητα σαν να προσπαθεί ο συγγραφέας να ξορκίσει το κακό μέσα από τον ρυθμό των λέξεων.
Πίσω όμως από την ιστορία μιας πόλης και ενός εγκλήματος, αναδύεται το πορτρέτο μιας Ελλάδας που αρνείται να ωριμάσει. Μιας χώρας που παραμένει εγκλωβισμένη στις τηλεοπτικές της ψευδαισθήσεις, στις προκαταλήψεις, στην κενότητα της «συγκίνησης» χωρίς σκέψη, συναισθηματικά κατάλοιπα μιας συλλογικής υποκρισίας.
Ο Σερέφας δεν αναζητά λύτρωση, προσφέρει μαρτυρία. Το βιβλίο του στέκει εκεί όπου ο ρεαλισμός συναντά την ποίηση και η πόλη γίνεται καθρέφτης της ανθρώπινης απελπισίας.
* Ο Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης είναι συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας