Παναγία Σουμελά στον Πόντο: ένα σπουδαίο μνημείο που πληγώνει η Τουρκία

Παναγία Σουμελά στον Πόντο: ένα σπουδαίο μνημείο που πληγώνει η Τουρκία

Εμβληματικό μνημείο του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας στον Πόντο, η Παναγία Σουμελά, που μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών λόγω μικρασιατικής καταστροφής έπαψε να λειτουργεί στα παλιά εδάφη, έχει μια τεράστια Ιστορία (από τον Θεόφιλο στους Κομνηνούς και στον Μωάμεθ) και πάμπολλες περιπέτειες. Η τελευταία προσβολή έγινε με ένα πάρτι, το οποίο έλαβε χώραν κατά τη διάρκεια γυρισμάτων βιντεοκλίπ ηλεκτρονικής μουσικής και ξεσήκωσε κατακραυγή  εναντίον της Τουρκίας.

Πρώτοι αντέδρασαν ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος και η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου. Οι διαμαρτυρίες συνεχίστηκαν από το υπουργείο Εξωτερικών και Ελληνες ευρωβουλευτές. Κάποιοι απευθύνθηκαν στην UNESCO και άλλοι στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ο θόρυβος συνεχίζεται, οι γείτονες λένε ότι διερευνούν το γεγονός, η αλήθεια είναι όμως πως είχε δοθεί άδεια από τοπικούς ιθύνοντες του πολιτισμού, χωρίς να περάσει καν από το μυαλό τους ότι αυτό θα αποτελούσε προσβολή του μνημείου.

Κάτι που έχουν συνειδητοποιήσει οι έμποροι και οι τουριστικοί πράκτορες της περιοχής, οι οποίοι προσβλέπουν στα μεγάλα έσοδα προσκυνηματικού τουρισμού και διαμαρτύρονται για το βιντεοκλίπ όπως και για το πάρτι που έγινε.  «Αυθορμήτως» λένε οι διοργανωτές. Και έτσι να είναι, αποτελεί προσβολή, όπως και το βιντεοκλίπ άλλωστε.

Στο όρος Μελά

Η Μονή της Παναγίας Σουμελά στον Πόντο, κοντά στην Τραπεζούντα, ιδρύθηκε από δύο Αθηναίους μοναχούς το 386, στο όρος Μελά. Από το όρος αυτό, κατά πάσα πιθανότητα, προέρχεται και το όνομα της: στου Μελά, και κατά παραφθοράν, σου Μελά. Κατά άλλη εκδοχή προέρχεται από τη λέξη μελάσα και το «μαύρο» βουνό, που είναι ο  Μελάς.

Πάντα σύμφωνα με την παράδοση η εικόνα το 380μ.Χ., την εποχή που βασίλευε ο Θεοδόσιος ο Μεγάλος  έφυγε «πετώντας» από το χώρο όπου φυλασσόταν στην Αθήνα και έφτασε στα βορειοανατολικά του Πόντου. Στην συνέχεια και ενώ την αναζητούσαν οι πιστοί, εμφανίστηκε κατ' όναρ σε ευλαβή άγαμο ιερέα, τον τριαντάχρονο τότε Βασίλειο, από την Αθήνα, γιο δυο πιστών και ευσεβών ανθρώπων, του Κωνσταντίνου και την Άννας, και στον ανιψιό του, μαζί με τον οποίο διέμενε, τον δεκαοκτάχρονο ιεροδιάκονο Σωτήριχο. Κατά την παράδοση, ο Βασίλειο είδε μια πανέμορφη και υπέρλαμπρη νέα στα δεξιά της Αγίας Τράπεζας, που γύρω την υπήρχαν  πλήθη λευκοφορεμένων νέων, απευθυνόμενη στον Βασίλειο να του λέει:

“Βασίλειε σήκω γρήγορα, μαζί με τον ανιψιό σου τον Σωτήριχο και αφού εγκαταλείψετε τα υπάρχοντα σας, να γίνετε Μοναχοί. Και συ μεν να μετονομασθείς Βαρνάβας, ο δε ανιψιός σου, Σωφρόνιος” και αφού εξήγησε ότι ήταν η Θεοτόκος Μαρία, του υποσχέθηκε ότι θα είναι κοντά τους σε όλη τη ζωή τους.

Την επόμενη φορά που οι δυο άνδρες, φοβισμένοι, επισκέφθηκαν στην Αθήνα το χώρο όπου ήταν η ιερή εικόνα της Παναγίας, για να προσκυνήσουν και να προσευχηθούν, άκουσαν έκθαμβοι φωνή που τους καλούσε να ακολουθήσουν την πορεία της προς τον Πόντο, η οποία τους πληροφορούσε και παράλληλα τους πρόσταζε:

“Εγώ προπορεύομαι, τέκνα, όπως προείπον, εις όπερ πάντοτε εξελεξάμην όρος του Μελά, μεθ' υμών ούσα”.

Όταν έφθασαν στο όρος Μελά είδαν ότι πρόκειται για ένα κάθετο και επιβλητικό όρος σε μέρος που τους εντυπωσίασε βαθιά. Ύστερα από πολύωρη και εξαντλητική προσπάθεια κατάφεραν να σκαρφαλώσουν στην κορυφή του βουνού. Έξαφνα αντίκρισαν μπροστά τους μια σπηλιά. Κατάφεραν να μπουν από μια κόγχη, και στο βάθος της σπηλιάς αντίκρισαν πάνω σε έναν βράχο, εκστατικοί, το εικόνισμα της Παναγίας! Εκεί ίδρυσαν την πρώτη μονή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ που είχε και θαυματουργό αγίασμα, με τη βοήθεια μοναχών της μονής Βαζελώνα.

Ο πρώτος ναός του Αρχάγγελου Μιχαήλ, ανακαινιζόταν κατά καιρούς και μάλιστα σωζόταν μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα (1930). Η εικόνα της Παναγίας έδωσε φήμη στη νέα μονή, η οποία και σιγά- σιγά επεκτάθηκε. Εν τω μεταξύ είχαν αποκτηθεί άλλα δύο κειμήλια, το Ευαγγέλιο του Οσίους Χριστοφόρου και ο Σταυρός του αυτοκράτορα Μανουήλ Γ', που περιείχε κομμάτι του τιμίου ξύλου.

Η εικόνα της Παναγίας


H θαυματουργή εικόνα της Παναγίας σύμφωνα με την παράδοση της Ορθοδόξου εκκλησίας είναι έργο του Αποστόλου και Ευαγγελιστή Λουκά. Μετά την πτώση  της Τραπεζούντας στους Οθωμανούς, αποτελεί το σύμβολο και η ελπίδα των Ελληνoποντίων που καταφεύγουν στην προστασία της και βρίσκουν παρηγοριά και ασφάλεια. Κάτω από την προστασία της οι υπόδουλοι Έλληνες βρίσκουν τη δύναμη να αγωνιστών ενάντια στις τουρκικές διώξεις, στα βασανιστήρια, στους εξισλαμισμούς και κατά τα τελευταία πριν από την ανταλλαγή χρόνια να σηκώσουν το βαρύ σταυρό της εξόντωσης από τη σχεδιασμένη από το επίσημο τουρκικό κράτος τακτική της γενοκτονίας στην οποία θυσιάστηκαν 350.000 Έλληνες του Πόντου.

Με τον ξεριζωμό το εικόνισμα της Παναγίας θάφτηκε από τους τελευταίους μοναχούς στα αγιασμένα χώματα της. Δέκα χρόνια θαμμένη χωρίς προσκυνητές περίμενε την απελευθέρωση της. Η απεριόριστη αγάπη τον ξεριζωμένων προς αυτήν, η αθεράπευτη νοσταλγία τους για τις αξέχαστες πατρίδες θεριεύει την ελπίδα της απελευθέρωσης της που πρόβαλε σαν ένα επιτακτικό καθήκον στο νου και τη συνείδηση δύο εκλεκτών τέκνων του Πόντου, τον μητροπολίτη Ξάνθης Πολύκαρπου  Ψωμιάδη και του υπουργού Λεωνίδα Ιασωνίη, οι οποίοι ζήτησαν τη μεσολάβηση του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου.

Μετά την έγκριση του αιτήματος από τον Τούρκο πρωθυπουργό Ισμέτ Ινονού, πήγε στον Πόντο ο αρχιμανδρίτης Αμβρόσιος από τους τελευταίους μοναχούς της μονής και ύστερα από αγωνιώδεις προσπάθειες βρήκε την εικόνα, τον πολύτιμο σταυρό με το τίμιο ξύλο που είχε δωρίσει στο μοναστήρι ο αυτοκράτορας της Τραπεζούντας Εμμανουήλ Γ' ο μέγας Κομνηνός και το χειρόγραφο σε περγαμηνή Ευαγγέλιο του οσίου Χριστόφορου που είχαν ενταφιαστεί μαζί, τα μετέφερε στην Αθήνα και τα παρέδωσε στον μητροπολίτη Τραπεζούντας και κατοπινό αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρύσανθο Φιλιππίδη, και εκείνος το εναπόθεσε προσωρινά στο βυζαντινό και χριστιανικό μουσείο Αθηνών. Δεκαετίες μετά, τα κειμήλια μεταφέρονται στη σημερινή Παναγία Σουμελά, στο Βέρμιο.

Οι Κομνηνοί

Ο κύριος ιδρυτής της Μονής Σουμελά θεωρείται ο Αλέξιος Γ΄ Κομνηνός, (1349-1390) ενώ από την εποχή του προπάππου του Αλεξίου Ιωάννη (1280-1285), η Σουμελά θεωρούνταν θρησκευτικό κέντρο. Ο προπάππους, ο παππούς και ο πατέρας του Αλέξιου έκαναν δωρεές πολλές φορές. Η οικογένεια Κομνηνών στήριξε και προστάτευσε τον πολιτισμό και την τέχνη. 

 Ο Αλέξιος έδωσε ιδιαίτερη σημασία στη Μονή Σουμελά, την οποία επέλεξεγια την τελετή στέψης του το 1350.  Το 1360, η μονή ξαναχτίστηκε, και επεκτάθηκε δραστικά, ύστερα από 1.000 χρόνια ύπαρξης. Μετατράπηκε σε μια τεράστια εγκατάσταση που αποτελείται από 72 δωμάτια, 17 μέτρα ύψος, 40 μέτρα μήκος και 14 μέτρα πλάτος. Επίσης 1366, ο αυτοκράτορας Αλέξιος διέθεσε ειδικό μερίδιο από το ταμείο του για το  μοναστήρι. Με αυτά τα χρήματα έγινε τακτική αναστήλωση. Το μοναστήρι διπλασιάστηκε σε μέγεθος με τη νέα κατασκευή. 

‍Ο Μανουήλ (1390-1417) ήταν θρησκευόμενος όπως ο πατέρας του. Φόρεσε επίσης το στέμμα του στην εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο όρος Μελά Τη χρονιά που ανέβηκε στο θρόνο, ο Μανουήλ έκανε δώρο στο μοναστήρι έναν πραγματικό και πολύτιμο σταυρό, 3 εκ. μήκους και 3 δάχτυλα πλάτος. Πάνω στο σταυρό ήταν το σημάδι από τα καρφιά της σταύρωσης. Αυτός ο σταυρός ήταν ο μεγαλύτερος από το αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο στην Κωνσταντινούπολη. 

Όπως βλέπουμε λοιπόν, από την ημέρα ίδρυσής του μέχρι το 1923, οπότε και εγκαταλείφθηκε, οι οικοδομικές και οικοδομικές εργασίες στο μοναστήρι ακολούθησαν πορεία σε μια περίοδο χιλίων εξακοσίων περίπου ετών. Οι τοιχογραφίες που κοσμούν το μοναστηριακό συγκρότημα και το εσωτερικό του έγιναν σε διαφορετικές περιόδους. Φαίνεται ξεκάθαρα στην αρχιτεκτονική, τη ζωγραφική, την λιθοδομή κάθε περίοδος.  ‍

Ο Μωάμεθ ο Πορθητής  κατέλαβε την Τραπεζούντα το 1461 αλλά δεν άλλαξε τίποτα στη Μονή Σουμελά, την οποία επισκέφθηκε. Με διάταγμα παραχώρησε προνόμια στο μοναστήρι. Ο Σουλτάνος Σελίμ (1566-1574) ήταν γενναιόδωρος στη Μονή Σουμελά. Παρουσίασε χειρόγραφο των Δέκα Εντολών, που βρισκόταν στη Μονή του Όρους Σινά.  Τα προνόμια που δόθηκαν στη Μονή Σουμελά ανανεώνονταν κατά τη διάρκεια της βασιλείας κάθε Οθωμανού σουλτάνου. 

Τον 19ο αιώνα, ο αριθμός των μοναχών έφτασε τους εκατό και η γη που κατείχαν επεκτάθηκε με τις ευλογίες του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ και το μοναστήρι έγινε ιδιοκτήτης 15 χωριών στη γύρω περιοχή.
Το 1923

Φεύγοντας υποχρεωτικά οι μοναχοί από τον Πόντο, ύστερα από τη Συνθήκη της Λωζάνης, το 1923, άφησαν πίσω τα περισσότερα από τα ιερά σκεύη και υπάρχοντα της μονής. Τα αντικείμενα αυτά λεηλατήθηκαν τα μετέπειτα χρόνια, ιδιαίτερα από ξένους συλλέκτες. Εσκαψαν ακόμα και στα θεμέλια.

Δεδομένου ότι το μοναστήρι βρισκόταν στο δρόμο διέλευσης βοσκών που μετέφεραν τα μικρά και μεγάλα βοοειδή τους στο οροπέδιο, έγινε ασφαλές μέρος διαμονής και καταφυγίου για αυτούς τη νύχτα. Κάποιοι έβαλαν ακόμα και φωτιά, σε αποτυχημένες προσπάθειες να ζεσταθούν. Αλλοι βεβήλωναν επί δεκαετίες τις υπέροχες τοιχογραφίες.

Σήμερα, πολλά κειμήλια είναι σε ξένα μουσεία.  Η εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας βρίσκεται στο Εθνικό Μουσείο της Ιρλανδίας, άλλη εικόνα και το βημόθυρο στη Οξφόρδη (Ασμόλιαν) κλπ. Τα περισσότερα από τα βιβλία της βιβλιοθήκης του μοναστηριού φυλάσσονται στο Μουσείο Πολιτισμών της Ανατολίας της Άγκυρας.

Σήμερα η Παναγία Σουμελά είναι κλειστή λόγω νέων έργων που γίνονται για στερέωση βράχων. Δημοσιεύματα σε τουρκικές εφημερίδες αναφέρουν πως ίσως έχουν γίνει λάθη και αυτό μπορεί να αποβεί επικίνδυνο στο μέλλον για τη Μονή. Κάθε Δεκαπενταύγουστο που η Μονή είναι ανοιχτή ως μνημείο, λειτουργεί εκεί ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος.