Όλα είναι δρόμος

Όλα είναι δρόμος

Μια αλληγορία με παραμυθητική μορφή που όμως είναι φιλοσοφική θέση και στάση ζωής. Ένα μικρό ημιτελές κείμενο που ωστόσο εμπεριέχει όλους τους λαβυρίνθους κι όλα τα «δαχτυλίδια» του κόσμου.

Fernando Pessoa «Ο οδοιπόρος», Εισαγωγή- Μετάφραση- Σημειώσεις: Μαρία Παπαδήμα, εκδ. Gutenberg - Γιώργος & Κώστας Δαρδανός 2021.

«Αγγλομανής, μύωψ, ευγενής, αλλοπαρμένος, μαυροντυμένος, απόμακρος και οικείος, κοσμοπολίτης που κηρύσσει τον εθνικισμό, επίσημος ερευνητής των ασήμαντων πραγμάτων, άνθρωπος με χιούμορ που δεν χαμογελάει ποτέ και που μας παγώνει το αίμα, επινοητής άλλων ποιητών και εξολοθρευτής του εαυτού του, συγγραφέας ενός παράδοξου λόγου διαυγούς σαν το νερό και σαν κι αυτό απύθμενου: προσποίηση σημαίνει αυτογνωσία. Μυστηριώδης σαν το φεγγάρι το καταμεσήμερο, σιωπηλό φάντασμα του πορτογαλικού μεσημεριού’ ποιος είναι άραγε ο Πεσσόα;»

Αναρωτιέται ο Οκτάβιο Πας για τον Πεσσόα, διαπιστώνοντας πως όσο και καλά να τον ξέρεις, ποτέ δεν είναι αρκετό.

«Ο Οδοιπόρος» του ωστόσο που χρονολογείται γύρω στα 1917, ήρθε στο φως μόλις το 2009 και αποδεικνύει ότι ο μυστηριώδης πορτογάλος ποιητής και συγγραφέας γνώριζε καλά και την άλλη όψη στο κέντημα της Ζωής.

Κείμενο ημιτελές, με σχεδιάσματα δομής που μας βοηθούν να μαντέψουμε τα παρακάτω, είναι γραμμένο με την αλληγορική και παραμυθητική μορφή ενός παραμυθιού. Έχει για θέμα του την αέναη αναζήτηση και ήρωά του ένα ευτυχισμένο και μακάριο έφηβο που ωστόσο κάποια στιγμή ως άλλος απόστολος παρατά τους γονείς του, φίλους και οικείους και το σπίτι του και παίρνει τους πέντε δρόμους καθ’ υπόδειξη του αινιγματικού Άντρα με τα μαύρα που ωστόσο δεν θυμάται καλά. Ούτε τα ακριβή λόγια του αλλ’ ούτε και τη μορφή του.

Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει και συναντά το κορίτσι των ονείρων του. Γι’ αυτήν βγήκα στο δρόμο του, σκέφτεται, εδώ θα είμαι καλά.

Από το σχεδίασμα θα μάθουμε πώς σκοπός του είναι να φεύγει ακόμα και από τον έρωτά του, την ευτυχία του, και ότι εκείνη η πρώτη γυναίκα που είναι η Ηδονή θα είναι για κείνον ο πρώτος σταθμός μόνο, διότι στη συνέχεια θα γνωρίσει τη Δόξα την οποία επίσης και εγκαταλείπει για τον δρόμο που θα τον φέρει στην Εξουσία, στην Αγάπη και στη Σοφία αλλά ωστόσο ούτε μπροστά στην αυτογνωσία του, την Προσωπικότητα δεν σταματά.

«Αλλά αποφάσισα να φύγω, να προχωρήσω, να συνεχίσω τον δρόμο. Έβαλα στους ώμους μου το φορτίο του ταξιδιώτη. Ήταν ελαφρύ, γιατί βαριά ήταν μόνο η αγωνία, που ήταν το μόνο που αισθανόμουν».

«Έφυγα τρέχοντας, προχωρημένη νύχτα, σαν δραπέτης, σαν παράφρονας, σαν να ήθελα να πάω πέρα από μένα ή να αφήσω πίσω μου τον ίδιο μου τον ίσκιο. Έτρεχα, έτρεχα, έτρεχα, χωρίς ο χρόνος να συντροφεύει την αίσθησή μου του τρέχω. Είχα την εντύπωση ότι δεν κουνιόμουν, ότι ήμουν σταματημένος, σιδηροδέσμιος μέσα στο στενό κελί της οδύνης μου».

Από τα πιο επί της ουσίας αυτοβιογραφικά κείμενα του συγγραφέα, δικαιολογεί τη διαρκή φυγή και από τον ίδιο του τον εαυτό του και τη δημιουργία των ετερώνυμων. Αντιμετωπίζοντας κάθε πρόκληση, ακόμα και τον Θάνατο με γυναικεία μορφή, βιώνει το οτιδήποτε σαν πέρασμα, η αναζήτηση και ο δρόμος, η ίδια η ζωή, η πορεία προς το Φως ή η Ποίηση και η Γραφή είναι το μόνο που υπάρχει και το βλέπουμε εν ύπνω, το μόνο που οφείλει να είναι εσαεί οδοιπόρος κι όλα τα άλλα, οι σταθμοί, οι γυναίκες, ο ερημίτης, ο σιδηρουργός είναι σύμβολα ακόμα κι ο κάθε ένας από μας. Αντιστρέφοντας ύπνο και ξύπνιο ισχυρίζεται πώς στην πραγματικότητα φτάνουμε συνήθως κοιμώμενοι και ότι η ζωή μας είναι ένα όνειρο.

Κι ο Άντρας με τα Μαύρα, ο ξυλουργός του Πινόκιο που φεύγει από το πατρικό για να γνωρίσει την Αλήθεια ήτοι τη Θέωση, να ακούσει επιτέλους την αρχική φράση που του είπε, καθαρά: «Μην κοιτάζεις τον Δρόμο: ακολούθησέ τον μέχρι τέλους».

Μια αλληγορία με παραμυθητική μορφή που όμως είναι φιλοσοφική θέση και στάση ζωής. Ένα μικρό ημιτελές κείμενο που ωστόσο εμπεριέχει όλους τους λαβυρίνθους κι όλα τα «δαχτυλίδια» του κόσμου μέσα, την έκσταση του έρωτα, την οδύνη του αποχωρισμού, την ευγένεια της δόξας, τη μεγαλοπρέπεια της εξουσίας, την αταραξία της σοφίας, την υπέρτατη γαλήνη του θανάτου, εκείνο που είμαστε αλλά και την αρχαία μας δίψα για αλήθεια που μας κάνει εντούτοις να βρισκόμαστε συνεχώς στο δρόμο διότι ακόμα κι εκείνο που είναι κάτω από τη μύτη μας θα πρέπει να λειώσουμε πολλά ζευγάρια σιδερένια παπούτσια για να το δούμε, τελικά.

Σε εξαιρετική μετάφραση και σχόλια από τη Μαρία Παπαδήμα, ακόμα μια σπουδαία έκδοση των εκδόσεων Gutenberg συμπληρώνοντας τα άπαντά του στα ελληνικά.

Το παιχνίδι με τις μάσκες ή ο άνθρωπος που επινόησε τον εαυτό του

«Λαθρεπιβάτης της ζωής» όπως συνήθιζε ο ίδιος να αποκαλεί τον εαυτό του, «ο άνθρωπος με τη μάσκες», ο πορτογάλος συγγραφέας Φερνάντο Πεσσόα, είναι αναμφισβήτητα εκείνος που τον επινόησε. Το έργο της ζωής του, ποίηση μέσα στην ποίηση, ήταν οι ετερώνυμοι. «Να ζεις σημαίνει να είσαι ένας άλλος», επέμενε.«Να τα σβήνεις όλα πάνω στον πίνακα μέρα με τη μέρα, να γίνεσαι καινούργιος κάθε αυγή, το συναίσθημά σου να είναι πάντα παρθένο- ιδού, ιδού το μόνο που αξίζει τον κόπο να είσαι, ή να έχεις, για να είσαι ή να έχεις αυτό το ατελές που είμαστε όλοι», υπενθύμιζε.
«Εννοείται πως αγνοώ αν είναι αυτοί /που δεν υπάρχουν ή μήπως ο ανύπαρκτος / είμαι εγώ: σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις / δεν πρέπει να είμαστε δογματικοί», δήλωνε κι επιχειρούσε «Να μην είσαι τίποτε, για να μπορείς να γίνεις τα πάντα».

Κι έτσι κατά καιρούς και κάποιες φορές για όλη τη διάρκεια του βίου έγινε: ο δημιουργός του έργου «Ο φύλακας του κοπαδιού» Αλμπέρτο Καέιρο, τον οποίο έχρισε και δάσκαλό του. Ο νεοκλασικός ποιητής και αρχαιολάτρης φιλόλογος εξόριστος στη Βραζιλία λόγω των φιλομοναρχικών του πεποιθήσεων Ρικάρντο Ρέις. Ο Αλβάρο ντε Κάμπος, ζωντανή αντίθεση του προηγούμενου, μηχανικός και υμνητής της μοντέρνας τεχνολογίας με ένα ποιητικό ύφος που παραπέμπει στον Ουίτμαν. Ο αγγλόφωνος Αλεξάντερ Σερτς. Ο βοηθός λογιστή Μπερνάντο Σοάρες. Ο ερμηνευτής και σχολιαστής τους Αντόνιο Μόρα…

Στον φανταστικό κόσμο του Φερνάντο Πεσσόα 72 ετερώνυμοι και ημι- ετερώνυμοι γεννήθηκαν και δημιούργησαν για λογαριασμό του. «Στο καθένα απ’ αυτά τα πρόσωπα έθεσα μια διαφορετική έννοια της ζωής, όλες όμως αντλούν την ουσία τους από το μυστήριο της ύπαρξης», υπογραμμίζει ο δημιουργός τους.

«Αγγλομανής, παθολογικά ντροπαλός και ταυτόχρονα αλαζόνας, ντυμένος πάντα στα σκούρα, κοσμοπολίτης και εθνικιστής, μυωπικός και οραματιστής, αιρετικός και διάφανος σαν σκιά, αποκρυφιστής και παγανιστής, ποιος είναι αυτός ο Πεσσόα» που πεθαίνει το 1935, σε ηλικία 47 μόλις ετών, ξεχαρβαλωμένος απ’ το ποτό; αναρωτήθηκε αυτοβιογραφούμενος για να συμπληρώσει το, ούτως ή άλλως, αντιφατικό του πορτρέτο:

«Πέρα από τα πολυάριθμα άρθρα και κάποια ποιήματα σε περιοδικά, το δημοσιευμένο έργο του αποτελείται από δύο ισχνούς τόμους με ποιήματα στα αγγλικά και ένα στη μητρική του γλώσσα (Το μήνυμα). Δεν τον ενδιέφερε να δημοσιεύει. Στο σπίτι του βρέθηκε ένα μπαούλο με περισσότερα από 25.000 χειρόγραφα, στα οποία ακόμα αναδιφούν οι ειδικοί».

Ο Πεσσόα, όσο περνά ο καιρός, γίνεται όλο και πιο σύγχρονος, περισσότερο οικείος και αναγνωρίσιμος, ταυτόσημος σχεδόν με την κατακερματισμένη εποχή μας.
«Όσο περισσότερο μεγαλώνω, τόσο λιγότερο είμαι. Όσο πιο πολύ με βρίσκω, τόσο περισσότερο χάνομαι. Όσο περισσότερο δοκιμάζομαι, τόσο περισσότερο συνειδητοποιώ ότι είμαι λουλούδι και πουλί, και αστέρι και σύμπαν. Όσο περισσότερο καθορίζω τον εαυτό μου, τόσο λιγότερα όρια έχω. Ξεπερνώ τα πάντα. Κατά βάθος είμαι ίδιος με το Θεό», έγραφε. Κι έκανε τη ζωή του, κυριολεκτικά, έργο τέχνης.

Μικρό βιογραφικό του: Ο Φερνάντο Πεσσόα γεννήθηκε στις 13 Ιουνίου 1888 στη Λισσαβώνα. Πέθανε στις 30 Νοεμβρίου 1935 στο γαλλικό νοσοκομείο της Λισσαβόνας. Η τελευταία φράση που γράφει είναι στα αγγλικά «I Know not what tomorrow will bring» (δεν γνωρίζω τι θα φέρει το αύριο).

Δημιούργησε 72 ετερώνυμες προσωπικότητες και έγραψε εν ονόματί τους. Οι πιο διάσημοι ετερώνυμοι: Αλβάρο ντε Κάμπος, Ρικάρντο Ρέις, Αλμπέρτο Καέριο, Μπερνάντο Σοάρες, Αλεξάντερ Σερτς, Αντόνιο Μόρα, Μπαράο ντε Τέιβε κ.α.

Επιδόθηκε μαζί τους στη «συγγραφή» αφορισμών και αποφθεγμάτων, «ανατέμνοντας με την ακρίβεια νυστεριού την ανθρώπινη ύπαρξη και συνθήκη».

Κυκλοφορούν στα ελληνικά μεταξύ άλλων τα βιβλία του:
«Αντίνοος», «Η αγωγή του στωικού», «Ταξίδι στην άβυσσο. Η ώρα του διαβόλου», «Χωρίς μάσκες», «Ηρόστρατος», «Το βιβλίο της ανησυχίας», «Η ώρα του διαβόλου», «Γράμματα στην Οφηλία», «Marginalia αφορισμοί και αποφθέγματα», «Εγώ και οι άλλοι», «Πίσω από τις μάσκες», «Ο αναρχικός τραπεζίτης» κ.α.