Ο διασημότερος γυναικάς στην ιστορία. Η επιτομή του εραστή, του γόη, του καρδιοκατακτητή. Η προσωποποίηση της επιτυχίας και του σουξέ στο γυναικείο φύλο, όπως φαίνεται μέσα από τις ιστορίες που διηγείται στην αυτοβιογραφία του. Ποιος ήταν, όμως, στα αλήθεια;
Σε μια από τις ομορφότερες πόλεις της Ιταλίας, την Βενετία, γεννήθηκε τον 18ο αιώνα, ο πολυπόθητος αυτός άντρας. Ο άντρας τον οποίο σίγουρα ζηλεύουν τόσοι πολλοί όλους αυτούς τους αιώνες, αφού κατάφερε να μείνει στην ιστορία για τις ικανότητές του με τις γυναίκες.
Απ’ ότι φαίνεται, αυτός ο άνθρωπος επαινεί τον εαυτό του κυρίως για τις κατακτήσεις του. Οι περιπέτειές του, όμως, είναι εξίσου προκλητικές και ίσως να ρίχνουν φως στην ακόρεστη όρεξη του για…ξέρετε για τι.
Στις 2 Απριλίου 1725, γεννήθηκε το πρώτο από τα έξι παιδιά δύο διάσημων ηθοποιών της Βενετίας, της Τζαννέτα και του Γκαετάνο. Αυτός, ήταν ο Τζιάκομο Καζανόβα. Ναι, ο γνωστός. Ο μικρός Τζιάκομο είχε από την αρχή μια δύσκολη ζωή. Όταν ήταν 8 χρονών, ο πατέρας του πέθανε και αυτός και τα αδέρφια του χωρίστηκαν από την μητέρα τους. Η δύσκολη αυτή αρχή, όμως, δεν τον πτόησε καθόλου.
Ακόμα και το ξεκίνημά του χαρακτηρίζεται από την φήμη που έχτισε και διατηρεί μέχρι τις μέρες μας, αφού υπάρχουν εικασίες ότι έζησε την πρώτη του ερωτική συνεύρεση λίγο μετά την εγκατάλειψή της μητέρας του, η οποία μάλλον τον στοίχειωσε για πάντα. Πρώτο στοιχείο που προδίδει την μετέπειτα εξέλιξη του χαρακτήρα του.
Τις περισσότερες πληροφορίες για την ζωή του, αντλούμε από την αυτοβιογραφία του. Όποιος, όμως, γράφει για τον εαυτό του, θέλει να πουλήσει μια συγκεκριμένη εικόνα. Γι’ αυτό ό,τι γράφει έχει αντιμετωπιστεί με προσοχή από τους ερευνητές. Μετά από μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί, έχει βρεθεί ότι σε γενικές γραμμές τα γραφόμενά του ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Με λίγες εξαιρέσεις σε σημεία που τα «φουσκώνει» λίγο παραπάνω.
Σύμφωνα με τον ίδιο, σπούδασε Νομική στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβα και αποφοίτησε μόλις στην ηλικία των 16 ετών. Αργότερα εξάσκησε για λίγο το επάγγελμα του δικηγόρου, αλλά τελικά κατάλαβε ότι δεν του ταίριαζε. Ήταν παιδί της πιάτσας βλέπετε και έτσι το γύρισε αλλού. Άρχισε έτσι να ασχολείται με τον τζόγο, στον οποίο ήταν εθισμένος και για πολλά χρόνια αργότερα. Κυνήγησε την καριέρα του επαγγελματία τζογαδόρου, αλλά έπρεπε να αποδεχτεί ότι ό,τι και να έκανε, δεν είχε τα προσόντα να ανταπεξέλθει. Ανέπτυξε, όμως, προσόντα σε άλλο «άθλημα»…
Απένταρος όπως ήταν, έμεινε στην Βενετία με την γιαγιά του για κάποιο καιρό, μέχρι να ορθοποδήσει. Δοκίμασε να ενταχθεί στον στρατό, αλλά το ανήσυχο πνεύμα του δεν στέριωσε ούτε εκεί. Από την αρχή φαινόταν ότι θα είχε μια πολυδιάστατη και απρόβλεπτη ζωή. Ξεκίνησε να σπουδάζει και στην ιερατική σχολή του Αγίου Κυπριανού, αλλά, όπως κι όταν ήταν στρατιώτης, τα ερωτικά σκάνδαλα που προκάλεσε έκαναν τους παπάδες να τον πετάξουν έξω.
Μην έχοντας πολλές επιλογές, έπιασε το βιολί. Έπαιζε συνεχώς στους πολυσύχναστους δρόμους της Βενετίας, από ταβέρνα σε ταβέρνα, μέχρι που έφτασε να έχει μια θέση και στο διάσημο τότε θέατρο «San Samuele». Κάποια μέρα που βρισκόταν σε έναν από αυτούς τους δρόμους, έσωσε την ζωή ενός γερουσιαστή, ο οποίος τον είχε από τότε υπό την προστασία του. Για αυτόν, ο Τζιάκομο επιδόθηκε ακόμα και στην αλχημεία και την αναζήτηση της φιλοσοφικής λίθου, που προσέφερε την αιώνια ζωή στον κάτοχό της.
Λόγω αυτών των πρακτικών, οι οποίες κατηγορούνταν ως μαγεία και λόγω του τζόγου, πιάστηκε από τις αρχές της πόλης και φυλακίστηκε. Δεν έκατσε, όμως, άπραγος. Βρήκε τρόπο και δραπέτευσε. Από εκείνη την στιγμή και μετά, πραγματοποίησε δεκάδες ταξίδια. Δεν έμενε πουθενά για πολύ. Όλο μπλεκόταν σε συνωμοσίες, ίντριγκες, μηχανορραφίες και πλεκτάνες. Δραστηριότητες που συνοδεύονταν πάντα από τις πολλαπλές του σχέσεις με το άλλο φύλο.
Βρέθηκε στην Κέρκυρα και στην Κωνσταντινούπολη. Το 1748, ταξίδεψε στην Γαλλία. Στην Λυών μυήθηκε στον Τεκτονισμό και έπειτα πήγε στο Παρίσι, όπου γνώρισε τον Βολταίρο (Γάλλος φιλόσοφος, κεντρική μορφή του Διαφωτισμού του 18ου αιώνα). Αφού είχε περάσει κάποιος καιρός, αποφάσισε να γυρίσει ξανά στην Βενετία, όπου αυτή τη φορά έγινε κατάσκοπος, υπηρετώντας τις αρχές. Λόγω της ασταθούς ζωής του, όμως, εγκατέλειψε και αυτό το επάγγελμα.
Ταξίδεψε στην Ρώμη, στην Τεργέστη και στην Φλωρεντία και από εκεί στην Δρέσδη, στην Πράγα, στο Βερολίνο και στην Νότια Γερμανία και Γαλλία, στο Λονδίνο, στην Ρίγα (πρωτεύουσα της Λετονίας), στην Βαρσοβία, στην Βαρκελώνη. Ήρθε σε επαφή και σύναψε σχέσεις με τον βασιλιά Φρειδερίκο Β’ στο Βερολίνο, με τον βασιλιά Λουδοβίκο της Γαλλίας και ήρθε σε επαφή με την αυτοκράτειρα της Ρωσίας, την Αικατερίνη την Μεγάλη, στην Πετρούπολη και τον Ρουσσώ στην Ελβετία.
Είχε πάρε-δώσε με τους εμπόρους της Ολλανδίας, γεγονός που του επέτρεψε να φτιάξει πολυτελές σπίτι, μέχρι και εργοστάσιο υφασμάτων, το οποίο όμως κατέρρευσε. Πάντα, όμως, στηριζόταν στις γυναίκες.
Ο ίδιος λέει, ότι τις αγαπούσε πολύ. Ότι χαιρόταν όταν κι εκείνες ήταν χαρούμενες και ότι αυτός ήταν ο στόχος του. Άλλο θέμα το ότι τις άλλαζε σαν τα πουκάμισα βέβαια… Σουξέ είχε σε όλες τις χώρες. Ήταν ένας άνδρας έξυπνος, πονηρός, ασταμάτητος. Μιλούσε άπταιστα βενετσιάνικα, ιταλικά, λατινικά και γαλλικά. Πόσες Ιταλίδες, Γαλλίδες, Αγγλίδες, Ισπανίδες και άλλες, πρέπει να έπεσαν στις παγίδες του...
Κανείς, όμως, δεν μένει αλώβητος. Ούτε και ο ίδιος ο Καζανόβα. Παρά την εφήμερη διασκέδαση, ο επικός καρδιοκατακτητής αισθανόταν τελικά άδειος. Από όλες αυτές τις γυναίκες που πέρασαν από την ζωή του, λάτρευε αυτές που ήταν «δύσκολες», έξυπνες και περιπετειώδεις και ερωτεύτηκε μονάχα τρεις.
Οι μόνες τρεις που τον βασάνισαν και ίσως αποτέλεσαν επιπλέον τρεις λόγους, που τον έσπρωχναν προς αυτήν την ακόρεστη ανάγκη για επιβεβαίωση. Μια 17χρονη παντρεμένη Ιταλίδα που γνώρισε στην Κέρκυρα, όταν αυτός ήταν 19 ετών. Μια Γαλλίδα αριστοκράτισσα, η Ενριέτε, η μόνη γυναίκα που τον προειδοποίησε να μην την ερωτευτεί και μόλις αυτός το έκανε, εκείνη τον εγκατέλειψε. Τέλος, ο μεγάλος του καημός, το μεγάλο του βάσανο, μια άλλη 17χρονη, μια πόρνη, η Μαρία ντε Σαρπιγιόν, λόγω της οποίας, ο φοβερός και τρομερός Ιταλός «παίκτης», ο Καζανόβα, σχεδόν έφτασε στο σημείο να αυτοκτονήσει.
Έκανε τόσα ταξίδια, γνώρισε τόσους ανθρώπους και πέρασε από κάθε είδους επαγγέλματα. Υπήρξε πλούσιος και φτωχός, με συχνές εναλλαγές. Βρέθηκε και στα σαλόνια βασιλιάδων και επιφανών προσώπων και στα αλώνια των δρόμων και του υποκόσμου. Υπήρξε φοιτητής, δικηγόρος, ιερωμένος, αξιωματικός του στρατού, κατάσκοπος, τζογαδόρος, διπλωμάτης, έμπορος, υπεύθυνος οικονομικών, κλέφτης, απατεώνας, επιχειρηματίας, ποιητής, φιλόλογος και πολιτικός. Ο ίδιος, ήθελε να τον θυμούνται ως τον απόλυτο εραστή.
Τι απέγινε, όμως, τελικά;
Κατέληξε τα τελευταία χρόνια της ζωής του να μένει στην Βοημία (ιστορική περιοχή της Τσεχίας), στο πύργο Ντουξ και να δουλεύει στην υπηρεσία του κόμη φον Βαλντστάιν. Ως βιβλιοθηκάριος και συγγραφέας. Εκεί έγραψε τα μυθιστορήματά του, μετέφρασε την Ιλιάδα του Ομήρου και συνέθεσε ολόκληρη την αυτοβιογραφία του.
Πέθανε στις 4 Ιουνίου, το 1798, σε ηλικία 73 ετών. Ολομόναχος. Η μόνη θηλυκή συντροφιά που είχε, ήταν η σκυλίτσα του, η Φινέτ. Τελευταία του γραπτή πρόταση «έζησα σαν φιλόσοφος και πεθαίνω σαν Χριστιανός». Ήταν άραγε μια πρόταση μετάνοιας; Ένα αποτέλεσμα ώριμης και ήρεμης τελικής περισυλλογής; Μια ανάγκη εξιλέωσης ή η αποδοχή της «μεγάλης» ζωής που έζησε; Τι βαρύτητα και σημασία να είχαν άραγε αυτές οι δύο λέξεις, «φιλόσοφος» και «Χριστιανός», για έναν άνθρωπο σαν αυτόν, στο τέλος μιας ζωής σαν κι αυτήν;
Βιβλιογραφία:
