Ο Μεσαίωνας, χάρισε στην Ευρώπη αμέτρητα θαυμαστά παλάτια και κάστρα, τα οποία έγιναν αφορμή και έμπνευση για κάθε είδους ιστορίες και μύθους. Ακόμα και στην μικρή Ελλάδα, έχουν επιβιώσει μέχρι σήμερα, κάστρα διαφόρων εποχών. Ας δούμε εδώ την ιστορία ενός από αυτά.
Βρισκόμαστε στην περίοδο που έστεκε ακόμη η Βυζαντινή αυτοκρατορία και συγκεκριμένα στον 10ο αιώνα μ.Χ. Σε έναν λόφο δίπλα στη θάλασσα, νοτιοανατολικά του Ολύμπου, χτίζεται τότε ένα κάστρο, το οποίο θα φιλοξενούσε πολλούς «ενοίκους» στο πέρασμα των αιώνων.
Από εκείνη την περίοδο, ήταν γνωστό ότι ο Πλαταμώνας ήταν μια θέση μεγάλης στρατηγικής σημασίας. Ανάμεσα σε βουνό και θάλασσα, βρισκόταν στο σημείο σύνδεσης Θεσσαλίας, Μακεδονίας και δυτικού Αιγαίου. Το γεγονός αυτό, έκανε την περιοχή σημείο συγκρούσεων με στόχο την απόκτηση του πλήρους ελέγχου.
Το κάστρο πέρασε πολλά. Είχε τις καλές και τις κακές του στιγμές. Οι δημιουργοί του, Βυζαντινοί, δεν μπορούσαν να επιλέξουν καλύτερο λόφο για να το χτίσουν. Το κράτησαν, όμως, για 200 χρόνια. Τον 12ο αιώνα, την περιοχή κατέλαβαν οι Βενετοί. Τότε, τα δωμάτια των πύργων του και η ακρόπολη, ήταν γεμάτα ιππότες. Περιήλθε, μετά την Δ’ Σταυροφορία (1204), στην δικαιοδοσία του Βονιφάτιου του Μομφερατικού, μαρκήσιου του Μομφεράτου της Ιταλίας και τότε βασιλιά της Θεσσαλονίκης, χάρη στον οποίο ολοκληρώθηκε κατασκευαστικά.
Με την άνοδο των Οθωμανών και την σταδιακή κατάκτηση της Ελλάδας, είναι γνωστές οι πολλαπλές μάχες που έδωσαν με τους ιππότες. Τόσο στην χώρα μας όσο και στην Ανατολή και την Μεσόγειο γενικότερα. Έτσι, το 1386, κατάφεραν να πάρουν το κάστρο του Πλαταμώνα στα χέρια τους και να αλλάξουν λιγάκι τον χαρακτήρα του.
Όπως, όμως, συνέβη και σε πολλές άλλες περιοχές εκείνη την εποχή, οι ιππότες ανακατέλαβαν το κάστρο το 1425. Το πρόσεξαν ακόμα παραπάνω αυτή τη φορά και έκαναν ανακαινίσεις και προσθήκες σε κάθε του γωνιά. Η οχύρωσή του ενισχυόταν κάθε φορά από τους κατακτητές του, ο καθένας από τους οποίους άφησε το σημάδι του.
Οι κάτοικοι του κάστρου ποίκιλαν, ανάλογα την εποχή. Τώρα, τα περισσότερα κτίσματα εντός του πρώτου περιβόλου των τειχών είναι απλά ερείπια ή είναι πλέον άφαντα. Όταν, όμως, κατοικούνταν ακόμα, αν κάποιος έμπαινε από την κεντρική πύλη, θα αντίκριζε πολλά συνωστισμένα σπίτια, εργαστήρια, ναούς και τάφους. Με κύριο υλικό την πέτρα, η όψη της μικρής αυτής κοινότητας θα ταίριαζε απόλυτα με το φυσικό τοπίο που την περιτριγύριζε.
Οι κάτοικοί της, όμως, σίγουρα θα έπασχαν από το μόνιμο άγχος των απειλών. Εκτός από τους εχθρικούς στρατούς που το διεκδικούσαν ανά διαστήματα, από την θάλασσα υπήρχε ο κίνδυνος των πειρατών, οι οποίοι μάστιζαν για πολύ καιρό τις θάλασσες της Μεσογείου και το Αιγαίο. Από την πλευρά του βουνού, καραδοκούσαν σε κάθε γωνιά οι κλέφτες. Εύλογη, λοιπόν, ήταν η ανησυχία των, κάθε φορά, ιδιοκτητών του και η συχνή ενίσχυση της οχύρωσής του.
Τα τείχη του είναι πολυγωνικά και πλαισιώνονται από οκτώ τετράπλευρους πύργους. Ανάμεσα στις επάλξεις (προεξοχές στην κορυφή τειχών και πύργων), στον εσωτερικό διάδρομο, τον περίδρομο, ανάλογα την περίοδο, εναλλάξ Βενετοί και Οθωμανοί υπερασπίζονταν κάθε φορά το κάστρο.
Με ξεχωριστό εσωτερικό τείχος, χωρίζεται η ακρόπολη από την κάτω πόλη. Στην ακρόπολη, δεσπόζει μέχρι σήμερα ένας μεγάλος οκτάπλευρος πύργος, ο οποίος έχει τέσσερα επίπεδα. Το υπόγειο, μάλλον λειτουργούσε ως αποθηκευτικός χώρος ή και κινστέρνα (δεξαμενή) για την συλλογή νερού. Από το ισόγειο περνούσε κανείς στους επάνω ορόφους, όπου μάλλον διέμεναν οι κύριοι του κάστρου.
Οι πύλες χαρακτηρίζονται από βυζαντινά ημικυκλικά τόξα, οξυκόρυφα τόξα φραγκικού τύπου και ισλαμίζοντα τόξα. Παρουσιάζει γενικά κάποια κοινά στοιχεία με την τοιχοποιία του Λευκού Πύργου της Θεσσαλονίκης και μορφολογικές συνάφειες με το παλάτι Τοπ-Καπί στην Κωνσταντινούπολη. Όλα στοιχεία που συνθέτουν μια μείξη αρχιτεκτονικών στυλ και προσδίδουν αυτόν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα.
Το κάστρο του Πλαταμώνα είναι ένα από τα πιο καλοδιατηρημένα κάστρα στην χώρα και στέκει ακόμα στον λόφο του, σαν φρουρός του Ολύμπου. Ήρεμος και ήσυχος πια από συγκρούσεις και πολιορκίες, αποτελεί σύμβολο των καιρών που στην Ελλάδα κυκλοφορούσαν Σταυροφόροι ιππότες, κουρσάροι και πασάδες.
Βιβλιογραφία:
