Η σκοτεινή καρδιά του Κυπριακού
Το βλέμμα στο ράφι

Η σκοτεινή καρδιά του Κυπριακού

Απόρρητα έγγραφα της ΚΥΠ για το Κυπριακό, Πρόλογος: Αλέξης Παπαχελάς – Εισαγωγή: Τάσος Σακελλαρόπουλος,  Εκδόσεις: Μεταίχμιο, σελ. 880

Το βιβλίο Απόρρητα έγγραφα της ΚΥΠ για το Κυπριακό επιχειρεί μια είσοδο στον σκληρό πυρήνα της κυπριακής τραγωδίας. Εκεί όπου οι αποφάσεις δεν παίρνονταν με όρους φιλοπατρίας και δικαιοσύνης, αλλά μέσα σε ένα λαβύρινθο μικροπολιτικής, αυταρχισμού, αμηχανίας και αυτοτύφλωσης.

Ο αναγνώστης, αντιμέτωπος με ένα πραγματικά ιστορικό υλικό – ντοκουμέντο , αντιλαμβάνεται το βάρος μιας ιστορίας που δεν έχει τελειώσει γιατί δεν της επιτρέψαμε ποτέ να τελειώσει. Είναι η στιγμή που ο αναγνώστης μπορεί να ανακαλύψει την αλήθεια  δίχως μεσάζοντες. Αρκεί να το θέλει και να αντέχει. 

Μέσα από αναφορές της ΚΥΠ, σημειώματα, οδηγίες, εκθέσεις, διασταυρωμένες εκτιμήσεις του στρατού και της Εθνικής Φρουράς, προκύπτει μια εικόνα που μοιάζει πια λιγότερο με ιστορικό γεγονός και περισσότερο με συλλογική παραίσθηση. Σαν να βλέπεις την Κύπρο σε πραγματικό χρόνο μέσα από μάτια που δεν μπορούν να διαβάσουν τον ίδιο τους τον εφιάλτη.

Η πρώτη εντύπωση όταν ξεφυλλίζεις τα έγγραφα είναι ότι τίποτα δεν ήταν αναπόφευκτο. Η πορεία προς το 1974 δεν μοιάζει με φυσική κατάληξη, αλλά με μια συσσώρευση λαθών, τόσο διαδοχικών και τόσο απίστευτων, ώστε μόνο η αλαζονεία των χειριστών τους μπορεί να τα εξηγήσει. Από τα πρώτα σημειώματα του ’60 μέχρι τις εκθέσεις των ημερών πριν την εισβολή, οι άνθρωποι που είχαν τη δύναμη να αποτρέψουν την καταστροφή, έμοιαζαν να κινούνται μέσα σε έναν κόσμο φτιαγμένο από φήμες, εμμονές και προσωπικές αντιπαλότητες.

Ο τόμος φωτίζει τρεις μεγάλες περιοχές ευθύνης.

Η πρώτη είναι ο στρατηγικός αναλφαβητισμός της Αθήνας.

Οι αναφορές των αξιωματικών που υπηρετούσαν στην Κύπρο στέλνουν μηνύματα σε μια Αθήνα που σπάνια θέλει να ακούσει. Η χούντα διαχειρίζεται το νησί σαν δορυφόρο της, όχι σαν εθνικό χώρο και η αντίληψη αυτή διαπερνά κάθε έγγραφο. Οι αξιωματικοί γράφουν με αγωνία, καταγράφουν την κρισιμότητα της κατάστασης, προειδοποιούν για τον ρόλο της Τουρκίας, για τις αμφισημίες στο ΝΑΤΟ, για τον υπόγειο πόλεμο πληροφοριών. Η Αθήνα απαντάει με ψευδαισθήσεις, με εσωτερικούς ανταγωνισμούς, με φράσεις που σήμερα δεν διαβάζονται χωρίς θυμό.

Η δεύτερη περιοχή ευθύνης είναι η ρηγματωμένη σχέση Αθήνας –Λευκωσίας. Τα έγγραφα περιγράφουν στην πιο ωμή της μορφή τη σύγκρουση Μακαρίου  – Αθηνών. Ο Μακάριος δεν εμπιστεύεται τη χούντα, η χούντα δεν εμπιστεύεται τον Μακάριο, οι παραστρατιωτικές οργανώσεις δρουν παράλληλα, η ΕΟΚΑ Β’ λειτουργεί ως κράτος εν κράτει, η ΚΥΠ προσπαθεί να διαβάσει ένα περιβάλλον όπου ο σύμμαχος μπορεί να γίνει εχθρός από τη μια μέρα στην άλλη. Το αποτέλεσμα είναι ένα κενό εξουσίας.  Το βιβλίο καταγράφει ένα σκηνικό όπου ο αφηγητής δεν ξέρει ποτέ αν αυτό που βλέπει είναι κίνηση του αντιπάλου ή αυτοϋπονόμευση.

Κι έπειτα έρχεται η τρίτη περιοχή ευθύνης: η τουρκική προετοιμασία.

Εδώ, τα έγγραφα αποκτούν μια φοβερή καθαρότητα. Από το 1964 κιόλας, και ιδιαίτερα μετά το 1967, πλήθος αναφορών δείχνει ότι η Τουρκία περίμενε την ευκαιρία και ταυτόχρονα  την δημιουργούσε. Η στρατιωτική της κινητικότητα, ο σχεδιασμός εισβολής, η εξοπλιστική της μετάβαση, η επιχειρησιακή χαρτογράφηση της Κύπρου, όλα υπάρχουν μέσα στα έγγραφα με λεπτομέρειες που προκαλούν ανατριχίλα. Αν κάτι αποδεικνύουν τα τεκμήρια, είναι ότι οι Τούρκοι δεν αιφνιδίασαν κανέναν. Απλώς βρήκαν μια Ελλάδα που έμοιαζε να τους προσκαλεί να ...επέμβουν. 

Και κάπου ανάμεσα σε όλα αυτά, υπάρχει μια δεύτερη, πιο σκοτεινή ιστορία: η εσωτερική φθορά ενός κράτους που πίστεψε ότι κυβερνά έναν μύθο και όχι μια πραγματικότητα. Τα έγγραφα αποκαλύπτουν το ύφος της εξουσίας της εποχής: αξιωματικοί που γράφουν σαν να παίζουν ρόλους, διοικητές που μετατρέπουν την εθνική πολιτική σε προσωπική εμμονή, μια Αθήνα που χρησιμοποιεί την Κύπρο ως σκηνικό για να επιβεβαιώσει την πίστη της στο αυταρχικό της μεγαλείο.

Το πιο σκληρό σημείο του βιβλίου είναι ίσως αυτό: η τραγωδία δεν ήταν αποτέλεσμα έλλειψης πληροφόρησης, αλλά έλλειψης ηθικής και πνευματικής ικανότητας να διαβαστεί η πληροφορία.

Το 1974 ήταν μια πολιτική και στρατιωτική κατάρρευση.  Η χούντα, εγκλωβισμένη στη λογική του πραξικοπήματος, πίστεψε ότι μπορεί να ανατρέψει τον Μακάριο χωρίς συνέπειες. Η Κύπρος αντιμετωπίστηκε σαν «εσωτερικό ζήτημα» της Αθήνας, και όχι σαν διεθνής εστία κρίσης με παίκτες πολύ μεγαλύτερους από το εύρος της χουντικής σκέψης. Και όταν η Τουρκία ξεκίνησε την εισβολή, η χώρα βρέθηκε αντιμέτωπη όχι μόνο με τον αντίπαλο, αλλά με τον ίδιο τον εαυτό της: με τις ψευδαισθήσεις που χρόνια καλλιεργούσε, με τις αυταπάτες που βαφτίζονταν «εθνική πολιτική».

Το βιβλίο αυτό φέρνει τον αναγνώστη αντιμέτωπο με την σκληρότητα των αποχαρακτηρισμένων φακέλων, κάτι πολύ διαφορετικό από την «επιμελημένη» εκδοχή της Ιστορίας, μας κάνει συμμέτοχους στο άγχος, στην ταραχή, στον πανικό των ανθρώπων που την έζησαν από μέσα. 

Το Απόρρητα έγγραφα της ΚΥΠ για το Κυπριακό είναι ένα βιβλίο που μας θυμίζει ότι η αλήθεια της Ιστορίας σπάνια βρίσκεται στις ημερομηνίες. Συνήθως βρίσκεται  στις φωνές που δεν ακούστηκαν, στα σήματα που αγνοήθηκαν, στον κίνδυνο που περιγράφηκε με ακρίβεια και αντιμετωπίστηκε σαν ενόχληση.

Γι’ αυτό και, όταν κλείνεις τον τόμο, μένεις με μια αίσθηση που καμία επίσημη έκθεση δεν μπορεί να σου δώσει: ότι η σκοτεινή καρδιά του Κυπριακού δεν είναι η εισβολή. Είναι όλα όσα συνέβησαν για να γίνει αναπόφευκτη.

Ο Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης είναι συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας