Η νησίδα που «κρέμεται» από μια κλωστή
Γέφυρες στο χρόνο

Η νησίδα που «κρέμεται» από μια κλωστή

Η χερσόνησος της Πελοποννήσου, κατοικείται από τα προϊστορικά χρόνια και είναι ευρέως γνωστή για τον ιστορικό της πλούτο. Κατέχει άπλετες, διάσημες και μη, γωνιές που έχουν περάσει τα πάνδεινα και συνεχίζουν να επιβιώνουν μέχρι σήμερα. Η πορεία της πόλης που θα μας απασχολήσει εδώ, χαρακτηρίζεται από περιόδους ακμής και ανάπτυξης, από εμπορικές συναλλαγές, μάχες, πολιορκίες, κατακτήσεις, απελευθερώσεις και πλούτο. 

Η πόλη αυτή βρίσκεται στην νοτιοανατολική Λακωνία. Κατοικείται από το 8.000-7.000 π.Χ. και αναφέρεται σε αρχαίες πηγές. Βορειότερα από αυτήν, υπήρχε μια άλλη αρχαία πόλη, η Επίδαυρος  Λιμηρά. Κατά τον 2ο αιώνα μ.Χ., ο Παυσανίας βρέθηκε σε αυτήν την πόλη και έγραψε ότι απέναντί της, έβλεπε ένα ακρωτήριο, το οποίο προσονομάζει «Άκρα Μινώα». Το όνομα ίσως οφείλεται στις προηγούμενες θαλάσσιες συναλλαγές με την Κρήτη και τους Μινωίτες, πολλούς αιώνες πριν. 

Αρκετό καιρό μετά την επίσκεψη του Παυσανία, τον 4ο αιώνα μ.Χ., η Επίδαυρος Λιμηρά εγκαταλείπεται. Το μικρό ακρωτήριο, όμως, φαίνεται πως συνέχισε να διατηρεί την παρουσία του, κάνοντας υπομονή μέχρι να αρχίσει να αποκτά χαρακτήρα και να εξελιχθεί σε ένα μέρος που θα άξιζε να μνημονευθεί στα βιβλία ιστορίας. 

Το 375 μ.Χ., την περιοχή χτυπά ένας δυνατός σεισμός, ο οποίος προκαλεί σε πολλά σημεία καθίζηση του εδάφους. Το ακρωτήριο, χάνει μεγάλο μέρος της στεριάς που το ένωνε με την ηπειρωτική Πελοπόννησο και μετατρέπεται ανεπιστρεπτί σε βραχονησίδα. 

Την εποχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, και συγκεκριμένα τον 6ο αιώνα μ.Χ., ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός αντιμετωπίζει πολλές αναπάντεχες καταστροφές σε πολλά μέτωπα. Επιδρομές αντίπαλων λαών που διψούν για λεηλασίες και κατακτήσεις, καθώς και η ανεξέλεγκτη οργή της φύσης (αλλεπάλληλοι σεισμοί), προκαλούν σοβαρές ζημιές στην επικράτειά του. Στην Λακωνία, οι κάτοικοι της Λακεδαίμονος (της αρχαίας Σπάρτης), εγκαταλείπουν την πόλη τους προσπαθώντας να ξεφύγουν από τις επιθέσεις των Άβαρων και των Βησιγότθων, γερμανικών φυλών που μάστιζαν τότε την Ευρώπη. Καταφύγιό τους; Η βραχονησίδα που κρεμόταν από μια κλωστή.

Οι κατατρεγμένοι Λάκωνες, ήταν οι πρώτοι που ίδρυσαν εκεί μια πόλη. Η πρόσβαση στην πόλη αυτή, γινόταν από μία λωρίδα γης. Είχε, λοιπόν, μία και μόνη έμβαση. Έτσι, ποιο όνομα θα της ταίριαζε πιο πολύ, από το «Μονεμβασιά»; 

Η Μονεμβασιά ήταν παραθαλάσσια και δυσπρόσιτη. Άκρως κατάλληλη για προστασία και άμυνα. Αρχικά, τα σπίτια φτιάχτηκαν στον Γουλά, στην Άνω Πόλη. Η γεωγραφική της θέση, ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, στο κέντρο σχεδόν των θαλάσσιων δρόμων της εποχής, της έδωσε τη δυνατότητα να αναπτυχθεί σε εμπορικό και καλλιτεχνικό κέντρο. Ταυτόχρονα, όμως, αποτέλεσε για τον ίδιο λόγο και στόχος πειρατών και ηγεμόνων της Δύσης. Τον 9ο αιώνα μ.Χ., δεχόταν επιθέσεις και από τους Άραβες. 

Παρόλα αυτά, δεν έχασε τη δύναμή της. Παρέμενε φυσική στρατηγική θέση και εκείνη την εποχή, αποτελούσε στρατιωτική βάση και ορμητήριο του βυζαντινού στόλου και διοικητική έδρα της Πελοποννήσου. Γνώρισε ραγδαία ανάπτυξη από τις έντονες ναυτικές και εμπορικές δραστηριότητες των κατοίκων της και έτσι άρχισε να μεγαλώνει, με αποτέλεσμα μετά το 900 να δημιουργηθεί και η Κάτω Πόλη. 

Τον 11ο και 12ο αιώνα, η πόλη και η οικονομία της συνεχίζουν και ευημερούν. Είναι η περίοδος κατά την οποία ανοικοδομούνται τα πρώτα μνημεία, όπως οι εκκλησίες της Αγίας Σοφίας και του Χριστού Ελκόμενου. Τότε προστίθεται στις διοικητικές της υποχρεώσεις και ο έλεγχος του νησιού των Κυθήρων.

Από τον 13ο αιώνα και μετά, η πόλη γίνεται μπάλα στο γεωπολιτικό γήπεδο της Μεσογείου. Μετά από πολιορκία τριών χρόνων, το 1252, περνά στα χέρια των Λατίνων, οι οποίοι 48 χρόνια πριν είχαν καταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Ο τότε αυτοαποκαλούμενος «πρίγκιπας της Αχαΐας», ο Γουλιέλμος Β’, ο οποίος είχε κουραστεί τόσο να την πολιορκεί, αιχμαλωτίστηκε από τους Βυζαντινούς και παρέδωσε ξανά την πόλη μετά από μόλις 10 χρόνια, μαζί με τα κάστρα του Μυστρά, της Μαΐνης και του χωριού Γερακίου. 

Όσο κυβερνούσε η δυναστεία των Παλαιολόγων, η πόλη πήρε ξανά τα πάνω της. Τόσο πολύ μάλιστα, που η περίοδος από τον 13ο μέχρι τον 14ο αιώνα, ονομάστηκε ο «χρυσός αιώνας» της. Ανήκε πλέον στο σεβαστό Δεσποτάτο του Μωρέως και έχαιρε πρωτόγνωρης ηρεμίας και γαλήνης σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Στο εμπόριο και τις εξαγωγές της, ξεχώριζε το εκλεκτό κρασί της, που λεγόταν «Μαλβάζια». Αποτελούσε προϊόν πολυτελείας και αν βρισκόταν κανείς σε συγκεντρώσεις εκείνης της εποχής, θα το έβρισκε σε τραπέζια ηγεμόνων και βασιλέων της Ευρώπης. Η παραγωγή του κράτησε για 300 χρόνια, χωρίς όμως να γνωρίζουμε λεπτομέρειες για την παρασκευή του, λόγω της απαγόρευσης παραγωγής του από τους Οθωμανούς το 1545. 

Από τις αρχές του 15ου αιώνα, η Οθωμανική αυτοκρατορία κερδίζει ραγδαία και ασταμάτητα έδαφος. Το 1453, η Άλωση της Κωνσταντινούπολης κλονίζει τον κόσμο και οι νέοι κυρίαρχοι θέτουν νέες βάσεις στις μεσογειακές θάλασσες. Η Μονεμβασιά, μετά βέβαια από σθεναρή αντίσταση, παραδίδεται τελικά το 1460 στον Μωάμεθ Β΄ τον Πορθητή, ο οποίος δεν φαίνεται να συγκινήθηκε, αφού δεν ασχολήθηκε με την πόλη και δεν την πολιόρκησε. Έτσι, την ίδια χρονιά, την ανέλαβε ο Πάπας Πίος Β’. 

Το 1463 την καταλαμβάνουν οι Βενετοί. Σε αυτό το σημείο, η πόλη δεν προλαβαίνει να συνηθίσει τα νέα δεδομένα. Τους επόμενους αιώνες μπαίνει και βγαίνει από την βενετική και την οθωμανική επικράτεια και περνά κρίση ταυτότητας. Το 1540 βρίσκεται ξανά εντός Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εντάσσεται στο Σαντζάκι του Μωριά (διοικητική περιφέρεια), αποκτά το όνομα «Μενεξέ» και η Άνω Πόλη εγκαταλείπεται. Το 1690, οι Βενετοί ξαναχτυπούν, αλλά δεν την κρατούν για πολύ. Το 1715, την ξαναπαίρνουν οι Οθωμανοί και καταλήγει να κατοικείται από μια μείξη Ελλήνων, Ιταλών και Τούρκων, που έχουν ξεμείνει από τις διάφορες μετακινήσεις πληθυσμών ανά τα χρόνια. 

Τον Ιούλιο του 1823, φτάνει η απελευθέρωσή της και μετά από πολλούς αιώνες, ο χαρακτήρας της αρχίζει να γίνεται και πάλι ελληνικός. Νέος φρούραρχός της γίνεται ο ξακουστός Κωνσταντίνος Κανάρης. Οι Έλληνες, όμως, δεν της φέρνουν ηρεμία. Ακολουθούν εμφύλιες συρράξεις και η πόλη, ήδη ταλαιπωρημένη, δεν αντέχει άλλες διαμάχες και σιγά σιγά καταρρέει και χάνει την παλιά της αίγλη. 

Με πολλά κατεστραμμένα κτίρια και μικρό πληθυσμό, άρχισε να μαραίνεται. Σταδιακά, από τον 20ο αιώνα και μετά, άρχισε να εγκαταλείπεται. Οι εναπομείναντες κάτοικοι μετακινήθηκαν στην Αθήνα ή στην Γέφυρα, την πόλη που βρίσκεται απέναντί της, στην στεριά. Αυτό, μέχρι τη δεκαετία του 1970, όποτε και αρχίζει να δέχεται επιτέλους την φροντίδα που περίμενε τόσο καιρό, για να γίνει τελικά ένας πασίγνωστος τουριστικός προορισμός. 

Σήμερα περιπλανιόμαστε ανάμεσα στις εκκλησίες, τα παλιά πέτρινα σπίτια και τα τείχη που την περικλείουν και την προστατεύουν ακόμα από τα κύματα της θάλασσας, περπατώντας ανάμεσα σε φαντάσματα του παρελθόντος που κρατούν την μνήμη της πόλης τους ζωντανή. 

 

Βιβλιογραφία:

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%BF%CE%BD%CE%B5%CE%BC%CE%B2%CE%B1%CF%83%CE%B9%CE%AC#%CE%95%CE%BA%CE%BA%CE%BB%CE%B7%CF%83%CE%AF%CE%B5%CF%82

https://monemvasia.gr/2017/05/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1/

http://5a.arch.ntua.gr/project/22090/22614