Η Μπαττερφλάι ξεδιπλώθηκε και «έσπασε» στο Ηρώδειο
Από την πρεμιέρα της «Μαντάμα Μπαττερφλάι» στο Ηρώδειο. Πηγή φωτ.: Facebook / Greek National Opera – Εθνική Λυρική Σκηνή
Από την πρεμιέρα της «Μαντάμα Μπαττερφλάι» στο Ηρώδειο. Πηγή φωτ.: Facebook / Greek National Opera – Εθνική Λυρική Σκηνή

Η Μπαττερφλάι ξεδιπλώθηκε και «έσπασε» στο Ηρώδειο

Λεπτεπίλεπτη και συνάμα εύθραυστη η πεταλούδα, κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να τσακιστούν τα φτερά της και να μην μπορέσει ξανά να πετάξει. Όπως και η «Μαντάμα Μπαττερφλάι», που άνοιξε τα φτερά της αγάπης της, πέταξε και έπεσε απότομα, προδομένη, βάζοντας η ίδια τέλος στη ζωή της. Η ιστορία της ξεδιπλώθηκε στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού και ήταν αυτή με την οποία το Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου σήκωσε αυλαία, την 1η Ιουνίου, οπότε και παρακολουθήσαμε στο κατάμεστο ρωμαϊκό ωδείο την όπερα του Πουτσίνι, από την Εθνική Λυρική Σκηνή. 

Στην πρώτη του αναμέτρηση με το έργο του Πουτσίνι, ο Γάλλος σκηνοθέτης Ολιβιέ Πυ προτάσσει την πολιτική διάσταση του έργου έναντι της ποιητικής, και αυτό υποδεικνύεται και από την σκηνική εγκατάσταση του Πιερ-Αντρέ Βάιτς που μονοπώλησε το ενδιαφέρον μας εν αναμονή έναρξης της όπερας και όσο οι υπόλοιποι θεατές αναζητούσαν τις θέσεις τους με τη βοήθεια των ταξιθετών. 

Τη σκηνή του Ηρωδείου είχαν καταλάβει –στο πρώτο μέρος– διαφημιστικά λογότυπα όπως «Marlboro», «Ford», «m/f», «starbucks coffee», «Google» και ιαπωνικές διαφημιστικές επιγραφές, κατόπιν αντικαταστάθηκαν από γιγαντιαίες αφίσες φωτογραφιών που απαθανάτιζαν τον πυρηνικό αφανισμό του Ναγκασάκι. Τρόπον τινά, αποτελούν αναφορές στην επιβολή της αμερικάνικης κουλτούρας, στην απώλεια της πολιτισμικής ταυτότητας της Ιαπωνίας, καθώς και στον πυρηνικό αφανισμό του Ναγκασάκι.

Σκηνική εγκατάσταση της όπερας «Μαντάμα Μπαττερφλάι», στο Ηρώδειο. Λήψη φωτ. πριν την έναρξη της όπερας @ Νεκταρία Μαραγιάννη

Από την πρεμιέρα της όπερας «Μαντάμα Μπαττερφλάι», στο Ηρώδειο. Φωτ.:  Χάρης Ακριβιάδης, πηγή φωτ.: Facebook / Greek National Opera – Εθνική Λυρική Σκηνή

Υποδηλώνουν, επίσης, το πολιτικό στοιχείο που ενυπάρχει ακόμη και σε μια προσωπική ιστορία· η «γιαπωνέζικη τραγωδία» εκτυλίσσεται στο Ναγκασάκι στις αρχές του 20ου αιώνα και αφορά στον έρωτα της 15χρονης γκέισας Τσο-Τσο-Σαν για τον Πίνκερτον, υποπλοίαρχο του Ναυτικού των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.

«Tη νεαρή γκέισα ''δεσποινίδα Πεταλούδα'' νοίκιασε έναντι 39 δολαρίων το μήνα ένας Αμερικάνος αξιωματικός. Από αυτά, 4 δολάρια στοίχιζε η κρατική άδεια που της επέτρεπε να είναι ερωμένη του και της εξασφάλιζε πρόσβαση στα δημόσια λουτρά, 25 δολάρια στοίχιζε η κατοικία και 10 ακόμα δολάρια μια υπηρέτρια.

Εκείνος απολάμβανε τις ανέσεις ενός ''γάμου'' με ημερομηνία λήξης και εκείνη είχε στέγη και υπηρέτρια. Ο αξιωματικός, φεύγοντας για την Αμερική, της υποσχέθηκε ότι θα επέστρεφε κοντά της όταν ο κοκκινολαίμης θα ξανάφτιαχνε τη φωλιά του. Αντ’ αυτού την άφησε πάμφτωχη με ένα μωρό στην αγκαλιά». 

Με αυτή την αφήγηση της αδελφής του που έζησε στο Ναγκασάκι και αφορούσε στην πραγματική ιστορία της νεαρής γκέισας Τσο-Τσο-Σαν, ο συγγραφέας Τζων Λούθερ ξεκίνησε να γράφει το σύντομο διήγημά του το οποίο αποτέλεσε τη βάση για το θεατρικό έργο και στη συνέχεια για την όπερα του Πουτσίνι.

Από την πρεμιέρα της «Μαντάμα Μπαττερφλάι» στο Ηρώδειο. Πηγή φωτ.: Facebook / Greek National Opera – Εθνική Λυρική Σκηνή

«Η Μαντάμα Μπαττερφλάι θεωρείται γενικώς ένα μελόδραμα χωρίς πολιτικό βάθος που εξελίσσεται σε μια φανταστική Ιαπωνία. [...] Ελπίζουμε ότι η δύναμη του πολιτικού μηνύματος του Πουτσίνι θα φανεί στη σκηνοθεσία και ότι το έργο δεν θα θεωρείται πλέον μια λυπητερή συναισθηματική ιστορία με φόντο ένα γλυκανάλατο σκηνικό, αλλά ένας δυνατός πολιτικός λόγος και το προαίσθημα του θανάτου ενός κόσμου», σημειώνει ο σκηνοθέτης, Ολιβιέ Πυ, και συμπληρώνει: «Η πολιτική των ανθρώπινων σχέσεων στις οποίες κυριαρχεί το χρήμα έρχεται εδώ να παίξει τον ρόλο της ειμαρμένης των τραγωδιών, σαν ένας θεός που δεν ακούει τίποτε σε έναν κόσμο χωρίς ατομική ελευθερία. Και αυτή η ειμαρμένη του χρήματος είναι ένας πέρα για πέρα πραγματικός θεός, κι όχι μόνο ένας μύθος».

Από την πρεμιέρα της όπερας «Μαντάμα Μπαττερφλάι». Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος, πηγή φωτ: ΕΛΣ

Η πολιτική διάσταση του εν λόγω έργου είναι μια αφορμή να αναλογιστούμε τη διάσταση αυτή σε άλλα έργα της παγκόσμιας δραματουργίας. Αποτελεί επίσης την πραγματικότητα ότι ένα έργο τέχνης –οποιασδήποτε μορφής– δεν είναι αποκομμένο από την εποχή του. Είναι –θα λέγαμε– «προϊόν» της εποχής του, «βλέπει» μπροστά από αυτή, και αποτελεί σχόλιο του εκάστοτε δημιουργού για ό,τι εκλαμβάνουν οι αισθητηριακές και κοινωνικές του κεραίες να διαδραματίζεται.

Ένα έργο τέχνης δεν άπτεται μόνο της αισθητικής, κινητοποιεί τη σκέψη σε όλα τα επίπεδα αρκεί το κοινό να το αντιμετωπίσει ως τέτοιο. Δίχως, σαφώς, να είναι θέσφατο ότι θα έχει κάθε φορά πολιτικές προεκτάσεις. Ενίοτε, το ανέβασμα ενός έργου με κοινωνικά και πολιτικά ψήγματα ανοίγει συζήτηση για τη πολιτική του πολιτισμού, και καταφέρνει να δώσει μηνύματα πιο δυνατά από ότι εάν περιορίζονταν στο πλαίσιο ενός κειμένου. 

Η καινοτομία στη σκηνική δράση

Αντίθετα με τις παραγωγές όπερας που έχουν ανεβεί στο Ηρώδειο και στις οποίες η ορχήστρα παρεμβαλλόταν ανάμεσα στο κοινό και τη σκηνική δράση, ο Ολιβιέ Πυ τοποθετεί την ορχήστρα στη σκηνή του Ηρωδείου και έτσι φέρνει τη σκηνική δράση πιο κοντά στο κοινό. Κυρίαρχα χρώματα το λευκό και το μαύρο που τονίζουν την αντίθεση που υπάρχει ανάμεσα στα δύο κεντρικά πρόσωπα ως προς το πως εκλαμβάνονται τη μεταξύ τους σχέση.

Το κοινό παρακολουθεί τη Μαντάμα Μπαττερφλάι, «αυτή τη θεϊκή, γεμάτη πραότητα μορφή» που «δεν πρέπει να τραγουδά στίχους οδύνης», να γίνεται «το πιο ευτυχισμένο κορίτσι της Ιαπωνίας και όλου του κόσμου» σαν ερωτεύεται, και παρότι «αποδιωγμένη» από την οικογένειά της, είναι «ευτυχισμένη».

Σταδιακά, η μαύρη της ενδυμασία συνάδει με τη θλίψη της, φορά λευκά για να βάλει τέλος στη ζωή της, πράξη που συνοδεύεται από τη φράση «με τιμή πεθαίνει όποιος δεν μπορεί να ζήσει με τιμή».

Από την πρεμιέρα της όπερας «Μαντάμα Μπαττερφλάι». Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος, πηγή φωτ: ΕΛΣ

Την παρακολουθούμε να αυτοκτονεί ντυμένη στα λευκά, με το μαχαίρι που είχε αυτοκτονήσει ο πατέρας της, ενώ το τριών ετών παιδί της περπατά στον ίδιο χώρο με δεμένα τα μάτια για να μην βλέπει το αποτρόπαιο θέαμα. Το βάδισμά του, η περιπλάνησή του συνάδει με τη συνέχεια της ζωής για το ίδιο, τα τυφλά του βήματα για ένα μονοπάτι που δεν γνωρίζει πως θα είναι, καθότι πλέον θα ζει με τον πατέρα και την γυναίκα του.

Από την πρεμιέρα της «Μαντάμα Μπαττερφλάι» στο Ηρώδειο. Πηγή φωτ.: Facebook / Greek National Opera – Εθνική Λυρική Σκηνή

Από ερμηνευτικής πλευράς, η Νοτιοκορεάτισσα υψίφωνος Άννα Σον παρασέρνει το κοινό στη δίνη του δράματός της, μία από τις στιγμές που ξεχωρίσαμε είναι όταν αντιμάχεται με τις ψυχές των προγόνων της, ερωτευμένη πιστά με τον Πίνκερτον που την πρόδωσε. Μία πτυχή της όπερας καθιστά την Τσο-Τσο-Σαν τραγικό πρόσωπο· αποδιωγμένη από την οικογένειά της στηρίζεται σε ένα «σάπιο σκαρί» –έναν διεφθαρμένο χαρακτήρα– που λίγο πριν την τελευταία οπερατική πράξη παραδέχεται το ποιόν του: «είμαι ένας ελεεινός».

Από την πρεμιέρα της όπερας «Μαντάμα Μπαττερφλάι». Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος, πηγή φωτ: ΕΛΣ

Στη συγκινησιακή φόρτιση συμβάλει η μουσική της όπερας, διάσημη άλλωστε για τις υπέροχες άριές της, την πρόδηλα μελωδική μουσική και τη δραματική θεατρικότητά της. 

Για την ιστορία, το έργο «Μαντάμα Μπαττερφλάι», σε ποιητικό κείμενο των Τζουζέππε Τζακόζα και Λουίτζι Ίλλικα, είναι εμπνευσμένο από το ομότιτλο θεατρικό έργο (1900) του Αμερικανού Ντέιβιντ Μπελάσκο, το οποίο βασίστηκε σε διήγημα (1898) του Τζων Λούθερ Λονγκ. Αρκετά στοιχεία πηγάζουν από τη Μαντάμ Κρυζαντέμ (1887) του Πιερ Λοτί. 

Πρωτοπαρουσιάστηκε ως δίπρακτη όπερα στη Σκάλα του Mιλάνου στις 17 Φεβρουαρίου 1904. Αναθεωρημένη, σε τρεις πράξεις, δόθηκε στο Μεγάλο Θέατρο της ιταλικής πόλης Mπρέσα στις 28 Μαΐου 1904. Η μορφή στην οποία παρουσιάζεται το έργο στις μέρες μας βασίζεται σε εκδοχή του Πουτσίνι για τον θίασο της Κωμικής Όπερας του Παρισιού που ανέβηκε στις 28 Δεκεμβρίου 1906. 

Συντελεστές στο ανέβασμα της Μπαττερφλάι στο Ηρώδειο

Τη σκηνοθεσία της «Μαντάμα Μπαττερφλάι» υπογράφει ο Ολιβιέ Πυ, ο οποίος πρόσφατα ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση του Παρισινού Θεάτρου Σατλέ, μετά την επιτυχημένη του εννεαετή θητεία στην καλλιτεχνική διεύθυνση του Φεστιβάλ της Αβινιόν. Η σκηνική εγκατάσταση και τα κοστούμια υπογράφει ο Πιερ-Αντρέ Βάιτς, τους φωτισμούς ο Μπερτράν Κιγύ.

Την Ορχήστρα της ΕΛΣ διευθύνει ο Βασίλης Χριστόπουλος, την Χορωδία της ΕΛΣ ο Αγαθάγγελος Γεωργακάτος. Το κουαρτέτο των πρωταγωνιστών -εκτός από την Άννα Σον στον ρόλο της Τσο-Τσο-Σαν συμπληρώθηκε από τους Αντρέα Καρέ (Πίνκερτον), Αλίσα Κολόσοβα και Διονύση Σούρμπη. Μαζί τους οι μονωδοί της ΕΛΣ Διαμάντη Κριτσωτάκη, Γιάννης Καλύβας, Χάρης Ανδριανός, Πέτρος Μαγουλάς, Πέτρος Σαλάτας, Χρήστος Λάζος, Βασιλική Πετρόγιαννη, Βάγια Κωφού και Βίκυ Αθανασίου.

Φωτ.: Χάρης Ακριβιάδης, πηγή φωτ.: ΕΛΣ

Τα εισιτήρια για την παράσταση της 10ης Ιουνίου έχουν εξαντληθεί, για την παράσταση της 7ης Ιουνίου απομένουν ελάχιστα εισιτήρια.

Κεντρική φωτ.: Από την πρεμιέρα της «Μαντάμα Μπαττερφλάι» στο Ηρώδειο. Πηγή φωτ.: Facebook / Greek National Opera – Εθνική Λυρική Σκηνή