Οι πόλεις μοιάζουν με θεατρικές παραστάσεις. Κι όσο πιο κακόγουστα στήνεται το σκηνικό τους, τόσο βαθύτερα τραυματίζει τον ψυχισμό των ανθρώπων που ζουν μέσα τους. Ο Λιούις Μάμφορντ στο έργο του «The Culture of Cities» (1938) περιέγραψε την πόλη ως «θέατρο». «Η πόλη δημιουργεί το θέατρο είναι η ίδια το θέατρο» γράφει ο Αμερικανός ιστορικός, κοινωνιολόγος, φιλόσοφος της τεχνολογίας και θεωρητικός της πολεοδομίας. Αν, όμως, η πόλη είναι θέατρο, τότε δεν είναι πάντοτε υψηλή τέχνη. Οι πόλεις που είναι άναρχα δομημένες, που στερούνται αισθητικής και προοπτικής, που δεν φροντίζουν επαρκώς τους κατοίκους τους, παράγουν ένα σκηνικό ασφυκτικό. Οι άνθρωποι ζουν μέσα σε ένα έργο χωρίς συνοχή, χωρίς σκηνοθετική έμπνευση, όπου κυριαρχεί η φθορά, η έλλειψη επικοινωνίας και η αίσθηση μιας αδιάκοπης επανάληψης. Η καθημερινή εμπειρία μέσα σε ένα τέτοιο «έργο» αποδεικνύει πως η ποιότητα της πόλης ως «θεάτρου» επηρεάζει άμεσα την ποιότητα της ανθρώπινης ζωής.
Ας φανταστούμε ότι οι κάτοικοι μιας μεγαλούπολης, δεν υπάρχει καλύτερο παράδειγμα από την Αθήνα, σουλατσάρουμε σε ένα τεράστιο «σανίδι», που είναι φθαρμένο, τσαπατσούλικα λουστραρισμένο σε κάποια σημεία, αλλά… Τα σκηνικά είναι τόσο άσχημα, τόσο ερασιτεχνικά και τόσο αρπακόλλα. Οι ηθοποιοί σε απόγνωση. Σε σκηνή και πλατεία έχουν παρκάρει χιλιάδες αυτοκίνητα. Το αυτοκίνητο, άλλοτε σύμβολο απελευθέρωσης, κατέληξε βαριά σκλαβιά. Άνθρωποι και αυτοκίνητα, τόνοι μπετόν και πατίνα γράσου σε μια τραγελαφική, θεατρική δυστοπία. Ιδρωμένα πουκάμισα, ιδρωμένες πλάτες, λαχανιασμένα μυαλά. Ποιος είναι ο σκηνοθέτης; Η Αθήνα είναι μια πόλη άσχημη, πολύβουη με συνθήκες καθημερινότητας και διαβίωσης που ισοδυναμούν με ποινή. Θέλει αντοχές με τις χρυσαφένιες αντανακλάσεις του ήλιου να βοηθούν, αλλά αυτό προϋποθέτει ψυχικά αποθέματα και ποιητική καρδιά. Κι αν διαθέτετε, είναι ραγισμένη.
Ο κάτοικος της Αθήνας κινείται καθημερινά ανάμεσα σε δύο χρονικότητες, από τη μια η ιστορική κληρονομιά που προσδίδει βαρύτητα, από την άλλη η σκληρή πραγματικότητα μιας πόλης με άνισες υποδομές, κυκλοφοριακή ασφυξία, άναρχη ανάπτυξη, βία και τα μυαλά στα κάγκελα. Το σκηνικό, αντιφατικό, άσχημο, αγχωτικό.
Αυτή η ακαλαισθησία ορίζει τα νεύρα μας, τη διάθεση μας, την υγεία μας, τις σχέσεις μας με τους άλλους, τη συμπεριφορά μας, τον αυτοσεβασμό μας, τα όρια μας.
Σε περίφημες κεντρο-ευρωπαϊκές πρωτεύουσες η ανάσα ανακούφισης έρχεται από την ομορφιά των σκηνικών-περίφημα σκηνικά. Εκεί ανεβαίνει μια άλλη θεατρική παράσταση, με καλύτερες προδιαγραφές με σεβασμό στον πρωταγωνιστή-πολίτη. Ανακαλύπτεις την ευταξία της καλαισθησίας, την ευεξία της βάδισης ή της ποδηλασίας και ξέρεις ότι θα φτάσεις παντού με τα Μέσα Μεταφοράς χωρίς ταλαιπωρία και εξάντληση. Τίποτα δεν γρατζουνά τις αισθήσεις σου. Δεν ακουμπάς τη μισή σου ζωή στον Κηφισό και στην Κηφισίας ή στους δρόμουςτης ερωτικής «νύμφης». Το σκηνικό στην καρδιά της Ευρώπης είναι αρκετές φορές πανέμορφο δεν σου ανακατεύει τα μέσα σου, δεν είναι κάθε βήμα και συμβιβασμός. Δεν κυριάρχησε η αισθητική του ελάχιστου κόστους. Δεν σκοντάφτεις σε αστοχίες, τσαπατσουλιές, κακοτεχνίες, χιλιοσκαμμένους δρόμους, δεν ακολουθείς την πορεία των μπαλωμάτων και της οπτικής ίνας, λίγο ευθεία, λίγο ζιγκ-ζαγκ, λίγο έτσι, λίγο αλλιώς. Μια τσιχλόφουσκα σκάει. Δεν υπάρχει το τέλειο, δεν υπάρχει το ιδανικό. Αλλά αν είχες επιλογή θα έπαιζες σε καλύτερη παράσταση, σε καλύτερο θέατρο.
Σε ένα «κακό» θέατρο μιας «κακής» πόλης, οι ηθοποιοί και συγχρόνως θεατές εγκλωβίζονται σε μια άτεχνη και καταθλιπτική ατμόσφαιρα, γεμάτη γκράφιτι, τύπου «walking dead». Δεν απελευθερώνονται, η πόλη δεν έχει προοπτική.
Ταξιδεύοντας νοερά σε μια μητρόπολη που «μοιάζει» με την Αθήνα, διότι κι αυτή είχε στο κέντρο του αστικού της σχεδιασμού το αυτοκίνητο, αποβιβαζόμαστε στη Νέα Υόρκη. Στο βιβλίο του Κρεγκ Τέιλορ «New Yorkers: A City and Its People in Our Time» (κυκλοφορεί και ως ηχοβιβλίο) η σχέση των ανθρώπων με τη Νέα Υόρκη είναι διφορούμενη, συχνά αντιφατική. Το βιβλίο δείχνει ότι η Νέα Υόρκη είναι λιγότερο μια πόλη που «αγαπιέται» ή «μισιέται» και περισσότερο μια υπαρξιακή εμπειρία: σε καθορίζει, σε σημαδεύει, σε δοκιμάζει. Αν η Νέα Υόρκη δοκιμάζει τον ψυχισμό μέσα από την ένταση και την υπερβολή, η Αθήνα τον επηρεάζει μέσα από την αντίφαση και τη ρευστότητα. Στην πρώτη, οι κάτοικοι παλεύουν με έναν ρυθμό που απαιτεί διαρκή υπέρβαση. Η Νέα Υόρκη είναι ταυτόχρονα εξαντλητική και συναρπαστική, αλλά παραμένει ένας τόπος που ορίζει τα όνειρα σε παγκόσμια κλίμακα. Στη δεύτερη, στην Αθήνα, οι κάτοικοι μαθαίνουν να ζουν με την ταλαιπωρία, το αντιφατικό, το βίαιο, το ανολοκλήρωτο, το λειψό. Διαχρονικά όμηροι της ασυνέχειας, της απουσίας οράματος και της προχειρότητας.
Σπουδαίοι στοχαστές έχουν πει ότι η πόλη αντανακλά και ενισχύει τις σχέσεις εξουσίας, τα οικονομικά συστήματα και τις πολιτισμικές αξίες. Μια «κακή πόλη» δεν είναι μόνο ζήτημα αισθητικής ή πολεοδομικής αποτυχίας, είναι αντανάκλαση κοινωνικής ακαταστασίας και πολιτικών αδιεξόδων.