«Girl on Girl» και πώς η ποπ κουλτούρα βλάπτει σοβαρά τις γυναίκες
Screen Grab
Screen Grab

«Girl on Girl» και πώς η ποπ κουλτούρα βλάπτει σοβαρά τις γυναίκες

Ο σύγχρονος μισογυνισμός διαμορφώθηκε από μια μαζική κουλτούρα προσανατολισμένη στην ανδρική επιθυμία και από μια πανταχού παρούσα πορνογραφία. Η κυριαρχία και της αισθητικής του πορνό είναι αδιαμφισβήτητη όπως και οι εκρήξεις θυμού που προκαλούν οι όμορφες και χαρισματικές γυναίκες. Το περιγράφει στο βιβλίο της «Girl on Girl», η Σόφι Γκίλμπερτ, δημοσιογράφος και κριτικός του «The Atlantic», η οποία προτάθηκε για Πούλιτζερ.

Η αφήγηση της Γκίλμπερτ για την υποβάθμιση των γυναικών από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και μέσα από την ποπ κουλτούρα, κορυφώνεται σε ένα δυσοίωνο τόνο που οδηγεί κατευθείαν στο τώρα. Με αυτό που η ίδια αποκαλεί ένα «σαρκαστικό νεύμα» προς το λεσβιακό πορνό, δηλωτικό του τίτλου, η Γκίλμπερτ δεν θεωρεί πως οι γυναίκες είναι το πρόβλημα.

Ο μισογυνισμός είναι πιο εμφανής από ποτέ. Στην καθημερινότητα, στα μέσα μαζικής επικοινωνίας, στην κοινωνική δικτύωση, παντού. Κι αν η βία κατά των γυναικών δεν είναι σε όλες τις περιπτώσεις φρικτή και εξόφθαλμη, είναι βέβαιο ότι υποφώσκει. Ποτέ άλλοτε δεν γράφτηκαν τόσα πολλά για τις στιλιστικές επιλογές ενός άνδρα Αμερικανού πρέσβη στην Ελλάδα, όπως το μελάνι που χύνεται για τα ρούχα, τα μαλλιά και τα ψηλοτάκουνα της «ζωντοχήρας» Κίμπερλι Γκίλφοϊλ.

Κι αν ακόμα έχει ειπωθεί από επίσημα χείλη στην Αμερική, ότι οι γυναίκες, του αντίπαλου στρατοπέδου, είναι «γατούδες και άτεκνες» δεν φταίει για όλα αυτό που αποκαλείται τραμπισμός. Επί των ημερών, άλλωστε, του σημερινού προέδρου των ΗΠΑ, είδαμε την πρώτη γυναίκα πρέσβη στην Αθήνα. Για να μην γελιόμαστε, το «γατού» και άλλα πολλά, τα οποία διασύρουν τη γυναικεία υπόσταση έχουν γίνει viral κι εδώ.

«Το πρόβλημα είναι η πατριαρχία, ανόητε» γράφει στον Guardian, η Κέιτ Γουόμερσλι, ψυχίατρος και ακαδημαϊκός.

Το πατριαρχικό κάδρο είναι τεράστιο. Μια «εικόνα» του περιγράφει ο Γιάννης Βαρουφάκης σε πρόσφατη συνέντευξη του στον πολιτικό σχολιαστή Άαρον Τζον Μπαστάνι, του Novara Media, λέγοντας ότι κοινωνικοποιήθηκε μέσα από τον μισογυνισμό, όπως τα περισσότερα αγόρια. «Θυμάμαι ακόμα ότι η διαδικασία κοινωνικοποίησής μας, ως αγόρια, περιστρεφόταν γύρω από το να μισούμε τα κορίτσια» λέει ο Γιάννης Βαρουφάκης, τονίζοντας ότι ο μισογυνισμός σήμερα είναι πιο άγριος από ποτέ.

Καθώς μεγάλωνε ως έφηβη στα τέλη της δεκαετίας του 1990, αυτό που ήταν προφανές σε εκείνη και στις φίλες της ήταν ότι η δύναμη, για τις γυναίκες, είχε σεξουαλική φύση, έγραψε πρόσφατα, σε άρθρο της στο «The Atlantic», η Σόφι Γκίλμπερτ «Δεν υπήρχε άλλη μορφή δύναμης, ή τουλάχιστον καμία άξια λόγου». Και αυτή τη σεξουαλικοποιημένη δύναμη οι γυναίκες μάθαιναν να εκτιμούν στον εαυτό τους και να κριτικάρουν στις άλλες.

Η Γκίλμπερτ στo βιβλίο της «Girl on Girl:How Pop Culture Turned Women Against Themselves» (John Murray Press, το εντόπισα στα Public) παρακολουθεί την άνοδο και την πτώση της Μπρίτνεϊ Σπίαρς, την υπερέκθεση των Καρντάσιαν και την εκμετάλλευση μοντέλων όπως η Κέιτ Μος, τοποθετώντας τες μέσα σε ευρύτερες τάσεις στη μουσική σκηνή, στα ταμπλόιντ, στην ριάλιτι τηλεόραση, στον κόσμο της τέχνης, στον χώρο της διαφήμισης και στις ροές του Instagram.

Δεν ισχύει το ίδιο για τους υπερεκτεθειμένους άνδρες. Σε συνέντευξη της στην αμερικανική έκδοση της «Vogue» λέει πως «η Κιμ Καρντάσιαν είναι η πιο επιδραστική γυναίκα στον κόσμο […] Θυμώνουμε με τις γυναίκες που τραβούν το βλέμμα μας: την Αν Νικόλ Σμιθ, την Μπρίτνεϊ Σπίαρς, την Πάρις Χίλτον, τη Μαντόνα. Νομίζω ότι ο θυμός προέρχεται, εν μέρει, από την απογοήτευσή μας με τον ίδιο μας τον εαυτό επειδή ενδιαφερόμαστε, επειδή είμαστε τόσο ευάλωτοι στη γοητεία χαρισματικών, όμορφων γυναικών. Οι άντρες που εκτίθενται υπερβολικά-σκέφτομαι τον Κάνιε Γουέστ, τον Ίλον Μασκ - μπορούν επίσης να προκαλέσουν θυμό, αλλά όχι την ίδια υποτίμηση, όχι την αίσθηση ότι δεν είναι καν άξιοι της προσοχής μας».

Η συγγραφέας και δημοσιογράφος υποστηρίζει ότι «οι υποσχέσεις του τρίτου κύματος φεμινισμού αμβλύνθηκαν από τη μαζική κουλτούρα», η οποία εκπαίδευσε τις γυναίκες να μην είναι υστερικές, να μην είναι πουριτανές και να μην γερνούν (ορατά). Οι γυναίκες στράφηκαν η μία εναντίον της άλλης, εξουδετερώνοντας τη δύναμη της υπόσχεσης του φεμινισμού.

Την ίδια στιγμή, ο μετα-φεμινισμός τρεφόταν από το πορνό, «το καθοριστικό πολιτισμικό προϊόν της εποχής μας». Η ποπ κουλτούρα είναι αναπόφευκτα «ρυθμισμένη σύμφωνα με την ανδρική επιθυμία», κάτι που έχει επιτρέψει την είσοδο «σκληρότητας και περιφρόνησης» προς το 51% του πληθυσμού. Στις γυναίκες λένε ότι δεν είναι ποτέ αρκετές, αλλά πως το «καλύτερο» μπορεί να αγοραστεί: το κοντούρινγκ, οι χειρουργικές επεμβάσεις, το Όζεμπικ και η επιστροφή του heroin chic και των «αψεγάδιαστων» trad wives, πουλάνε ένα ιδανικό που «δεν μπορεί ποτέ να επιτευχθεί από έναν άνθρωπο», αλλά μπορεί να αγοραστεί σήμερα με ένα μόνο κλικ.

Το να επιβιώνει κανείς ως γυναίκα σε μετα-φεμινιστικούς καιρούς, γράφει η ψυχίατρος Γουόμερσλι, σημαίνει να μην παίρνει στα σοβαρά τις μισογυνική μουσική, τέχνη και τηλεόραση, την ίδια στιγμή που οι γυναίκες πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης, γελοιοποίησης και κακοποίησης μπροστά στα μάτια όλων, όπως καθυστερημένα κατέδειξε το #MeToo. Όταν το πορνό είναι παντού, και το πιο ανησυχητικό είναι ότι βρίσκεται στα κινητά παιδιών του δημοτικού, δεν είναι περίεργο που το 38% των γυναικών στο Ηνωμένο Βασίλειο δήλωσαν ότι έχουν βιώσει «ανεπιθύμητο χαστούκισμα, πνίξιμο, φίμωση ή φτύσιμο στη διάρκεια του σεξ». Το «αντρικό μοτίβο ειρωνείας ως άμυνα» αρνείται την αλήθεια ότι σεξιστικά και ρατσιστικά πολιτισμικά προϊόντα αλλάζουν βαθιά τον τρόπο που η κοινωνία σκέφτεται για τις γυναίκες και, κατά συνέπεια, τον τρόπο που τις αντιμετωπίζει.

Η συγγραφέας δηλώνει πως «δεν ενδιαφέρεται να στιγματίσει τις σεξουαλικές προτιμήσεις κανενός και δεν είναι καθόλου αντίθετη στο πορνό», παρότι το διαγιγνώσκει ως αναμφισβήτητη πηγή βλάβης για τις γυναίκες. Αλλά, όπως λέει η Γουόμερσλι, δεν περιγράφει τις συνθήκες υπό τις οποίες το πορνό μπορεί να αποτελέσει δύναμη για το καλό-κάτι που μοιάζει κρίσιμο για να μπορεί κανείς να αποφασίσει πότε να γίνει αυτό που η θεωρητικός Σάρα Αχμεντ ονομάζει feminist killjoy: «κάποια που μιλά ανοιχτά για αδικίες, που παραπονιέται, που διαμαρτύρεται, που λέει όχι».

Σε συνέντευξη της, στο The Atlantic, στο οποίο αρθρογραφεί, η Γκίλμπερτ είναι σαφής. Ο κόσμος μέσα στον οποίο ζούμε έχει διαμορφωθεί από το πορνό που καταναλώνουμε και δεν χρειάζεται να ψάξει κανείς πολύ για να το εντοπίσει. Μοντέλα στο Instagram προωθούν τις συνδρομές τους στο OnlyFans, εργαζόμενες και εργαζόμενοι στο σεξ ανεβάζουν βιντεοημερολόγια τύπου «μια μέρα από τη ζωή μου» και η αγορά των ερωτικών, ρομαντικών μυθιστορημάτων είναι χρυσωρυχείο. Το ενδιαφέρον των ανθρώπων για το σεξ είναι μια ζήτηση που εδώ και καιρό καλύπτεται με έτοιμη προσφορά, αλλά το πορνό δεν είναι ένα αδρανές προϊόν. Όσο οι Αμερικανοί τροφοδοτούν την ανάπτυξη αυτής της βιομηχανίας πολλών δισεκατομμυρίων, εκείνη επιστρέφει κάτι πίσω στη μαζική ή αλλιώς ποπ κουλτούρα.

«Ένα από τα συγκεκριμένα πράγματα που παρατηρώ τώρα είναι η νομιμοποίηση πραγματικά άσχημων, οπισθοδρομικών μορφών αντιμετώπισης στην πολιτική και στη mainstream κουλτούρα - όχι μόνο απέναντι στις γυναίκες αλλά και απέναντι σε μετανάστες, γκέι και τρανς ανθρώπους. Βλέπουμε μια αναβίωση της προσβλητικής και απάνθρωπης συμπεριφοράς που συναντούσαμε στην ποπ κουλτούρα της δεκαετίας του 2000, αλλά αυτή τη φορά δεν προέρχεται μόνο από μπλόγκερ κουτσομπολιού και σχολιαστές διασημοτήτων, αλλά από πολιτικούς και ανθρώπους με τεράστιες πλατφόρμες στα ΜΜΕ. Και η θεωρία μου για το γιατί συμβαίνει είναι ότι ορισμένα είδη πορνό έχουν αναισθητοποιήσει πολύ κόσμο απέναντι στη σκληρότητα».

Υπάρχουν λύσεις; Η Γκίλμπερτ αποτίνει φόρο τιμής σε φεμινιστικά κείμενα που προηγήθηκαν, από το «The Beauty Myth» της Ναόμι Γουλφ, το «Backlash» της Σούζαν Φαλούντι και το «Female Chauvinist Pigs» της Άριελ Λέβι, μέχρι το «Trick Mirror» της Τζία Τολεντίνο και το «The Right to Sex» της Άμια Σρινιβασάν, τα οποία παραθέτει εκτενώς.

Στο συμπέρασμά της, για τα πιθανά αναχώματα απέναντι στην «απανθρωποποίηση» των γυναικών, η Γκίλμπερτ διατυπώνει ένα ενδιαφέρον επιχείρημα για τον ρομαντικό έρωτα ως δύναμη ισότητας και σεβασμού μεταξύ των φύλων…

Οι γυναίκες εκπαιδεύτηκαν να βλέπουν τον εαυτό τους μέσα από ένα διαστρεβλωτικό, πορνογραφικό βλέμμα και πρέπει να σπάσουν επειγόντως αυτόν τον παραμορφωτικό καθρέφτη. Το πώς είναι μεγάλη συζήτηση και, όπως το ταγκό, θέλει δύο.