Το μεγαλύτερο ψέμα που έχει ειπωθεί στους Έλληνες εργαζομένους

Υπάρχει μια φράση που ακούγεται καθημερινά σε καφενεία, εργοτάξια, γραφεία και μαγαζιά: «τόσα χρόνια πλήρωνα, έχω πληρώσει τη σύνταξή μου». Είναι η πιο διαδεδομένη πεποίθηση, ειδικά στους εργαζόμενους άνω των 40. Και είναι, σχεδόν πάντα, λάθος.

Όχι επειδή «κάποιος τα έφαγε» με τον τρόπο που υπονοεί ο λαϊκός θυμός. Αλλά επειδή έτσι είναι σχεδιασμένο το σύστημα. Οι εισφορές που πληρώνει σήμερα ο εργαζόμενος δεν μπαίνουν σε έναν ατομικό κουμπαρά με το όνομά του. Δεν επενδύονται για να τον περιμένουν. Δεν «κρατιούνται» για τη δική του σύνταξη. Πηγαίνουν κατευθείαν για να πληρωθούν οι σημερινές συντάξεις. Ο σημερινός εργαζόμενος πληρώνει τον σημερινό συνταξιούχο. Και όταν έρθει η σειρά του να βγει στη σύνταξη, θα πληρωθεί, αν πληρωθεί, από τους τότε εργαζόμενους.

Αυτό είναι το αναδιανεμητικό σύστημα. Μια διαγενεακή μεταβίβαση, ένας μηχανισμός που λειτουργεί σαν ένας μεγάλος κοινός λογαριασμός: τα χρήματα μπαίνουν και βγαίνουν σχεδόν ταυτόχρονα. Γι’ αυτό και η κρίσιμη ερώτηση δεν είναι «πόσα χρόνια πλήρωσα», αλλά «πόσοι θα δουλεύουν τότε για να με πληρώσουν». Το πρώτο είναι βιογραφικό στοιχείο. Το δεύτερο είναι η μοίρα του συστήματος.

Και εδώ υπάρχει ένα δεύτερο, ακόμα πιο αποκαλυπτικό στοιχείο που σπάνια λέγεται καθαρά: οι συντάξεις δεν πληρώνονται πλέον μόνο από τις εισφορές. Επειδή τα χρήματα των ασφαλισμένων δεν φτάνουν, το κράτος επιδοτεί σημαντικά το σύστημα μέσω του προϋπολογισμού. Δηλαδή, πέρα από τις εισφορές που πληρώνει ο εργαζόμενος, πληρώνει ξανά και ως φορολογούμενος, για να κλείσει η τρύπα. Αυτό δεν είναι «παρέμβαση έκτακτης ανάγκης». Είναι ένδειξη ότι το σύστημα έχει ήδη περάσει το σημείο όπου οι εισφορές επαρκούν από μόνες τους.

Σε αυτό το πλαίσιο, η δημογραφία δεν είναι θεωρία, είναι λογιστική πραγματικότητα. Σήμερα, στην Ελλάδα, το 23% του πληθυσμού είναι άνω των 65 ετών. Ήδη από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μέχρι το 2050, το ποσοστό αυτό προβλέπεται να φτάσει στο 35%. Ένας στους τρεις Έλληνες θα είναι άνω των 65. Παράλληλα, συνολικά στην ΕΕ, οι άνω των 65 έχουν αυξηθεί από 16% το 2000 σε 21% το 2023 και προβλέπεται να φτάσουν το 29% έως το 2050. Αυτή δεν είναι μια «αλλαγή τάσης». Είναι αλλαγή εποχής.

Η ίδια εικόνα αποτυπώνεται και στην αγορά εργασίας. Αν δεν αλλάξουν οι δημογραφικές τάσεις, ο πληθυσμός σε ηλικία εργασίας στην Ελλάδα προβλέπεται να συρρικνωθεί κατά 11% τα επόμενα δέκα χρόνια, ενώ το μερίδιο των εργαζομένων 55 έως 64 ετών θα φτάσει το 28%. Με απλά λόγια, λιγότεροι νέοι, περισσότεροι ηλικιωμένοι, μεγαλύτερη πίεση για να δουλεύουν οι άνθρωποι περισσότερα χρόνια.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, το αναδιανεμητικό σύστημα γίνεται μαθηματικά ασταθές. Όσο αυξάνονται οι συνταξιούχοι και μειώνονται οι εργαζόμενοι, υπάρχουν μόνο τέσσερις επιλογές: υψηλότερες εισφορές, χαμηλότερες συντάξεις, μεγαλύτερα όρια ηλικίας, ή ακόμα μεγαλύτερη χρηματοδότηση από φόρους και χρέος. Και όταν οι συντάξεις ήδη στηρίζονται στον προϋπολογισμό, η «λύση» των φόρων και του χρέους έχει ήδη αρχίσει να εφαρμόζεται, απλώς χωρίς να ομολογείται ως στρατηγική.

Απέναντι σε αυτό υπάρχει το κεφαλαιοποιητικό σύστημα. Εκεί οι εισφορές δεν πάνε για να πληρώσουν τον σημερινό συνταξιούχο. Πηγαίνουν στον προσωπικό λογαριασμό του ασφαλισμένου και επενδύονται, ώστε ο ίδιος να χρηματοδοτήσει ένα σημαντικό μέρος της σύνταξής του από το κεφάλαιο που συσσώρευσε. Ο πυρήνας του είναι απλός: λιγότερη εξάρτηση από το πόσοι θα δουλεύουν αύριο, περισσότερη σύνδεση με την αποταμίευση και την ανάπτυξη.

Υπάρχουν, φυσικά, κίνδυνοι και προϋποθέσεις. Χρειάζεται σοβαρή εποπτεία, διαφάνεια, χαμηλό κόστος διαχείρισης, πραγματική διαφοροποίηση επενδύσεων, θεσμική θωράκιση ώστε να μην γίνει πεδίο κομματικής λεηλασίας. Χρειάζεται και μια καθαρή αλήθεια: η μετάβαση κοστίζει, γιατί πρέπει να συνεχίσουν να πληρώνονται οι τωρινοί συνταξιούχοι ενώ οι εισφορές των νέων αρχίζουν να χτίζουν ατομικούς λογαριασμούς. Αλλά το κόστος της μη μετάβασης είναι μεγαλύτερο, απλώς κρύβεται πίσω από «ρυθμίσεις» και «αναπροσαρμογές» που θα πληρώνουν πάντα οι ίδιοι.

Η χώρα μπορεί να συνεχίσει να παριστάνει ότι οι εισφορές είναι «λεφτά στην άκρη», ενώ στην πραγματικότητα είναι τρέχον έσοδο για τρέχουσα δαπάνη. Μπορεί να συνεχίσει να πουλάει στους 40άρηδες την ψευδαίσθηση ότι «έχουν πληρώσει». Ή μπορεί να πει την αλήθεια και να χτίσει ένα σύστημα που αντέχει σε μια Ελλάδα όπου, το 2050, ένας στους τρεις θα είναι άνω των 65.

Η δημογραφία δεν διαπραγματεύεται. Και ακριβώς γι’ αυτό, μόνο ένα σοβαρό κεφαλαιοποιητικό σκέλος μπορεί να δώσει βεβαιότητα ότι οι σημερινοί εργαζόμενοι θα πάρουν σύνταξη όχι ως υπόσχεση, αλλά ως περιουσία που οι ίδιοι έχτισαν.