Έστειλε στον συνθέτη το έργο ζωής του
Μίκης - Ελύτης

Έστειλε στον συνθέτη το έργο ζωής του

«Το ''Αξιον Εστί'' του Ελύτη αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, ένα μνημείο της σύγχρονης ελληνικής τέχνης. Φυσικά, τόσο οι διαστάσεις του ποιητικού κειμένου όσο και η φόρμα του γενικά οδηγούσαν αυτονόητα στην αναζήτηση μιας καινούργιας μουσικής μορφής. Το έργο διατρέχει ολόκληρη την ιστορική περίοδο του ελληνικού έθνους. (...) Το ποιητικό κείμενο κυκλοφορεί στις φλέβες αυτού του λαού, γιατί είναι βγαλμένο μέσα απ’ αυτές τις ίδιες φλέβες. Το ''Αξιον Εστί'' είναι ακόμα ο καθρέφτης που ο λαός μας βλέπει μέσα του το ιστορικό του πρόσωπο, κι αυτό αποτελεί το πρώτο βασικό γνώρισμα για κάθε ζωντανή και επομένως αληθινή και μεγάλη τέχνη. Από εκεί και πέρα το έργο του συνθέτη γίνεται εύκολο υπό τον όρο ότι δεν θα προδώσει τον ποιητή. Και ότι η μουσική θα παρακολουθήσει, θα υπηρετήσει, θα σχολιάσει, και κάποτε, αν το μπορεί, να προεκτείνει την ποίηση. Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο».

(Από το βιβλίο «Το χρέος»)

Την πρώτη φορά που ο Μίκης Θεοδωράκης αποφάσισε να παρουσιάσει μελοποιημένο ένα έργο του Οδυσσέα Ελύτη, η δισκογραφική εταιρεία στην οποία ανήκε τότε αρνήθηκε αρχικά να το ηχογραφήσει ως «πολυέξοδο» και άρα «ζημιογόνο». Ο ένας εκ των δύο τραγουδιστών, στους οποίους απευθύνθηκε για να τραγουδήσουν, αρνήθηκε επίσης. Η διανόηση της εποχής έπεισε ακόμα και τον Ελύτη για την «αποτυχία» του αποτελέσματος.

Τέλος, οι διοργανωτές του Φεστιβάλ Αθηνών αρνήθηκαν την παρουσίαση του έργου στο Ηρώδειο, γιατί με την παρουσία λαϊκού τραγουδιστή «διακυβεύεται το γόητρο του θεσμού». Ύστερα απ’ όλες αυτές τις δυσκολίες, μπήκε στη ζωή των νεοελλήνων το «Άξιον Εστί»… Το οποίο για να «χρυσωθεί» με βάση την κυκλοφορία του -50 χιλιάδες αντίτυπα, τότε- χρειάστηκε να περάσουν… 14 χρόνια.

Εν τω μεταξύ, Θεοδωράκης και Ελύτης είχαν επιχειρήσει ακόμη δύο συνεργασίες… Ενώ η πρώτη βρισκόταν στο στάδιο της υλοποίησης, κηρύχτηκε η δικτατορία. Ο Θεοδωράκης άκουσε για πρώτη φορά τα τραγούδια του από την τραγουδίστρια για την οποία προορίζονταν, κρυμμένος σ’ ένα σπίτι που εκείνη πήγε σαν επισκέπτρια… Αυτή είναι η αρχή της ιστορίας του «Ρομανσέρο Χιτάνο».
Αρχές του ’70, Θεοδωράκης και Ελύτης θα ξαναβρεθούν στο εξωτερικό πλέον, και ο ποιητής θα «υποσχεθεί» στον συνθέτη ένα «νέο Αξιον Εστί»… Λίγο μετά, όμως, εκείνος θα επιστρέψει στην Ελλάδα και η επικοινωνία μεταξύ τους θα διακοπεί.
 

«Ήμουν υποχρεωμένος να προσκρούω σε ηλιθιότητες»

Το τελευταίο δημόσιο κείμενο του Οδυσσέα Ελύτη πριν από το θάνατό του αφορά τον Μίκη Θεοδωράκη και τη συνεργασία τους. «Στις δέκα φουρτούνες μία μόνο υπάρχει περίπτωση να σε σώσει από πιθανό ναυάγιο. Χρειάζεται χέρι επιτήδειο που να ξέρει να βουτήξει μες στην καταιγίδα και να τραβήξει έξω το ευπαθές πουλί. Είναι πάνω σε μια τέτοια στιγμή ακριβώς, που άπλωσε το χέρι του απ’ το Παρίσι ο Μίκης Θεοδωράκης για να ανασύρει το νεογέννητο ''Αξιον Εστί'' και να του δώσει μια δική του μουσική έκφραση», γράφει ο ποιητής στις 11 Νοεμβρίου του 1995, σ’ ένα κείμενο που προορίζεται για ένα τεύχος του περιοδικού «Ελίτροχος», αφιερωμένο στα 70 χρόνια του Μίκη Θεοδωράκη. Προφανώς, αναλογιζόμενος τις περιπέτειες του έργου, από την ώρα που πρωτοεκδόθηκε ως ποιητική συλλογή, μέχρι τη στιγμή που κατάφερε να γίνει εθνικό τραγούδι των Ελλήνων… Γιατί βέβαια, όταν το 1960 κυκλοφορεί η ομότιλη ποιητική συλλογή, μπορεί ο Ελύτης να διανύει ήδη την τρίτη δεκαετία της πορείας του στην ποίηση, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχει εξασφαλίσει το απυρόβλητο…

«Θα έπρεπε να κρατώ ημερολόγιο για να βλέπανε κάποτε οι άνθρωποι -αν τα πράγματα αλλάξουν- τι τραβούσε ένας ποιητής το 1960, όταν έβγαζε κάτι που δεν έμοιαζε με τα άλλα, σε τι ηλιθιότητες ήταν υποχρεωμένος να προσκρούσει!», γράφει σε επιστολή του στον ποιητή Νάνο Βαλαωρίτη τον Μάρτιο εκείνης της χρονιάς, φανερά πικραμένος από την πρώτη αντιμετώπιση του νέου ποιητικού του έργου από τη διανόηση της εποχής. Και, παρακάτω, γίνεται πιο συγκεκριμένος: «Οι παλιοί και γνωστοί μας εκεί που κοπανούσανε το τροπάριο ότι δεν έχω περιεχόμενο, ότι είμαι αποκλειστικά λυρικός, ότι είμαι υπεύθυνος που έχασε όλη η ποίηση η μοντέρνα τη στερεότητά της, τώρα δυσανασχετούν: εγκεφαλικός έγινε ο Ελύτης και φορμαλιστής, και τι θέλει κι ανακατεύεται με άλλα προβλήματα, αχ τι καλός τραγουδιστής που ήτανε, κρίμα!».

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα ο Ελύτης θα συναντήσει τον Θεοδωράκη στο «όρθιο» του «Λουμίδη» και, σύμφωνα με μαρτυρία του συνθέτη, θα του εκφράσει την εκτίμησή του για τον «Επιτάφιο» που έχει ήδη παρουσιάσει μελοποιημένο εκείνος και θα ζητήσει να του στείλει το «έργο της ζωής» του, γιατί «κάτι τού λέει ότι θα τον εμπνεύσει». Εναν μήνα μετά, το «Αξιον Εστί» θα φτάσει στο σπίτι του Θεοδωράκη στο Παρίσι… Ο συνθέτης θα μελοποιήσει όλο το έργο «μέσα σε μια βδομάδα», αλλά θα κάνει πολύ περισσότερο -σχεδόν τρία χρόνια- για να αποφασίσει τη μορφή που ήθελε τελικά να του δώσει και την ενορχήστρωσή του. Μέσα από την αγωνία του να βρει τις ισορροπίες ανάμεσα στην «ανωριμότητα του κόσμου απέναντι στον συμφωνικό ήχο» και την ανάγκη -του ίδιου αλλά και του ποιητικού έργου- να βρει μια πιο σύνθετη φόρμα απ’ αυτήν του λαϊκού τραγουδιού, θα οδηγηθεί στην παράλληλη χρήση λαϊκού τραγουδιστή, ψάλτη, χορωδίας, λαϊκής και συμφωνικής ορχήστρας…

Σ’ αυτό το διάστημα, ποιητής και συνθέτης θα βρεθούν κοντά με δύο άλλες αφορμές… Πρώτα ο Ελύτης θα γράψει στίχους σε μια παλαιότερη μελωδία του Θεοδωράκη και θα προκύψει το τραγούδι «Ανάμεσα Σύρο και Τζια» που θα μπει στο «Αρχιπέλαγος» και ύστερα θα δώσει στον Θεοδωράκη τα εφτά ποιήματα που θα αποτελέσουν τον κύκλο «Μικρές Κυκλάδες», που θα κυκλοφορήσουν σε δύο διαφορετικές εκτελέσεις στις αρχές του 1964.

Όταν όμως ο συνθέτης θα προτείνει την ηχογράφηση του «Αξιον Εστί» με τη μορφή που το έχει σχεδιάσει στην «Κολούμπια» του Τάκη Λαμπρόπουλου, με την οποία συνεργάζεται τότε, η εταιρεία θα αποκλείσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο, γιατί αφενός «το κόστος από το δέκα θα φτάσει στο εκατό» και «τι θα πουλήσουμε και τι θα βγάλουμε;» και αφετέρου «θα δημιουργηθεί προηγούμενο» και ίσως κι άλλοι συνθέτες να ζητήσουν κάτι ανάλογο.

Ο Θεοδωράκης θα «κερδίσει» την ηχογράφηση, εκμεταλλευόμενος έναν όρο του συμβολαίου του που υποχρέωνε την εταιρεία να παρουσιάζει κάθε χρόνο ένα συμφωνικό έργο του. Αλλά και πάλι… Ο Στέλιος Καζαντζίδης, για τον οποίο προοριζόταν αρχικά ο «ρόλος» του ψάλτη, θα αρνηθεί να συμμετάσχει… Και ακόμα, καθώς δεν υπάρχει δισκογραφικό στούντιο για ηχογραφήσεις πολυπληθών σχημάτων, για τις ανάγκες του έργου θα «επιστρατευτεί» ένα κινηματογραφικό πλατό, όπου ο συντονισμός των χορωδών μεταξύ τους αλλά και με το τεχνικό προσωπικό θα είναι σχεδόν ανέφικτος και αυτό θα μετρήσει στο τελικό αποτέλεσμα. Όταν το δείγμα του δίσκου θα φτάσει στο «ιερατείο» του «Φλόκα» -όπως αποκαλεί ο Θεοδωράκης την παρέα διανοουμένων του Ελύτη- η πλειοψηφία θα επηρεάσει ακόμα και τον ποιητή, ότι δήθεν «θα ντροπιαστεί αν το βγάλει αυτό».
 

Αντιδράσεις για τον Μπιθικώτση


Για να βγει ο δίσκος, ο Θεοδωράκης θα χρειαστεί να επικαλεστεί την πεποίθησή του ότι «ένα έργο καρδιάς θα το πιάσει ο κόσμος, ανεξάρτητα από τα λάθη του», αλλά ακόμα και τις δικαστικές παραμέτρους του συμβολαίου. Οι «περιπέτειες» του έργου κατά την πρώτη έκδοσή του θα ολοκληρωθούν με τη διαμάχη διοργανωτών του Φεστιβάλ Αθηνών, εκπροσώπων του Τύπου της εποχής και Θεοδωράκη - Ελύτη, μπροστά στο ενδεχόμενο της παρουσίασης του έργου στο Ηρώδειο, το καλοκαίρι του 1964. Υπεύθυνοι και Τύπος αντιδρούν στην παρουσία του Γρηγόρη Μπιθικώτση στο Ηρώδειο και οι δύο δημιουργοί αποσύρουν το έργο προσβεβλημένοι, καταγγέλλοντας σε σχετική επιστολή «το κενό ορισμένων εγκεφάλων που δυστυχώς η κυβέρνηση έθεσε επικεφαλής θεσμών καίριων για το παρόν και το μέλλον της ελληνικής τέχνης». Το «Αξιον Εστί» θα παρουσιαστεί πρώτη φορά δημόσια τον Οκτώβρη εκείνης της χρονιάς, στη σκηνή του «Ρεξ»…

Αν, όμως, «εξωγενείς» παράγοντες δεν κατάφεραν να αλλάξουν τον δρόμο του «Άξιον Εστί», στις δύο επόμενες προσπάθειες για συνύπαρξη του Θεοδωράκη με τον Ελύτη τα πράγματα κύλησαν αλλιώς… Στις αρχές του 1967, με μεσολάβηση του Αλέκου Πατσιφά, ο Ελύτης έχει μεταφέρει στα ελληνικά εφτά τραγούδια του Λόρκα από τη συλλογή «Ρομανσέρο Χιτάνο», ο Θεοδωράκης τα έχει μελοποιήσει και ετοιμάζεται η ηχογράφησή τους με την Αρλέτα. Αλλά τους προλαβαίνει η δικτατορία… Μια απίστευτη σύμπτωση… Ο Θεοδωράκης ακούει για πρώτη φορά τα τραγούδια του «Ρομανσέρο» από την Αρλέτα, καθώς εκείνη, ανυποψίαστη, τα παίζει στη Ρηνιώ Παπανικόλα - στο σπίτι της οποίας κρύβεται τότε ο συνθέτης.

Η τραγουδίστρια, αντί να ηχογραφήσει το «Ρομανσέρο», γίνεται ο κομιστής των πρώτων αντιστασιακών μηνυμάτων του Θεοδωράκη… Τα τραγούδια -σαφώς επηρεασμένα από το «επικό» κλίμα της εποχής- θα ηχογραφηθούν τελικά για πρώτη φορά με τη Μαρία Φαραντούρη, στο εξωτερικό. Εκεί θα ξεκινήσει -και θα ματαιωθεί- μια ακόμα συνεργασία του Μίκη Θεοδωράκη με τον Ελύτη. Θυμάται σχετικά ο συνθέτης: «Οταν έφυγα για πρώτη φορά έξω, ένα από τα πρώτα πράγματα που θυμάμαι είναι μια… συνωμοσία που έγινε από φίλους μου που ήξεραν πόσο ήθελα να κάνω κάτι καινούργιο…

Με πήρε ο Νίκος ο Κούνδουρος και πήγα σ’ ένα γεύμα στο σπίτι της Μαργαρίτας Λυμπεράκη, όπου ήταν και ο Βασίλης Διαμαντόπουλος με τη Μαρία Αλκαίου και ο Ελύτης. Στη διάρκεια του φαγητού ήταν φανερό ότι όλοι κάτι ''συνωμοτούσαν'' κι όταν τελειώσαμε μου ανήγγειλε ο Ελύτης ότι ''έγραψα ένα νέο Αξιον Εστί'' για σένα. Ηταν το ''Μονόγραμμα''… Μου λέει -ήταν άνοιξη- ''θα πάω το καλοκαίρι στην Κύπρο να το συμπληρώσω και μόλις γυρίσω θα σ’ το δώσω''. Δεν μου το έδωσε γιατί, αμέσως μετά, γύρισε στην Ελλάδα».

Το ''Μονόγραμμα'' θα μελοποιήσει αλλά και θα ηχογραφήσει το 1983 ο Γιάννης Ζουγανέλης, όμως ο δίσκος δεν θα εκδοθεί, καθώς ο ποιητής δεν θα δώσει την έγκρισή του… Και μόνο δύο χρόνια μετά τον θάνατο του ποιητή, τον Οκτώβριο του 1998, με τη συνεργασία της συντρόφου του ποιητή, Ιουλίτας Ηλιοπούλου, θα κυκλοφορήσει ένας δίσκος όπου ο Μίκης Θεοδωράκης απαγγέλλει το «Μονόγραμμα», με συνοδεία το δικό του «Αντάτζιο».