Κρίτων Ωραιόπουλος (Ηλίας Κανέλλης), Duck Soup – Στην κουζίνα της ανάγνωσης, εκδ. The Book’s Journal, σελ. 136
Το τραπέζι της μνήμης, το γεύμα της εποχής
Στην αρχή είναι η μυρωδιά. Το ξεφλούδισμα ενός κρεμμυδιού που σε κάνει να δακρύζεις, ο αχνός από ένα πιάτο φακές που σιγοβράζουν, το λάδι που τσιτσιρίζει στο τηγάνι σαν να θέλει να πει κάτι δικό του. Ο αναγνώστης ανοίγει το Duck Soup του Κρίτωνα Ωραιόπουλου, δηλαδή του Ηλία Κανέλλη, και βρίσκεται αμέσως σε έναν κόσμο που δεν είναι απλώς βιβλιογραφικός ή δοκιμιακός· είναι αισθησιακός. Είναι η κουζίνα που γίνεται αφήγηση, η γεύση που γίνεται μνήμη, η καθημερινότητα που γίνεται πολιτισμικό σχόλιο.
Το βιβλίο δεν σερβίρει συνταγές και προφανώς δεν είναι ένα τυπικό γαστρονομικό εγχειρίδιο. Σου προσφέρει, αντιθέτως, ιστορίες για το πώς η αστακομακαρονάδα έγινε το απόλυτο έμβλημα του νεοπλουτισμού, πώς ένα πιάτο οσπρίων μετατρέπεται σε μνημόσυνο της λιτής ζωής, πώς μια απλή σούπα μπορεί να σε πάει πίσω σε μια παιδική κουζίνα, όπου η μητέρα ανακάτευε την κατσαρόλα και το παιδί περίμενε υπομονετικά. Ο συγγραφέας δεν καταγράφει απλώς τι τρώμε. Δείχνει πώς αυτό που τρώμε μας αποκαλύπτει.
Το Duck Soup μοιάζει με εκείνα τα γεύματα που δεν ξέρεις αν είναι για γιορτή ή για την καθημερινή ρουτίνα. Από τη μια έχει την καθαρότητα του δημοσιογραφικού βλέμματος: σαφήνεια, κοφτές παρατηρήσεις, ειρωνεία εκεί που χρειάζεται. Από την άλλη, διαθέτει τη χάρη της λογοτεχνικής αφήγησης: εικόνες, αρώματα, συναισθήματα που μένουν στον αναγνώστη σαν επίγευση. Ο Κανέλλης κινείται με ευκολία ανάμεσα σε αυτά τα δύο είδη, σαν μάγειρας που ξέρει να ισορροπεί το αλάτι με τη ζάχαρη.
Εδώ, η κουζίνα είναι αφορμή για να μιλήσεις για την κοινωνία. Για την υπερβολή των food trends, για τους τηλεοπτικούς σεφ που μετατρέπουν τη γεύση σε θέαμα, για τα instagramικά πιάτα που μας κάνουν να πιστεύουμε ότι «ωραίο» είναι αυτό που φωτογραφίζεται καλά. Όσο προχωρά το βιβλίο, γίνεται ολοένα και πιο σαφές ότι το τραπέζι είναι καθρέφτης. Στο πιάτο μας αποτυπώνεται η κοινωνική μας θέση, η σχέση μας με την παράδοση, οι εμμονές μας με τη μόδα, η νοσταλγία μας για το παρελθόν. Η κουζίνα από χώρος μαγειρικής μετατρέπεται σε χώρο αποκάλυψης. Και αυτός είναι και ο κεντρικός άξονας του Duck Soup: η τροφή δεν είναι μόνο καύσιμο για το σώμα, είναι κώδικας για την κοινωνία. Το βιβλίο διαβάζεται και σαν τεκμήριο μιας εποχής όπου η κουζίνα δεν μένει κλεισμένη πίσω από την πόρτα του σπιτιού, αλλά γίνεται δημόσιο γεγονός, θέαμα, τρόπος ζωής.
Αν κάτι ξεχωρίζει στο Duck Soup, είναι η διπλή διάσταση της τροφής: ανάγκη και πολιτισμός, καθημερινότητα και τελετουργία. Η τροφή δεν είναι ποτέ ουδέτερη. Ένα πιάτο φασολάδα φέρει μαζί του μνήμες φτώχειας αλλά και θαλπωρής, μια αστακομακαρονάδα δηλώνει στάτους και επίδειξη, ένα πιάτο μαγειρεμένο από τη γιαγιά κουβαλάει μαζί του τη γεύση μιας ολόκληρης γενιάς. Ο συγγραφέας μάς καλεί να δούμε ότι το τραπέζι είναι πάντα σκηνή οικογενειακής μνήμης, σκηνή κοινωνικής επίδειξης, σκηνή πολιτισμικού σχολιασμού.
Γι’ αυτό και το βιβλίο διαβάζεται με όλες τις αισθήσεις. Βλέπεις τα χρώματα, ακούς τους ήχους, γεύεσαι τις λέξεις. Και ταυτόχρονα, αναρωτιέσαι πώς γίνεται το φαγητό να έχει τόση δύναμη; Να σε καθορίζει, να σε ταξινομεί, να σε συνδέει με άλλους ή να σε απομονώνει;
Ο Κανέλλης ξέρει να γράφει με χιούμορ, αλλά και με μια συγκρατημένη τρυφερότητα. Τα «πιάτα του νεοπλουτισμού» είναι ένα κεφάλαιο που σε κάνει να γελάς με την υπερβολή των γκουρμέ μοδών, αλλά λίγο παρακάτω βρίσκεσαι σε ένα τρυφερό κείμενο για τα όσπρια και τη λιτή ζωή, που σε συγκινεί με την απλότητά του. Αυτή η ισορροπία είναι η μυστική σάλτσα του βιβλίου! Το γέλιο και η συγκίνηση συνυπάρχουν, όπως στο καλό τραπέζι συνυπάρχουν το αλμυρό και το γλυκό.
Πέρα από την αισθητική και τη λογοτεχνική απόλαυση, το Duck Soup έχει και μιαν ιστορική αξία. Θα το διαβάσουν, κάποτε, ίσως, ως μαρτυρία των αρχών του 21ου αιώνα, της εποχής που η κουζίνα βγήκε από το σπίτι και ανέβηκε στο timeline... Μιας εποχής που οι συνταγές έγιναν τηλεοπτικό θέαμα και οι σεφ μικροί θεοί. Μιας εποχής που οι λέξεις «φαγητό» και «ταυτότητα» έγιναν σχεδόν συνώνυμες. Ο συγγραφέας καταγράφει όλα αυτά χωρίς πανικό, με την ψυχραιμία του παρατηρητή και τη ματιά του λογοτέχνη.
Είναι ένα βιβλίο που δεν απευθύνεται μόνο στους λάτρεις της κουζίνας. Απευθύνεται σε όσους αγαπούν τη λογοτεχνία, τη δημοσιογραφία, την πολιτισμική κριτική. Σε όσους θέλουν να καταλάβουν καλύτερα την εποχή τους μέσα από την πιο ταπεινή, αλλά και την πιο καθημερινή πράξη, όπως είναι το φαγητό.
Το Duck Soup – Στην κουζίνα της ανάγνωσης είναι τελικά ένα βιβλίο για το πώς τρώμε, πώς μοιραζόμαστε, πώς θυμόμαστε. Για το πώς ένα πιάτο γίνεται γέφυρα ανάμεσα στο χθες και στο σήμερα. Και για το πώς η κουζίνα γίνεται ένας καθρέφτης που, αν κοιτάξεις προσεκτικά, δεν δείχνει το φαγητό αλλά τον εαυτό σου.
* Ο Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης είναι συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας