Ο έρωτας και η τέχνη ως αντίσταση στο σκοτάδι
Βασίλης Τσιαμπούσης, Χυμευτή αγάπη μου, εκδ. Εστία, σελ. 196
Ο Βασίλης Τσιαμπούσης, με τη νουβέλα Χυμευτή αγάπη μου (Εστία, 2024), επιστρέφει σε μια από τις πιο σκοτεινές και φορτισμένες δεκαετίες της νεότερης ελληνικής ιστορίας: στα χρόνια της δικτατορίας των Συνταγματαρχών. Η αφήγηση μάς μεταφέρει στη Θεσσαλονίκη του 1972, μια πόλη όπου η πολιτική καταπίεση συναντά την ορμή της νεότητας, την καλλιτεχνική αναζήτηση και τη διεκδίκηση του έρωτα.
Ο κεντρικός ήρωας, ο Κώστας, φοιτητής Πολιτικός Μηχανικός, κουβαλάει ένα βαρύ προσωπικό τραύμα: την απώλεια της αδελφής του σε παιδική ηλικία. Αυτό το τραυματικό υπόστρωμα μετατρέπεται σε ιδιαίτερη ευαισθησία. Αγαπά τη ζωγραφική, τη μουσική, τον κινηματογράφο, τόσο πολύ ώστε οι φίλοι του τον φωνάζουν «Βαν Γκογκ». Δεν είναι στρατευμένος πολιτικά, ωστόσο η εποχή δεν αφήνει περιθώρια αποστασιοποίησης. Γρήγορα θα βρεθεί αντιμέτωπος με τη χουντική καταστολή, με περιορισμούς και διώξεις που επιδρούν στη ζωή του και καθορίζουν την καθημερινότητά του.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον εμφανίζεται η Γιάννα, η γυναίκα που θα ονομάσει «Χυμευτή». Η λέξη, εύρημα σπάνιο και τρυφερό, αποπνέει μια φωτεινότητα μέσα στο σκοτάδι, σαν ιδιωτικό φυλαχτό. Η σχέση τους είναι πλημμυρισμένη από ένταση, σωματικότητα και την αίσθηση ότι ο χρόνος είναι περιορισμένος. Στην αγκαλιά της Γιάννας, ο Κώστας βρίσκει το καταφύγιο μιας προσωπικής ελευθερίας, μιας ζωής που αντιστέκεται στον φόβο. Όμως η ζωή παραμένει απρόβλεπτη και σκληρή, και η αγάπη τους θα δοκιμαστεί από συνθήκες που υπερβαίνουν την ιδιωτική σφαίρα.
Η Θεσσαλονίκη του 1972 που ζωντανεύει στο βιβλίο, είναι μια πόλη διχασμένη. Από τη μια, η σιωπή και η παρακολούθηση, οι φοιτητικοί έλεγχοι, οι περιορισμοί. Από την άλλη, η νεανική δίψα για τέχνη και έρωτα, η ενέργεια των σινεμά, των καφέ, των μικρών καλλιτεχνικών εστιών. Ο Τσιαμπούσης καταφέρνει να αποδώσει με ακρίβεια την ατμόσφαιρα χωρίς να την εξιδανικεύει. Δεν υποκύπτει στον πειρασμό του νοσταλγικού εξωραϊσμού. Αντίθετα, καταγράφει τις στιγμές με τη λιτή, μεστή γραφή του, δίνοντας υπόσταση στη λεπτομέρεια. Η πόλη λειτουργεί ως δευτεραγωνιστής, ένα τοπίο όπου οι άνθρωποι προσπαθούν να αναπνεύσουν μέσα σε συνθήκες πνιγηρές.
Αυτός ο ρεαλισμός, συνδυασμένος με τη συναισθηματική ένταση των ηρώων, δημιουργεί ένα υπόβαθρο που αναδεικνύει την κεντρική ιδέα του βιβλίου, ότι δηλαδή, σε εποχές καταπίεσης, η ίδια η ζωή επιμένει μέσα από τον έρωτα και την τέχνη.
Στον πυρήνα της νουβέλας βρίσκεται η ιδέα ότι ο άνθρωπος, ακόμη και σε συνθήκες φόβου και απώλειας, μπορεί να επιβιώσει ψυχικά μόνο αν κρατήσει κάτι δικό του: μια σχέση, ένα χρώμα, μια μελωδία. Ο έρωτας του Κώστα και της Γιάννας δεν είναι μόνο μια προσωπική ιστορία. Είναι μια πράξη αντίστασης, μια προσπάθεια να κατοχυρωθεί το δικαίωμα στην ομορφιά όταν όλα γύρω προσπαθούν να την ακυρώσουν.
Η τέχνη, είτε μέσα από τις αναφορές στον κινηματογράφο και τη ζωγραφική είτε μέσα από την ίδια την αφηγηματική δομή, λειτουργεί ως παράλληλος άξονας ελευθερίας. Ο Κώστας δεν είναι στρατευμένος αγωνιστής, όμως μέσα από την τέχνη και τον έρωτα γίνεται φορέας μιας άλλης, εξίσου σημαντικής, αντίστασης: της αντίστασης του ατόμου ενάντια στην αποδοχή της σιωπής ως φυσικό όρο της ύπαρξης.
Ο Τσιαμπούσης έχει καλλιεργήσει στο σύνολο του έργου του ένα ύφος λιτό, καθαρό, μακριά από τον στόμφο και τον λυρισμό που συχνά συνοδεύουν αφηγήσεις για τη δικτατορία. Στο Χυμευτή αγάπη μου, αυτή η επιλογή ενισχύει την ένταση του κειμένου: η απλότητα της πρότασης αφήνει χώρο στη δύναμη της στιγμής. Οι εικόνες της πόλης, οι περιγραφές της φοιτητικής ζωής, οι σκηνές του έρωτα δεν χρειάζονται περιττές εξάρσεις· η αξία τους αναδύεται μέσα από την ακρίβεια και την οικονομία της γραφής.
Κάθε παράγραφος φαίνεται να λειτουργεί σαν πινελιά, όπως στα έργα ζωγραφικής που αγαπά ο ήρωας. Έτσι, η αφήγηση παραμένει σταθερά εστιασμένη στην ουσία, τη συνάντηση της ανθρώπινης ευαισθησίας με το βαρύ ιστορικό πλαίσιο.
Η χούντα του 1967–1974 έχει αποτελέσει φόντο για πολλά λογοτεχνικά έργα. Αυτό που διαφοροποιεί τον Τσιαμπούση είναι η προσέγγιση από την πλευρά του «καθημερινού» ανθρώπου, που δεν είναι στρατευμένος αλλά ούτε μπορεί να μείνει αλώβητος. Ο Κώστας δεν έχει συνειδητοποιημένο πολιτικό ρόλο, αλλά βιώνει τις συνέπειες της εποχής: περιορισμούς, διώξεις, φόβο. Αυτή η «σιωπηλή» εμπλοκή τον φέρνει πιο κοντά στον αναγνώστη, που αναγνωρίζει στη δική του ιστορία το πρόσωπο μιας γενιάς που έζησε ανάμεσα στον φόβο και την προσμονή.
Αυτή η τόσο φορτισμένη δεκαετία εξακολουθεί να στοιχειώνει τη συλλογική μνήμη. Το βιβλίο δεν την αναπαριστά ως ντοκουμέντο, αλλά ως βιωμένη εμπειρία. Η μνήμη εδώ δεν είναι αντικειμενική αναφορά· είναι προσωπική, σωματοποιημένη, ερωτική. Αυτό το μείγμα ιδιωτικού και δημόσιου δίνει στη νουβέλα την ιδιαιτερότητά της.
Ο Τσιαμπούσης είναι γνωστός για την προσήλωσή του στη μικρή φόρμα, στα διηγήματα και στις νουβέλες. Η Χυμευτή αγάπη μου συνεχίζει αυτή την παράδοση, αποδεικνύοντας ότι η πυκνότητα και η οικονομία του λόγου του παραμένουν σταθερές. Εδώ, η μικρή φόρμα λειτουργεί ως ιδανικό σχήμα: η ιστορία δεν θα άντεχε σε ένα εκτενές μυθιστόρημα, γιατί θα έχανε την ένταση του στιγμιαίου. Αντίθετα, η σύντομη δομή επιτρέπει να αποδοθεί με ακρίβεια η αίσθηση του «λίγου» χρόνου που διαθέτουν οι ήρωες.
Η νουβέλα έρχεται να συμπληρώσει τη θεματολογία του συγγραφέα, που συχνά εστιάζει στη μνήμη, την απώλεια και τη λεπτομέρεια της καθημερινής ζωής. Εδώ, όλα αυτά συνδέονται με το ιστορικό βάρος μιας ολόκληρης δεκαετίας.
Ο Τσιαμπούσης καταφέρνει να μιλήσει για μια βαριά εποχή χωρίς να παραδοθεί ούτε στον διδακτισμό ούτε στον συναισθηματικό εκβιασμό. Αντί για μεγάλες αφηγηματικές χειρονομίες, επέλεξε τη διακριτικότητα, την εσωτερικότητα και την προσήλωση στην ανθρώπινη λεπτομέρεια.
Η «Χυμευτή» ως λέξη έγινε σύμβολο αυτού του τρόπου: μια λέξη ερωτική, τρυφερή, αλλά και εσωτερική, που δεν αναφέρεται μόνο στη Γιάννα αλλά στην ίδια τη δυνατότητα του ανθρώπου να διασώσει κάτι πολύτιμο. Ο όρος «χυμευτή» λειτουργεί ως πυρήνας μιας λογοτεχνικής εμπειρίας που μένει στον αναγνώστη, ακριβώς γιατί δεν έχει ισοδύναμο.
Η πρόσληψη του έργου από το κοινό εντάσσεται σε μια γενικότερη στροφή της νεότερης ελληνικής πεζογραφίας προς την επανεξέταση της μνήμης της δικτατορίας, όχι πια μέσα από ηρωικούς ή πρωταγωνιστικούς ρόλους, αλλά από την πλευρά των «σιωπηλών», εκείνων που βίωσαν την εποχή χωρίς να την καθορίσουν. Ο Τσιαμπούσης δίνει φωνή σε αυτή την εμπειρία.
Το Χυμευτή αγάπη μου είναι μια νουβέλα που αποδεικνύει πως ο έρωτας και η τέχνη δεν είναι απλές θεματικές, αλλά μορφές ζωής και αντίστασης. Η λιτή γραφή του Τσιαμπούση, η ακριβής αποτύπωση της ατμόσφαιρας και η έμφαση στη λεπτομέρεια συνθέτουν ένα έργο τρυφερό αλλά και σκληρό, φωτεινό και σκοτεινό μαζί.
*Ο Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης είναι συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας