Το βλέμμα στο ράφι: Προτάσεις για όσα διαβάζονται σήμερα

Το βλέμμα στο ράφι: Προτάσεις για όσα διαβάζονται σήμερα

Η Επανάσταση ως ανθρώπινη περιπέτεια

Λεία Βιτάλη, Η οργή των μικρών ανθρώπων, εκδ. Πατάκη, σελ. 608

Η Λεία Βιτάλη δεν είναι άγνωστη στη συνάντηση της Ιστορίας με τη λογοτεχνία. Στο νέο της μυθιστόρημα, Η οργή των μικρών ανθρώπων, επιχειρεί μια βουτιά στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης μέσα από το πρόσωπο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Το βιβλίο στήνεται πάνω σε μια τολμηρή ιδέα. Να αφηγηθεί την ιστορία του «Γέρου του Μοριά» και των γύρω του μέσα από το βλέμμα της οργής του εμβληματικού μας εθνικού ήρωα ταυτόχρονα και των «μικρών ανθρώπων», αυτών που μένουν εκτός επίσημων αφηγήσεων, που ζουν και πεθαίνουν χωρίς να μνημονεύονται.

Η αφήγηση ξεκινά με το τραγικό γεγονός της δολοφονίας του Πάνου, πρωτότοκου γιου του Κολοκοτρώνη, τον Νοέμβριο του 1824. Το γεγονός αυτό λειτουργεί ως δραματικός πυρήνας καθώς ο πατέρας ξεκινά μια εσωτερική και εξωτερική αναζήτηση, ψάχνοντας τον ένοχο, τους λόγους, τα κίνητρα. Γρήγορα γίνεται φανερό ότι αυτή η έρευνα δεν είναι απλώς μια προσωπική εκδίκηση.

Είναι αφορμή να ξετυλιχτεί μπροστά στον αναγνώστη ένα πυκνό πλέγμα σχέσεων όπως αυτό που συνθέτουν οι εσωτερικές έριδες του Αγώνα, οι διπλωματικές πιέσεις των Ευρωπαίων, οι αντιπαλότητες των καπεταναίων, η διαπλοκή της πολιτικής με την ιδιοτέλεια. Παράλληλα παρακολουθούμε τη ζωή του ίδιου του Κολοκοτρώνη, τους έρωτες και τις πληγές του, τους φόβους και τις αμφιβολίες, τις στιγμές μεγαλείου και τις στιγμές κατάρρευσης.

Η Βιτάλη δείχνει αποφασισμένη να μην αφήσει τον ήρωα στο βάθρο του. Τον κατεβάζει στη γη και τον παρουσιάζει με όλες τις αντιφάσεις του. Ένας άνθρωπος που ήξερε να εμπνέει και να ηγείται, αλλά που δοκιμαζόταν από το πένθος, την αμφιθυμία, τη σκληρότητα της εποχής. Η συγγραφέας δεν τον μειώνει, αντίθετα, τον κάνει πιο ζωντανό, πιο πειστικό. Γιατί το μεγαλείο, μας λέει, δεν είναι μόνο στις νίκες, αλλά και στην ικανότητα να συνεχίζεις παρά τα χτυπήματα.

Η αφηγηματική δομή έχει ενδιαφέρον. Το μυθιστόρημα ισορροπεί ανάμεσα σε σκηνές δράσης και σε εσωτερικούς στοχασμούς. Η δολοφονία του Πάνου δίνει στο βιβλίο έναν τόνο σχεδόν αστυνομικό, καθώς υπάρχει μια συνεχής προσπάθεια αποκάλυψης ενόχων και κινήτρων. Ταυτόχρονα, η πλοκή απλώνεται σε ένα ευρύτερο φάσμα από

μάχες, πολιτικές συνεδριάσεις, προσωπικές συναντήσεις, διάλογους που αναπαράγουν τον παλμό και τη γλώσσα της εποχής. Ο ρυθμός εναλλάσσεται , άλλοτε γίνεται γρήγορος και γεμάτος ένταση, άλλοτε στοχαστικός, σχεδόν λυρικός.

Ένα από τα πιο δυνατά στοιχεία του βιβλίου είναι η επιμονή στη «μικρή ιστορία». Η συγγραφέας δεν αφηγείται μόνο τις κινήσεις των μεγάλων πρωταγωνιστών, αλλά φωτίζει και τον γύρω τους κόσμο: γυναίκες, στρατιώτες, υπηρέτες, ξένους παρατηρητές. Η «οργή των μικρών ανθρώπων» στρέφει το βλέμμα της και στην αθέατη δύναμη που κινεί τα πράγματα. Αυτοί που βιώνουν τη στέρηση, την απώλεια, την πείνα, την ανασφάλεια, συχνά είναι οι ίδιοι που καθορίζουν με τις πράξεις τους την πορεία της Ιστορίας, έστω κι αν μένουν ανώνυμοι.

Η γλώσσα της Βιτάλη είναι προσιτή και ταυτόχρονα δουλεμένη. Δεν καταφεύγει σε μεγαλοστομίες ούτε σε υπερβολικά στολισμένη αφήγηση. Αντίθετα, επιλέγει έναν καθαρό, ρέοντα λόγο που αφήνει τον αναγνώστη να παρασυρθεί. Οι διάλογοι είναι ζωντανοί, συχνά με χρώμα και γεύση εποχής, χωρίς όμως να γίνονται ακατανόητοι. Στις περιγραφές, είτε μιλάμε για το πεδίο της μάχης είτε για τα δωμάτια όπου υφαίνονται πολιτικές ίντριγκες, υπάρχει αίσθηση ατμόσφαιρας που εντάσσει τον αναγνώστη μέσα στο κλίμα της εποχής.

Ωστόσο, η αξία του έργου είναι αναμφισβήτητη. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που ανανεώνει τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουμε την Επανάσταση. Δεν την αντιμετωπίζει ως ένα ηρωικό πανόραμα, αλλά ως μια σύνθετη ανθρώπινη περιπέτεια. Δείχνει ότι οι ήρωες δεν είναι άφθαρτοι, ότι οι «μικροί» μπορούν να αλλάξουν τη ροή των πραγμάτων, ότι η οργή είναι συναίσθημα δημιουργικό αλλά και καταστροφικό. Και υπενθυμίζει ότι η ελευθερία, τότε όπως και τώρα, δεν χαρίζεται αλλά κατακτάται μέσα από αγώνες, θυσίες και αντιφάσεις.

Η Λεία Βιτάλη έχει γράψει ένα έργο φιλόδοξο και απαιτητικό. Όχι μόνο γιατί επιχειρεί να χωρέσει σε ένα βιβλίο την ατμόσφαιρα μιας ολόκληρης εποχής, αλλά και γιατί τολμά να αγγίξει έναν εθνικό μύθο, να τον φέρει πιο κοντά μας, να τον κάνει πιο ανθρώπινο. Στον Κολοκοτρώνη του βιβλίου δεν θα δούμε τον μνημειακό ανδριάντα αλλά έναν άντρα που αγαπά, πονά, οργίζεται, σφάλει, αναζητά. Και μέσα από αυτό το πορτρέτο φωτίζονται όχι μόνο τα μεγάλα γεγονότα αλλά και οι αφανείς που τα στήριξαν με το αίμα και τη ζωή τους.

Για τον αναγνώστη που αγαπά τα ιστορικά μυθιστορήματα, Η οργή των μικρών ανθρώπων είναι μια εμπειρία πλούσια και συναρπαστική. Για εκείνον που θέλει να δει ξανά την Επανάσταση με πιο ανθρώπινο βλέμμα, αποτελεί μια ιδανική ευκαιρία. Και για όσους αναζητούν έναν καθρέφτη του σήμερα μέσα από το χθες, το βιβλίο αυτό θυμίζει ότι η οργή των «μικρών» είναι πάντα παρούσα, άλλοτε κρυφή, άλλοτε εκρηκτική, πάντα ικανή να αλλάξει την Ιστορία.


*Ο Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης είναι συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας